Η καταγραφή των αποδεκτικών στοιχείων είναι μια βασική διαδικασία, την οποία μπορεί να κάνει το θύμα ακόμη και χωρίς να προβεί σε καταγγελία της πράξης.Η βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών είναι «η πιο διαδεδομένη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο», αναφέρεται σε ένα άρθρο των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) για την Παγκόσμια Ημέρα Εξάλειψης της Βίας κατά των Γυναικών. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, περισσότερες από μία στις τρεις γυναίκες θα πέσει θύμα βίας στη διάρκεια της ζωής της. Και βία δεν είναι μόνο το ξύλο, είναι και ο βιασμός, συνηθισμένο «όπλο» σε περιόδους πολέμου. Γιατί πολλές γυναίκες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν εύκολα τη μυϊκή ανδρική δύναμη. Στατιστικά στοιχεία του διεθνούς οργανισμού αναφέρουν ότι λιγότερο από το 40% των γυναικών που βιώνει βία αναζητεί βοήθεια. Στην περίπτωση της σεξουαλικής βίας, για παράδειγμα, ο αριθμός των θυμάτων που κρατά το στόμα κλειστό είναι υψηλός.

«Οι περισσότερες περιπτώσεις συμβαίνουν στο ιδιωτικό περιβάλλον του θύματος», λέει ο Κνουτ Άλμπρεχτ, επικεφαλής του Κρατικού Ινστιτούτου Ιατροδικαστικής του Βρανδεμβούργου. «Ίσως ο δράστης να ήταν ο σύζυγος, ο σύντροφος, ο θείος. Οι γυναίκες προτιμούν να το κρατήσουν κρυφό για να μην χαλάσουν την ηρεμία στο σπίτι. Αλλά και η ίδια πράξη είναι ντροπιαστική. Υπάρχουν 1001 λόγοι για τους οποίους η σεξουαλική βία δεν καταγγέλλεται».

Συστηματική εξέταση

Παρόλα αυτά για γυναίκες που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να καταγγείλουν μια επίθεση, όπως ο βιασμός, στην αστυνομία, υπάρχει μια άλλη εναλλακτική: Μπορούν να ζητήσουν εξακρίβωση του εγκλήματος σε μια εμπιστευτική εξέταση. Στο κρατίδιο του Βρανδεμβούργου ο Άλμπρεχτ είναι επικεφαλής ενός πιλοτικού μοντέλου ονόματι «Άμεση ιατρική βοήθεια και εμπιστευτική εξασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων μετά από βιασμό». Η συλλογή στοιχείων γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε το αποτέλσμα να μπορεί να αναγνωριστεί από το δικαστήριο σε περίπτωση που η γυναίκα αποφασίσει αργότερα να προσφύγει στη δικαιοσύνη. Τί ακριβώς γίνεται; Καταρχήν καταγράφονται οι κάθε είδους τραυματισμοί. Υπάρχει ένα ερωτηματολόγιο που συμπληρώνει ο γιατρός μαζί με τη γυναίκα που ήρθε στο εξωτερικό ιατρείο μετά από βιασμό. Εκτός από φωτογραφίες από πιθανούς τραυματισμούς, στα αποδεικτικά στοιχεία περιλαμβάνονται και τα εσώρουχα που φορούσε η γυναίκα. Αργότερα το ασθενοφόρο στέλνει αυτό το αποδεικτικό υλικό προς φύλαξη στην ιατροδικαστική υπηρεσία.

Λαμβάνονται επιχρίσματα για την εξασφάλιση δειγμάτων DNA από τον δράστη. «Εάν συμβεί εκσπερμάτιση στον κόλπο, πρωκτικά ή στο στόμα της γυναίκας, εντοπίζονται σπερματοζωάρια», εξηγεί ο Άλμπρεχτ. «Με βάση αυτά τα σπερματοζωάρια, μπορεί στη συνέχεια να γίνει ανάλυση DNA». Τα επιχρίσματα λαμβάνονται μόνο αφού η γυναίκα διηγηθεί τι συνέβη και μόνο εκεί, όπου είναι πραγματικά απαραίτητο. Σε περίπτωση στοματικού σεξ δεν λαμβάνεται επίχρισμα, εάν η εκσπερμάτιση έγινε στην κοιλιακή χώρα ή στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, λαμβάνεται υλικό με μπατονέτα. Σε περίπτωση που δεν έγινε εκσπερμάτιση, αλλά μόνο διείσδυση, λαμβάνεται παρόλα αυτά επίχρισμα με την ελπίδα ότι θα βρεθεί ξένο DNA από το δέρμα του πέους, αν και, όπως λέει ο Άλμπρεχτ, είναι δύσκολο. Ακόμη και τα νύχτα του θύματος εξετάζονται με την ελπίδα να βρεθεί DNA του δράστη.

Γιατί η εξέταση είναι σημαντική, ακόμη και χωρίς καταγγελία

Η εξασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων το συντομότερο δυνατό μετά από έναν βιασμό είναι σημαντική, επειδή βιολογικά υλικά, όπως το DNA, αλλοιώνονται γρήγορα από διαδικασίες του ίδιου του σώματος. «Εάν υπήρξαν τραυματισμοί στον κόλπο ως αποτέλεσμα σεξουαλικής βίας με διείσδυση, μπορούν να διαπιστωθούν κατά τη διάρκεια της εξέτασης» λέει η γυναικολόγος Λάια από το Βερολίνο, η οποία θέλει να την αποκαλούν μόνο με το μικρό της όνομα για να προστατεύσει την ιδιωτική ζωή των ασθενών της. «Μετά από μερικές ημέρες ή εβδομάδες αυτό δεν είναι πλέον δυνατό, επειδή οι βλεννογόνοι επουλώνονται γρήγορα». Τα στοιχεία μιας τέτοιες εμπιστευτικής έρευνας στο Βρανδεμβούργο φυλάσσονται καταρχήν για 10 χρόνια. Αλλά αποδεικτικά στοιχεία, όπως τα εσώρουχα, θα συσκευαστούν για να διατηρηθούν στην αρχική τους κατάσταση. Το υλικό DNA από τα δείγματα που λαμβάνονται αποξηραίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρηθεί επίσης για 10 χρόνια και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό υλικό ακόμα στο δικαστήριο εάν χρειαστεί.

«Η γυναικολογική εξέταση είναι ούτως ή άλλως μια ευαίσθητη στιγμή, πόσο μάλλον όταν η γυναίκα έχει βιώσει σεξουαλική βία», λέει η Λάια. Η ίδια δεν εργάζεται σε εξωτερικά ιατρεία όπου πηγαίνουν θύματα βιασμού, αλλά σε κανονικό γυναικολογικό ιατρείο. Αλλά και εκεί κάνει την εξέταση με ευαισθησία και σεβασμό στο πρόσωπο του θύματος. «Δεν αρκεί να βάλεις τη γυναίκα στην γυναικολογική καρέκλα και να της πεις τί γίνεται κάθε φορά, αλλά να της δώσεις την ευκαιρία να μπορεί να πει όχι, και να αποδεχθεί τους σωματικούς της περιορισμούς». Το ίδιο λέει και ο Άλμπρεχτ. «Μετά από έναν βιασμό, στην εξέταση η προσοχή εστιάζεται στην γυναίκα, το προσωπικό είναι εξειδικευμένο, συμπεριφέρεται με μεγάλη ευαισθησία, κι αν η γυναίκα θεωρήσει ότι όλο αυτό ξεπερνά τα όριά της, τότε δεν θα ληφθεί επίχρισμα». Τέσσερις έως έξι εβδομάδες μετά τον βιασμό, η γυναίκα πρέπει να επισκεφτεί τον γυναικολόγο της για τεστ εγκυμοσύνης κι άλλων μολυσματικών ασθενειών. Αλλά ακόμη και με τη εξασφάλιση όλων αυτών των αποδεικτικών στοιχείων στο κέντρο «Άμεση ιατρική βοήθεια και εμπιστευτική εξασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων μετά από βιασμό» δεν είναι παρά μόνο το πρώτο βήμα. Ακολουθεί η ψυχολογική υποστήριξη για τη σεξουαλική βία που υπέστη.

Κάρλα Μπλάικερ

Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ