«Άμυνα έπαιξαν» οι υποψήφιοι για την καγκελαρία στην προεκλογική τηλεμαχία της Κυριακής, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές. Ωστόσο, δεν έλειψαν οι συναρπαστικές στιγμές.O Άρμιν Λάσετ για τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU), o Όλαφ Σολτς για τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) και η Αναλένα Μπέρμποκ από το Κόμμα των Πρασίνων έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό στην τηλεμαχία. Αλλά ήταν πράγματι αυτό που είδαμε ο καλύτερός τους εαυτός; Μετά τις τελευταίες δημοσκοπήσεις που έδειχναν ισχνό προβάδισμα του SPD απέναντι στην CDU και τους Πράσινους, ήταν δεδομένο ότι Λάσετ και Μπέρμποκ θα έπρεπε να «τα δώσουν όλα» για να καλύψουν το χαμένο έδαφος. Και οι δύο άρχισαν με επιθετική διάθεση. Αλλά η Μπέρμποκ φάνηκε πιο συγκροτημένη και σαφώς καλύτερη από τις πρώτες συνεντεύξεις που είχε δώσει μόλις έλαβε το «χρίσμα» των Πρασίνων. Για μια στιγμή ο σοσιαλδημοκράτης Σολτς φάνηκε να αιφνιδιάζεται, αλλά γρήγορα ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του. Και οι τρεις υποψήφιοι είχαν τις αδυναμίες τους, αλλά και τις καλές τους στιγμές.

Παράδειγμα η συζήτηση για τις τελευταίες εξελίξεις στο Αφγανιστάν: Ο Άρμιν Λάσετ παραδέχθηκε ότι τα όσα έγιναν ήταν «μία καταστροφή» για τη γερμανική κυβέρνηση και πρότεινε να ιδρυθεί Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας που θα υπάγεται στην καγκελαρία και θα συντονίζει στο μέλλον πιο αποτελεσματικά παρόμοιες αποστολές. Παράλληλα, επέκρινε έντονα τον σοσιαλδημοκράτη Σολτς, λέγοντας ότι ως υπουργός Οικονομικών καθυστερούσε τη χρηματοδότηση για την ανάπτυξη μη επανδρωμένων αεροσκαφών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τις γερμανικές δυνάμεις (και) στο Αφγανιστάν. Από την πλευρά του ο Σολτς απέρριψε την κριτική, αναφέροντας ότι στη διάρκεια της θητείας του αυξήθηκε ο αμυντικός προϋπολογισμός, ενώ υπενθύμισε ότι «θα χρειαστεί και στο μέλλον να συμμετάσχουμε σε διεθνείς στρατιωτικές αποστολές υπό την αιγίδα του ΟΗΕ ή του ΝΑΤO». Όσο για την Αναλένα Μπέρμποκ επέκρινε τα δύο κόμματα εξουσίας για την αποτυχία τους να απεγκλωβίσουν εγκαίρως περισσότερους αμάχους από την Καμπούλ, αλλά απέφυγε να απαντήσει στο ερώτημα εάν το κόμμα της υποστηρίζει την ανάπτυξη μη επανδρωμένων αεροσκαφών.

Στο μείζον θέμα της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων ο χριστιανοδημοκράτης Λάσετ προτίμησε τις γενικόλογες διατυπώσεις, διαβεβαιώνοντας ότι πρέπει «να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ανακαλέσουμε τα περιοριστικά μέτρα, καθώς θα μειώνονται ο αριθμός των κρουσμάτων». Κινητά συνεργεία εμβολιασμού ζήτησε η υποψήφια των Πρασίνων, ενώ ο σοσιαλδημοκράτης αντικαγκελάριος ανέφερε ότι με τη σημερινή επιδημιολογική εικόνα «μπορούμε να πούμε πως δεν θα χρειαστεί νέο λόκ-νταουν». Οι επίμονες δημοσιογραφικές ερωτήσεις προκάλεσαν πιο συγκεκριμένες απαντήσεις: «Ναι» στη χρήση προστατευτικής μάσκας στα μέσα μαζικής μεταφοράς και από τους τρεις υποψηφίους. «Ναι» από τους τρεις σε μία σχολική σεζόν με φυσική παρουσία, με την «Πράσινη» Μπέρμποκ να διατυπώνει πιο εμφατικά από όλους αυτό το αίτημα.

Περιβαλλοντική νομοθεσία, αλλά με ποιο κόστος;

Κεντρική θέση στον προεκλογική αγώνα κατέχει η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Απαντώντας στο ερώτημα ποιά θα ήταν τα πρώτα μέτρα που θα λάμβανε ως καγκελάριος, η Αναλένα Μπέρμποκ ανέφερε την επέκταση των φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων σε ιδιωτικές κατοικίες, την επιτάχυνση της απολιγνιτοποίησης και τη δέσμευση ότι «το 2% της επικράτειας θα αξιοποιηθεί για την εγκατάσταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας». Ιδιαίτερα συγκροτημένη φάνηκε η πρότασή της για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης στην αυτοκινητοβιομηχανία. Έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έδωσε ο Όλαφ Σολτς, εκφράζοντας την αγανάκτησή του για το ότι «μία άδεια για ανεμογεννήτριες στη Γερμανία απαιτεί σήμερα έξι χρόνια, αντί για έξι μήνες».

Μείωση γραφειοκρατίας και επίσπευση των προβλεπόμενων διαδικασιών υποσχέθηκε και ο Λάσετ, κατηγορώντας τους «Πράσινους» ότι καταφεύγουν σε γενικόλογες διακηρύξεις, ενώ παράλληλα, στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος, απεργάζονται γραφειοκρατικά αντικίνητρα και απαγορεύσεις που εμποδίζουν την επιχειρηματικότητα. Κατόπιν όλων αυτών τέθηκε το ερώτημα «ποιος θα πληρώσει για όλα αυτά», χωρίς να ακολουθήσουν σαφείς απαντήσεις. Αν και δέχθηκε σχετικό ερώτημα, η Αναλένα Μπέρμποκ απέφυγε επιμελώς να κάνει λόγο για οικολογικό φόρο στα καύσιμα- σε αντίθεση με παλαιότερες συνεντεύξεις, που της είχαν «στοιχίσει» στις δημοσκοπήσεις.

Σολτς: Θα αυξήσουμε τους φόρους

Μεγάλη έκταση έλαβε η συζήτηση για την οικονομία, τη φορολογική πολιτική και τη δίκαιη κατανομή των εισοδημάτων σε μία κρίσιμη δημοσιονομική συγκυρία, καθώς ο κρατικός προϋπολογισμός έχει επιβαρυνθεί με πρόσθετες δαπάνες δισεκατομμυρίων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας. Σε μία εξαιρετικά ειλικρινή προεκλογική τοποθέτηση ο σοσιαλδημοκράτης Σολτς ξεκαθάρισε πως όχι μόνο «δεν είναι ώρα για μειώσεις φόρων όπως εξαγγέλλουν οι Χριστιανοδημοκράτες», αλλά αντιθέτως απαιτείται μία λελογισμένη αύξηση της φορολογίας «για όσους κερδίζουν περισσότερα χρήματα, όπως εγώ για παράδειγμα», με τον Χριστιανοδημοκράτη Λάσετ να αντιτείνει ότι «σημασία δεν έχει το ύψος του φορολογικού συντελεστή, αλλά το σύνολο των φορολογικών εσόδων», κατά συνέπεια δεν πρέπει να επιβαρύνονται οι μικρομεσαίες και οικογενειακές επιχειρήσεις. Υψηλότερους φόρους ζητεί και η Αναλένα Μπέρμποκ, επιχειρηματολογώντας, όπως το συνηθίζει, «όχι μόνο ως πολιτικός, αλλά και ως μητέρα». «Δεν μπορώ να δεχθώ ότι ένα στα πέντε παιδιά στη Γερμανία ζει στα όρια της φτώχειας» δήλωσε η υποψήφια των Πρασίνων σε μία από τις συναισθηματικά πιο φορτισμένες στιγμές της τηλεμαχίας.

Αριστερή πλειοψηφία κόντρα στους Χριστιανοδημοκράτες;

Το ερώτημα για πιθανές μετεκλογικές συνεργασίες τέθηκε προς το τέλος της δίωρης συζήτησης και έκρυβε μία απολύτως αναμενόμενη παγίδα για τον Όλαφ Σολτς: Θα συνεργαστεί το SPD με το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke), αν αυτό κριθεί απαραίτητο για τη διασφάλιση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας; Επί 30 χρόνια το ερώτημα αυτό παραμένει μία «καυτή πατάτα» για έναν σοσιαλδημοκράτη σε προεκλογικό αγώνα, καθώς πολλοί Γερμανοί ψηφοφόροι ταυτίζουν ακόμη και σήμερα το Κόμμα της Αριστεράς με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ανατολικής Γερμανίας. Κάποιοι σοσιαλδημοκράτες έχουν χάσει εκλογές γιατί δεν ήθελαν να αποκλείσουν μία μετεκλογική συνεργασία με την Αριστερά (ή δεν μπορούσαν, για να μην δυσαρεστήσουν την αριστερή πτέρυγα του κόμματός τους). Ο Όλαφ Σολτς αντιπαρήλθε την ανάκριση με παροιμιώδη ψυχραιμία, αλλά είναι βέβαιο ότι το ερώτημα θα τον καταδιώκει μέχρι την ημέρα των εκλογών.

Ισχυρό «τηλεοπτικό δίδυμο» στην παρουσίαση

Εξαιρετικές εντυπώσεις άφησαν οι δύο δημοσιογράφοι που συντόνισαν την τηλεμαχία της Κυριακής. Έκαναν σύντομες ερωτήσεις ζητώντας σύντομες απαντήσεις και δεν ακολούθησαν την ανιαρή τακτική του «χρονόμετρου», αλλά διέκοπταν αμέσως τον υποψήφιο όταν έδινε την εντύπωση ότι αλλάζει θέμα ή μακρηγορεί και έκαναν πολλές φόλοου-απ ερωτήσεις. Επιπλέον διευκόλυναν την αντιπαράθεση των απόψεων και την καταγραφή των αντιθέσεων, καταμετρώντας ωστόσο κάθε τόσο τον τηλεοπτικό χρόνο των υποψηφίων για να μην γίνονται αδικίες.

Για όσους δεν γνωρίζουν τους δύο δημοσιογράφους: Πρεσβύτερος ήταν ο Πέτερ Κλέπελ, στα 62 του χρόνια ο καλύτερος άνκορμαν της ιδιωτικής τηλεόρασης κατά γενική ομολογία. Πρόσφατα είχε αποσπάσει εύσημα όταν, την ώρα που παρουσίαζε το δελτίο ειδήσεων του RTL έγινε διακοπή ρεύματος στο στούντιο, αλλά εκείνος συνέχισε ατάραχος την παρουσίαση, επιστρατεύοντας τον φωτισμό του …κινητού τηλεφώνου για να συμβουλευτεί τις σημειώσεις του. Μαζί του στην τηλεμαχία της Κυριακής ήταν η Πινάρ Αταλάι, δημοφιλής παρουσιάστρια με τουρκική καταγωγή, η οποία για επτά χρόνια παρουσίαζε το βραδινό δελτίο ειδήσεων στο πρώτο κανάλι της γερμανικής τηλεόρασης (ARD), αλλά το καλοκαίρι πήρε μετεγγραφή για το RTL. Στα μέσα Σεπτεμβρίου αναμένεται η επόμενη τηλεμαχία με τους τρεις υποψηφίους, αυτή τη φορά στη δημόσια τηλεόραση.

Γιάννης Παπαδημητρίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ