Και στη Γερμανία επικρατεί η αντίληψη ότι οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Μία νέα έρευνα διαφοροποιεί τα δεδομένα, χωρίς να τα ανατρέπει εντελώς.Πόσο πλούσιοι είναι οι Γερμανοί; Αυξάνεται η ψαλίδα μεταξύ πλούσιων και φτωχών; Υπάρχουν ευκαιρίες για κοινωνική και εισοδηματική ανέλιξη; Πολλές έρευνες πραγματεύονται αυτά τα ερωτήματα και συχνά καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι διευρύνεται η ψαλίδα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Ωστόσο, σε διαφορετικά ή μάλλον λιγότερο κατηγορηματικά συμπεράσματα καταλήγει μία νέα έρευνα, την οποία υπογράφουν τρεις νέοι Γερμανοί οικονομολόγοι. Πρόκειται για τον Μόριτς Σκουλάρικ, ερευνητή στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, τον Τίλο Άλμπερς, λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου και την Σαρλότε Μπάρτελς από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW) με έδρα επίσης στο Βερολίνο.

Η επίδραση των δύο παγκοσμίων πολέμων

Οι τρεις οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι ολοκλήρωσαν την πρώτη συστηματική έρευνα για την εξέλιξη και διακύμανση των περιουσιακών στοιχείων στη Γερμανία από το 1895 μέχρι σήμερα. Ένα από τα κύρια συμπεράσματά τους: Οι Γερμανοί είναι πιο πλούσιοι απ΄ότι και οι ίδιοι πιστεύουν και μάλιστα κατά …4.000 δισεκατομμύρια ευρώ! Ελλειπή στοιχεία εμπόδιζαν μία αξιόπιστη εκτίμηση για τα περιουσιακά στοιχεία στη Γερμανία τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ πολλά ακίνητα είχαν υποτιμηθεί ως προς την αγοραία αξία τους. Σημαίνει όμως αυτό ότι οι πλούσιοι γίνονται συνεχώς πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι; «Εξαρτάται από το χρονικό διάστημα που εξετάζουμε» είναι η σωστή απάντηση. Από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα πάντως, οι αλλαγές είναι εντυπωσιακές.

Το 1895 το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού κατείχε το 50% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων στη Γερμανία. Σήμερα κατέχει το 25%. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τις απώλειες αυτές των οικονομικά ισχυρότερων. Μεγάλες περιουσίες καταστράφηκαν στον πρώτο ή στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ακίνητα, μετοχές και ομόλογα μπορεί να έχασαν αξία στη διάρκεια του μεσοπολέμου. Είχε προηγηθεί ο υπερπληθωρισμός στις αρχές της δεκαετίας του ´20. Επιπλέον, η διεθνής οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του ΄30 οδήγησε σε πτώχευση πολλές μεγάλες επιχειρήσεις.

Στη μεταπολεμική Γερμανία ραγδαία αναδιανομή εισοδημάτων επέφερε ο «νόμος για τον επιμερισμό των οικονομικών βαρών» (Lastenausgleichsgesetz) που ψηφίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ´50 και όριζε ότι όποιος είχε καταφέρει να διασώσει σημαντική περιουσία στη διάρκεια των δύο μεγάλων πολέμων, όφειλε τώρα να συνεισφέρει το ήμισυ αυτής σε ένα ειδικό ταμείο για την οικονομική ανακούφιση εκείνων, που έχασαν τα πάντα στη διάρκεια του πολέμου. Μετά την εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου η Γερμανία ήταν μία από τις χώρες με τις λιγότερες εισοδηματικές ανισότητες, παγκοσμίως.

Ευκαιρίες για τη μεσαία τάξη

Τα τελευταία 70 χρόνια παρατηρείται κάποια διαφοροποίηση. Οι πλούσιοι εξακολουθούν να γίνονται πλουσιότεροι, αλλά και η μεσαία τάξη αξιοποιεί ευκαιρίες πλουτισμού. Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, γιατί στην περίοδο 1950-1980 όλο και περισσότεροι αποκτούν ακίνητη περιουσία, για να επωφεληθούν στη συνέχεια από τη ραγδαία άνοδο στις τιμές των ακινήτων. Σήμερα οι εισοδηματικές ανισότητες είναι σαφώς λιγότερες σε σχέση με την εποχή πριν από τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε απόλυτες τιμές η περιουσία ενός γερμανικού νοικοκυριού ανέρχεται σε 420.000 ευρώ, κατά μέσο όρο.

Όμως, προσοχή: Η διάμεση (median) τιμή, δηλαδή η τιμή που προκύπτει όταν ακριβώς το 50% των ταξινομημένων μεγεθών βρίσκεται πάνω από τη διάμεσο και το άλλο 50% βρίσκεται κάτω από τη διάμεσο, είναι μόλις 120.000 ευρώ. Αυτό τι σημαίνει; Ότι τα περιουσιακά στοιχεία είναι άνισα κατανεμημένα με το πιο εύπορο 50% του πληθυσμού να επωφελείται περισσότερο. Αν μάλιστα εστιάσουμε αποκλειστικά στο λιγότερο εύπορο 50% του γερμανικού πληθυσμού, θα διαπιστώσουμε ότι σήμερα η μέση περιουσία του δεν ξεπερνά τις 20.000 ευρώ κατά μέσο όρο, ενώ το ίδιο συνέβαινε και στα τέλη της δεκαετίας του ´70, σε αποπληθωρισμένες τιμές.

Αυτό σημαίνει ότι το πραγματικό εισόδημα στη συγκεκριμένη ομάδα πληθυσμού δεν έχει αυξηθεί, με αποτέλεσμα να είναι ουσιαστικά αδύνατη η αποταμίευση. Αλλά και όταν γίνεται αποταμίευση, κατευθύνεται περισσότερο σε τραπεζικά βιβλιάρια ή ασφάλειες ζωής και όχι σε ακίνητα ή μετοχές, με αποτέλεσμα οι αποδόσεις να είναι πολύ μικρότερες για το λιγότερο εύπορο 50% του πληθυσμού. Κατά συνέπεια η συμμετοχή του στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων έχει μειωθεί από 5% στο 3%. Αντιθέτως, το πιο εύπορο 50% έχει διπλασιάσει την περιουσία του τα τελευταία 25 χρόνια. Από αυτή την άποψη, είναι γεγονός: Η ψαλίδα μεταξύ πλούσιων και φτωχών πράγματι διευρύνεται.

Ίνσα Βρέντε

Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ