Δεν είναι όμως απλά νούμερα, είναι ζωές που χάνονται. Ο αποχωρισμός είναι αβάσταχος και η πανδημία θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στις κοινωνικές εξελίξεις.«Σκεφτείτε: Με τον δικό του θάνατο, πεθαίνει κανείς. Με τον θάνατο των άλλων, πρέπει όμως να ζήσει». Άγνωστη σε ένα ευρύτερο ελληνικό κοινό, η εβραϊκής καταγωγής Γερμανίδα ποιήτρια Μάσα Μαλέκο, περιέγραφε ήδη στον Μεσοπόλεμο αυτό που βιώνουν χιλιάδες από την αρχή της πανδημίας: Τον θάνατο δικών τους ανθρώπων κλεισμένων στις εντατικές. Ένας μοναχικός, αργός, βασανιστικός θάνατος. Οι ιστορίες είναι πολλές, το μοτίβο το ίδιο.

600 χιλιόμετρα για να αποχαιρετήσει τον πατέρα της

«Είμαι σίγουρη ότι με ένιωσε στο πλάι του, ακόμη κι όταν του χάιδεψα το μέτωπο με πλαστικά γάντια». Η Κέρτσιν Β. (αλλαγμένο όνομα) ξεσπά σε κλάματα, όταν διηγείται τη σκηνή. Αυτές τις μέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από τον θάνατο του 83χρονου πατέρα της σε κλινική του Βερολίνου από κορωνοϊό. Η Κέρστιν ζει στο Ντίσελντορφ, οι γονείς της στο Βερολίνο. ΄Όταν πριν ένα χρόνο η οικογένεια δέχθηκε τηλεφώνημα από την κλινική, πως έφτανε η ώρα του θανάτου του και υπήρχε η δυνατότητα ενός τελευταίου αποχαιρετισμού, η Κέρστιν δεν δίστασε ούτε λεπτό. Το βράδυ μπήκε στο αυτοκίνητο με τον γιο της και έκανε τα 600 χιλιόμετρα, που τη χώριζαν από την εντατική. Ο πατέρας της εισήχθη στο νοσοκομείο με φυματίωση, αλλά κάποιος γιατρός πιθανότατα να τον κόλλησε. «Ο πατέρας μου είναι ένας από τους 100.000 νεκρούς στη Γερμανία», λέει. Και όσο περισσότερο διηγείται, τόσο μεγαλώνει ο πόνος. Αυτός ο καταραμένος ιός είναι διαβολεμένος. Οι άνθρωποι τον κολλούν κατά τύχη ή με απερισκεψία σε επαφές με τους άλλους. Αλλά ο καθένας πεθαίνει μόνος. Από χθες 100.000 νεκροί. Όπως ο πατέρας της Κέρστιν.Για το προσωπικό της κλινικής λέει τα καλύτερα λόγια. Για τον καθημερινό τους αγώνα σε συνθήκες δύσκολες. Πολλοί έχασαν τη ζωή τους. Για τους συναδέλφους τους, ο κορωνοϊός έχει μορφή, πρόσωπο, χαρακτηριστικά.

Η Γερμανία έχει χάσει 100.000 ανθρώπους στο διάστημα της πανδημίας. Κεντρική τελετή μνήμης έγινε αρχές Μαρτίου πρώτη φορά, στο προεδρικό μέγαρο, παρόντος του προέδρου της Δημοκρατίας Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ. Τότε οι νεκροί από την πανδημία ήταν 71.500. Μέσα Απριλίου, στην επόμενη τελετή στην άδεια αίθουσα συναυλιών στη Gendarmenmarkt του Βερολίνου, οι νεκροί είχαν φτάσει τους 80.000. «Είμαστε αποκαμωμένοι από το βάρος της πανδημίας και μας πονά η διαμάχη για το σωστό μονοπάτι. Γι αυτό χρειαζόμαστε μια στιγμή ανάπαυσης» είχε πει τότε ο Σταϊνμάιερ μιλώντας για μια «ανθρώπινη τραγωδία της πανδημίας». Οι δήμοι και κοινότητες έχουν ξεκινήσει να φυτεύουν δέντρα για καθένα νεκρό από κορωνοϊό. Ο Ντιρκ Πέσμαν, διευθυντής του Μουσείου Ταφικού Πολιτισμού στο Κάσελ, θεωρεί κατανοητό να δημιουργηθεί τόπος πένθους ανοιχτός για όλους. Αλλά δεν φτάνει. Πιστεύει ότι θα πρέπει να καθιερωθεί μια συγκεκριμένη ημερομηνία σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά «η πόλωση που παρατηρείται, δεν βοηθά στην πραγμάτωση τέτοιων ιδεών». Ο Πέσμαν και οι συνεργάτες του ερευνούν όλες τις πτυχές του θανάτου. «Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε μόνο τους 100.000 νεκρούς, αλλά αυτούς που πέθαναν ολομόναχοι στο πρώτο κύμα πανδημίας. Ή εκείνους τους καρκινοπαθείς, που η εγχείρηση αναβλήθηκε με αποτέλεσμα να πεθάνουν».

Αντίκτυπο στις κοινωνικές εξελίξεις

Η Πέτρα Μπαρ είναι θεολόγος της Ευαγγελικής Εκκλησίας. Για την πάστορα, κάθε θάνατος αντιπροσωπεύει μια ιστορία ζωής που τελείωσε. Ξέρει πολύ καλά πόσο χρόνο και κόπο αφιέρωσαν άλλοι πάστορες στην ποιμαντική φροντίδα κατά το πρώτο κύμα πανδημίας για να στηρίξουν όσους πενθούσαν και να τους βοηθήσουν να επιστρέψουν στην κανονική ζωή. Η Μπαρ αποκαλεί τους νέους αριθμούς νεκρών εξωφρενικούς. «Συνηθίσαμε σχεδόν να τους λαμβάνουμε υπόψη, αλλά η μνήμη είναι σημαντική, γιατί δεν είναι νούμερα, είναι άνθρωποι». Εκατό χιλιάδες. Και σε αντίθεση με τον πρώτο κύμα, όπου η πρόσληψη του θανάτου για τον καθένα εξ αυτών ήταν πιο έντονη, τώρα πεθαίνουν «έγκυες, μωρά, μητέρες, νεαροί πατεράδες. Βασικά αυτός ο θάνατος, που φαίνεται να μας ενδιαφέρει όλο και λιγότερο, συνδέεται με πολύ περισσότερες επιπτώσεις, με πολύ περισσότερο πόνο και ταλαιπωρία και καταστρέφει ζωές και βιογραφίες».

Όλα αυτά θα αλλάξουν τη χώρα. «Η πανδημική κρίση θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στις κοινωνικές εξελίξεις» υποστηρίζει ο ιστορικός Ντίτμαρ Πράισλερ ξεκινώντας από τους εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους από πανούκλα το μεσαίωνα μέχρι την ισπανική γρίπη του 1918/19, «που επίσης επηρέασαν την κοινωνία. Η πανδημία θα επηρεάσει την ιστορία». Η Πέτρα Μπαρ λέει και κάτι πολύ χαρακτηριστικό. Ότι είναι πολύ δύσκολο να αντέξει κανείς τις μεγάλες διαφορές στον τρόπο αντίδρασης. Από τη μια πλευρά βρίσκονται εκείνοι που ξεπερνούν τα όρια φυσικής αντοχής και δίνουν τα πάντα για να σώσουν τη ζωή των άλλων, και από την άλλη πλευρά εκείνοι που καταπιέζουν την πραγματικότητα, θέλουν να επιστρέψουν στην κανονικότητα και συνωστίζονται στις πολυσύχναστες πόλεις. «Δυστυχώς τίποτα δεν έχει τελειώσει με τον κορωνοϊό» λέει η Πέτρα λυπημένη, «ακόμη κι αν η πολιτική το αποφάσισε. Αυτός ο ιός είναι ασταμάτητος».

Κρίστοφ Στρακ

Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ