Σχεδόν καθημερινά τα ελληνικά ΜΜΕ ασχολούνται με την πολεμική ρητορική της Τουρκίας. Πόσο πιθανό είναι όμως να κάνει πράξη τις απειλές της κατά της Ελλάδας; Ανάλυση του Ρόναλντ Μαϊνάρντους.Σιγά-σιγά, το πολιτικό ημερολόγιο συμπληρώνεται. Τώρα που είναι γνωστό πότε θα διεξαχθούν οι εκλογές στην Τουρκία, η ημερομηνία των ελληνικών εκλογών θα ανακοινωθεί επίσημα πολύ σύντομα. Το γεγονός ότι γίνεται μια πολιτική σύνδεση μεταξύ των δύο ημερομηνιών αποδεικνύει τον ειδικό χαρακτήρα των διμερών σχέσεων σήμερα.

Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, οι Έλληνες ψηφοφόροι – όπως και οι ψηφοφόροι στην Τουρκία – ανησυχούν κυρίως για τις υψηλές τιμές και το οικονομικό μέλλον. Ταυτόχρονα, δεν περνάει σχεδόν καμία μέρα χωρίς τα τηλεοπτικά κανάλια να αναφέρουν σε έντονους τόνους την πολεμική ρητορική της Τουρκίας και τις απειλές ότι ο τουρκικός στρατός θα μπορούσε να έρθει ξαφνικά μια νύχτα.
Σε αυτό το πλαίσιο, κατανοώ τις ανησυχίες πολλών συμπολιτών μας. Ωστόσο, δεν συμμερίζομαι τον φόβο ότι επίκειται στρατιωτική κλιμάκωση με την Τουρκία στο εγγύς μέλλον. Στην προκειμένη περίπτωση, συμμερίζομαι την άποψη του Έλληνα πρωθυπουργού, ο οποίος έχει δηλώσει επανειλημμένως δημοσίως ότι δεν θα υπάρξει “θερμό επεισόδιο” με την γειτονική χώρα. Πρώτα στην Αλεξανδρούπολη και λίγο αργότερα μπροστά σε διεθνές ακροατήριο στο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός.

Η αισιοδοξία του κ. Μητσοτάκη βασίζεται στην εμπιστοσύνη στην αποτρεπτική δύναμη της πολιτικο-διπλωματικής και στρατιωτικής αναβάθμισης της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια. Η νέα ισχύς, η οποία αποκτήθηκε μεταξύ άλλων με επενδύσεις δισεκατομμυρίων σε σύγχρονα οπλικά συστήματα, έχει αποτρεπτική επίδραση σε κάθε πιθανό επιτιθέμενο. Σε αυτό προστίθενται οι επικαιροποιημένες συμμαχίες με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, οι οποίες συμπληρώνονται από τη στρατιωτική συνεργασία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ.

Έντονο διπλωματικό παρασκήνιο

Ακόμη και αν αυτό δεν λέγεται συχνά δημοσίως, όλες αυτές οι συνεργασίες έχουν στόχο την ενίσχυση της Ελλάδας σε περίπτωση αντιπαράθεσης με την Τουρκία. Το επίκεντρο της ελληνικής “ασπίδας” ασφαλείας παραμένουν η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Και οι δύο οργανισμοί προσπαθούν με τον τρόπο τους να αποτρέψουν μια κλιμάκωση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Στις δυτικές πρωτεύουσες επικρατεί ανησυχία ότι μπορεί ξαφνικά να προκληθεί κρίση ενόψει των τουρκικών εκλογών. Ένα σενάριο που αναφέρεται συχνά είναι ότι ο Ερντογάν θα μπορούσε να εξαπολύσει επίθεση σε ελληνικό νησί για να κινητοποιήσει τους ψηφοφόρους τους. Στο παρασκήνιο οι δυτικοί διπλωμάτες εργάζονται, ώστε να διατηρήσουν ανοιχτό το δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας με στόχο την αποτροπή μιας τέτοιας κλιμάκωσης.

Σε αυτή τη κατηγορία ανήκει και η πρωτοβουλία της Γερμανίας που έφερε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τη διευθύντρια του διπλωματικού γραφείου του Έλληνα πρωθυπουργού και τον εκπρόσωπο του Τούρκου προέδρου στα τέλη Δεκεμβρίου στις Βρυξέλλες. Επίσης στη βελγική πρωτεύουσα και στο περιθώριο μιας διάσκεψης του ΝΑΤΟ αναμένεται να συναντηθούν οι υπουργοί Άμυνας της Ελλάδας και της Τουρκίας στα μέσα Φεβρουαρίου. Είναι καλό σημάδι ότι, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, και οι δύο πλευρές ενδιαφέρονται για τη συνάντηση αυτή. Όταν ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν έρθει στην Αθήνα και την Άγκυρα λίγες μέρες αργότερα, το μήνυμά του θα είναι σαφές: η Ουάσιγκτον θα κάνει το παν ώστε να αποτρέψει μια στρατιωτική σύρραξη μεταξύ των δύο συμμάχων.

Οι πεσιμιστές ισχυρίζονται ότι ο Ερντογάν είναι ικανός για τα πάντα. Οι ανησυχίες δεν στερούνται βάσης, όπως αποδεικνύει η ιστορία των τουρκικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Συρία. Σήμερα η Άγκυρα έχει πολλά ανοιχτά μέτωπα. Είναι πολύ απίθανο να επιλέξει την Ελλάδα, τον πιο δύσκολο αντίπαλο από πολιτική και στρατιωτική άποψη: “Αν ο Ερντογάν είναι τόσο λογικός όσο πιστεύω ότι είναι, δεν έχει νόημα να κάνει μια στρατιωτική επιχείρηση εναντίον της Ελλάδας μέχρι τις εκλογές. Υπάρχουν ευκολότεροι εχθροί, π.χ. η Συρια”, λέει σε συνέντευξή του σε ελληνική εφημερίδα ο Μουσταφά Αϊντίν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Καντίρ Χας της Κωνσταντινούπολης και ένας από τους κορυφαίους αναλυτές της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν. Η Συρία είναι σε κάθε περίπτωση ευκολότερος στόχος, όπως έδειξαν και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των τελευταίων ετών.

Ένας ενδεχόμενος πόλεμος στην ανατολική Τουρκία θα αποσπούσε την προσοχή από την Ελλάδα και έτσι ενδεχομένως θα οδηγούσε σε αποκλιμάκωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ωστόσο, δεν διαφαίνεται σύντομα το τέλος των εντάσεων. Μια νέα φάση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μπορεί να αναμένεται το νωρίτερο μετά τις εκλογές στην Τουρκία – με ή χωρίς τον Ερντογάν.

Το ποιος κυβερνά στην Τουρκία είναι δευτερεύουσας σημασίας εδώ.

Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι πολιτικός αναλυτής και σχολιαστής και Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Στα μέσα της δεκαετίας του 90 διετέλεσε διευθυντής της Ελληνικής σύνταξης της Deutsche Welle.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ