Πάνος Χατζηγεωργιάδης

Ετούτες τις μέρες πάντα το μυαλό και η ψυχή μου πετούν απέναντι, στην Σμύρνη και τον ελληνισμό τής Μικρασίας που πετάχτηκε στην θάλασσα ύστερα απο χιλιάδες χρόνια παραμονής σε κείνα τα μέρη και που έγινε έρμαιο στα χέρια των αφεντάδων αυτού του κόσμου, ως πάντα σχεδόν γίνονται οι λαοί, οι οποίοι δεν έχουν καμία σημασία παρά μόνο στο επίπεδο των γεωπολιτικών συμφερόντων τής περιοχής και όχι μόνο ή όπως αλλιώς μάθαμε πως λένε την εκμμετάλευση των πολλών απο τους λίγους, τούτη δέ η εκμμετάλευση έχει πλήθος άλλα ονόματα κατά το δοκούν, άλλες φορές το λένε δημοκρατία και άλλες ανθρώπινα δικαιώματα, βλέπετε ο άνθρωπος έχει μάθει να χρυσώνει το χάπι με το δηλητηριο που γεύεται καθημερινά και να μην δίνει καμία σημασία στην ανθρώπινη διαάσταση των πραγμάτων της ζωής.

Τί σημασία έχει για τους μεγάλους του κόσμου μιά ακόμα σφαγή ενός ανθρώπινου κοπαδιού που δεν είχε ιδέα το που πάει, τα ποτάμια του αίματος που έβαφαν τους δρόμους κόκκινους, οι φωνές των μανάδων που οι τούρκοι είτε σκότωναν εμπρός στα παιδιά τους και τανάπαλιν, είτε τα χώριζαν για πάντα σφραγίζοντας ανθρώπινες ψυχές για το υπόλοιπο της ζωής τους, μιάς ζωής που έκρυβε πάντα καλά το κάρβουνο της προσφυγιάς ως τελευταίο σκαλί του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης και της αξιοπρέπειας συνάμα, του ετσιθελικού ξεριζωμού γιατί κάποιοι σε κάποια σκοτεινά γραφεία το αποφάσισαν πίσω απο κλειστές πόρτες, ενώ κανείς δεν θέλει να ξέρει πραγματικά το ποιός φταίει για εκείνη την καταστροφή τότε, όλα σίγησαν οι έξι αποκλειστικοί ένοχοι εκτελέστηκαν και ο απλός κόσμος ξαναβρήκε κουτσά στραβά την καθημερινότητα εμπρός του.

Οι πραγματικοί ένοχοι αυτής της καταστροφής ποτέ δεν εκτελέστηκαν φυσικά ίσως και να μην ήταν δυνατόν να εκτελεστούν διότι δεν ήσαν άνθρωποι στην ουσία, όμως η ανθρώπινη φύση άρεσκεται να καταπιάνεται μόνο με οτι μπορεί να αντιληφθέι και να καταλάβει, αφήνωντας τα υπόλοιπα για τους φιλόσοφους και τους ονειροπαρμένους αυτού του κόσμου και έτσι οι νεκροζωντανοί που γλίτωσαν το μαχαίρι βάλθηκαν να περιφέρονται σαν την άδικη κατάρα ως το τέλος της εδώ ζωής τους ποτισμένοι απο το στίγμα της προσφυγιάς και πάντα έχοντας στα μάτια αυτό το άδειο βλέμμα που έχει κάποιος όταν οι θύμισες και ο πόνος για τα περασμένα έρχονται σαν φαντάσματα, για να τον στοιχειώσουν για ακόμη μία νύχτα, μέχρι το επόμενο πρωί οπού η σκληρότητα του καθημερινού αγώνα να πάρει την θέση τους μέχρι την ώρα που θα απομείνουν και πάλι μόνοι…

Η μικρασιατική καταστροφή δεν είχε μόνο τους νεκρούς που γράφουν τα βιβλία και προσφάτως ξεγράφουν κιόλας, είχε και νεκροζωντανούς που δεν τολμά να τους γράψει κανένα βιβλίο με πολυπολιτισμικούς προσανατολισμούς ή μή, δεν έχει σημασία, βλέπετε απο πάντοτε κανείς δεν πολυσκοτίζοτανε για τις πραγματικές απώλειες μιάς καταστροφής εκτός και εάν εξυπηρετούν σκοπιμότητες οπότε και ξεθάβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, το μεγάλο όπλο των σοφιστών της νεοεποχής μας οι οποίοι έχουν ειδικευθεί πλέον στο να μετατρέπουν το άσπρο σε μαύρο, να συγκινούν χωρίς λόγο και να σιωπούν οταν υπάρχει πραγματικός λόγος ακολουθούμενοι απο τα κοπάδια των απολιτίκ πολιτών που ούτε γνωρίζουν ούτε απαντούν, η μηχανή καλά στημένη από γεννήσεως τής ανθρωπότητος, διυλίζει τον κόνωπα και καταπίνει την κάμηλο κατά την ρήση του Ιήσου Χριστού και δεν αφήνει το παραμικρό σημείο αντιλογίας ουσιαστικά σε κανέναν, έστω και εάν κάποιοι θεωρούν πως αντιλέγουν μέσα στα πλαίσια των συγκοινωνούντων δοχείων τής αστικής μας δημοκρατίας και του καπιταλισμού.

Οι άνθρωποι είτε νεκροί, είτε ζωντανοί, είτε νεκροζωντανοί είναι αναλώσιμο είδος και εξυπηρετούν σκοπούς με ή χωρίς την θέληση τους όσο δε για την γιαγιά μου την κυρά Ευαγγελία που ήρθε απο την Αντάλια 12 χρονώ κοριτσάκι και μέχρι το τέλος της ζωής της έτρωγε οτι έβρισκε μπροστά της γιατί φοβόταν το αύριο, που στοιβάχτηκε μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες άλλες ψυχές σε παραγκουπόλεις με κοινά αποχωρητήρια για πέντε και δέκα οικογένειες σε οικόπεδα που παραχώρησε η Αγία μας εκκλησία, μαζί με τον πατέρα της και προπάππο μου τον Κύρ Παναγιώτη που απέθανε στον δρόμο απο την στεναχώρια του γιατι απο αφέντής με χιλιάδες πρόβατα και υπηρέτες κατάντησε σκουπιδιάρης στην Αθήνα, που γνωρίστηκε με τον παππού μου τον κύρ Χρήστο, μέσα στις παράγκες τής ενοχής τού νεοελληνικού κρατιδίου και που δούλευε δύο βάρδιες για να τα φέρουν βόλτα, ποιός να νοιαστεί βρέ αδερφέ; τί σημασία έχουν τα πρόσωπα δεν είπαμε; τι σημασία έχουν οι ζωές και ο θάνατος; ποιός είναι ο εχθρός; ερωτήματα που δεν μέλλουν να απαντηθούν ποτέ, ενώ όλοι λένε για “χαμένες πατρίδες ή παρτίδες” δεν άκουσα ποτέ να λένε ρε γιαγιά για χαμένα κορμιά …

Χάριν μνημοσύνου νεκρών και νεκροζωντανών επιβιώσαντων Μικρασιατικής καταστροφής.

* Το παρόν άρθρο δημοσιευθέν στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ” στο φύλλο της 30 Αυγούστου.

Φωτό: www.egolpion.com

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ