Υπό την ηγεσία της Αναλένα Μπέρμποκ η γερμανική διπλωματία δίνει προτεραιότητα στα φεμινιστικά στοιχεία της εξωτερικής πολιτικής. Δεν λείπουν όμως και οι αντιδράσεις.«Όσο οι γυναίκες δεν αισθάνονται ασφάλεια, κανείς δεν αισθάνεται ασφάλεια». Αυτή είναι μία από τις φράσεις που η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ περιλαμβάνει στις «κατευθυντήριες γραμμές» της για μία φεμινιστική διάσταση στην εξωτερική πολιτική. Η ίδια λέει ότι για πρώτη φορά άκουσε τη φράση αυτή από μία μητέρα στην Ουκρανία μετά από επίθεση των Ρώσων. Έκτοτε την επαναλαμβάνει σε άλλα συμφραζόμενα, όπως έκανε πρόσφατα σε ένα χωριό της Νιγηρίας, μετά από επίθεση της ισλαμιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης Μπόκο Χαράμ.

Σε όλα τα ταξίδια της Μπέμποκ στο εξωτερικό η ενημέρωση για τα δικαιώματα και την καθημερινότητα των γυναικών αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του προγράμματος, κάτι που δεν προκαλεί πάντα θετικές αντιδράσεις. Το περασμένο φθινόπωρο, στη διάρκεια επίσκεψης στο Τατζικιστάν, η Μπέρμποκ ζήτησε να επισκεφθεί και ένα κέντρο υποδοχής κακοποιημένων γυναικών. Η επιθυμία αυτή προκάλεσε έκπληξη στον Τατζίκο ομόλογό της Βλάντιμιρ Νάροφ, ο οποίος ζήτησε να έρθει μαζί της. Αλλά εκείνη του εξήγησε ότι «αυτό δεν γίνεται, γιατί οι γυναίκες πρέπει να μιλούν ανοιχτά μεταξύ τους, χωρίς την παρουσία ανδρών και δη εκπροσώπων της κυβέρνησης».

Ισότιμη μεταχείριση για όλους

Οι νέες κατευθυντήριες γραμμές για μία φεμινιστική εξωτερική πολιτική αποβλέπουν στη βελτίωση της κατάστασης των γυναικών σε όλον τον κόσμο. Αλλά όχι μόνο των γυναικών. Στόχος, όπως λέει η Αναλένα Μπέρμποκ, είναι «αυτό που θα έπρεπε να λογίζεται αυτονόητο στον 21ο αιώνα: να απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι τα ίδια δικαιώματα, τις ίδιες ελευθερίες και τις ίδιες ευκαιρίες, ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας, οικογενειακής προέλευσης, εμφάνισης ή σεξουαλικού προσανατολισμού».

Τον ίδιο στόχο έχει θέσει και η υπουργός Αναπτυξιακής Βοήθειας Σβένια Σούλτσε από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD). «Μέσω της αναπτυξιακής βοήθειας θέλουμε να συμβάλλουμε στην αντιμετώπιση της πείνας και της φτώχειας σε όλον τον κόσμο», επισημαίνει η ίδια. «Θέλουμε να κάνουμε τις κοινωνίες πιο δίκαιες και για να γίνει αυτό δεν μπορούμε να αγνοούμε το δυναμικό των γυναικών, που αποτελούν το ήμισυ της ανθρωπότητας».

Η φεμινιστική διάσταση στην εξωτερική πολιτική εδράζεται σε τρεις προτεραιότητες: ίσα δικαιώματα, ίσοι πλουτοπαραγωγικοί πόροι και ίση εκπροσώπηση για τις γυναίκες και άλλες πληθυσμιακές ομάδες που σήμερα τελούν υπό δυσμένεια. Μέχρι το τέλος της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου το υπουργείο Εξωτερικών θέλει να διασφαλίσει ότι στο 85% των επιδοτήσεων για ποικίλα προγράμματα θα συνυπολογίζεται και η ισότητα των φύλων ως κριτήριο επιλεξιμότητας.

Μεγάλη πρόοδος, μεγάλες διαφορές

Τι σημαίνει αυτό για την Αφρική, για παράδειγμα; H Οτίλια Μαουτγκανίτζε, ερευνήτρια του νοτιοαφρικανικού Κέντρου Μελετών για τη Διεθνή Ασφάλεια (ISS) με έδρα την Πρετόρια, βλέπει μόνο θετικά στοιχεία. «Οι φεμινιστικές στρατηγικές είναι χρήσιμες και στην Αφρική», λέει. «Όπως συμβαίνει και στον υπόλοιπο κόσμο, η πλειονότητα του πληθυσμού στην Αφρική είναι γυναίκες. Παραμένουν ευάλωτες και έρχονται αντιμέτωπες με πατριαρχικές δομές και άλλα ζητήματα που τις επηρεάζουν. Χρειάζονται συγκεκριμένες πολιτικές και στρατηγικές, που θα ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες τους».

Πάντως η εικόνα δεν είναι ενιαία σε όλη την Αφρική. Όπως επισημαίνει η Γκρέις Μπούνκου από το Africa Policy Research Institute στο Βερολίνο, «η Κένυα και η Νότια Αφρική έχουν προχωρήσει στη συνταγματική κατοχύρωση μέτρων για μία πιο ισότιμη εκπροσώπηση των γυναικών», ενώ αυτό δεν συμβαίνει σε άλλες χώρες. Στο Πράσινο Ακρωτήριο το 38% των βουλευτών είναι γυναίκες, ενώ στη Νιγηρία μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Αλλά η ανάγκη παρεμβάσεων δεν περιορίζεται στη σφαίρα της πολιτικής. Είναι πολλά τα κακώς κείμενα. Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) μία στις τρεις γυναίκες στην Αφρική έχει υποστεί κακοποίηση από τον σύντροφό της (ή τον πρώην σύντροφό της). Σε πολλές αφρικανικές χώρες συνηθίζονται οι αναγκαστικοί γάμοι ανηλίκων. Σύμφωνα με τη UNICEF στη Γουϊνέα και στη Σομαλία το 90% των γυναικών μεταξύ 15 και 49 ετών έχει υποστεί ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων.

Το επίμαχο ζήτημα των αμβλώσεων

Μία «φεμινιστική εξωτερική πολιτική» μπορεί να παρεμβαίνει, αλλά δεν συναντά πάντοτε ανοιχτές πόρτες, επισημαίνει η Γκρέις Μπούνκου. «Αν αναλογιστούμε το αποικιοκρατικό παρελθόν, τις φυλετικές ιεραρχίες, αλλά και τις ισορροπίες δυνάμεων ανάμεσα στη Γερμανία και άλλες χώρες, αυτή η πολιτική θα παρακολουθείται στενά και σε μερικές περιπτώσεις θα απορρίπτεται από ένα κομμάτι της κοινωνίας».

Αυτό συμβαίνει κατ' εξοχήν στη διεκδίκηση δικαιωμάτων που συνδέονται με τη σεξουαλικότητα και την αναπαραγωγή. Για παράδειγμα το γερμανικό υπουργείο Αναπτυξιακής Βοήθειας θέλει να διευκολύνει την πρόσβαση των γυναικών, αλλά και τον νεαρών κοριτσιών, σε μία ασφαλή άμβλωση. Όπως τονίζει η Οτίλια Μαουτγκανίτζε «σε αυτό το ζήτημα υπάρχουν διαφορετικές απόψεις μεταξύ των αφρικανικών χωρών και των Αφρικανών ηγετών. Σε κάποιες χώρες αναγνωρίζεται το δικαίωμα στην άμβλωση. Εκεί που οι αμβλώσεις δεν επιτρέπονται, θα προκληθούν σημαντικές αντιδράσεις».

Ένα ακόμη διαμφισβητούμενο ζήτημα είναι τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, τα οποία επίσης περιλαμβάνονται στην ατζέντα μίας φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής. Όμως σε πολλές αφρικανικές χώρες η ομοφυλοφιλία αποτελεί ποινικό αδίκημα. Μάλιστα στη Γκάνα ένας νέος νόμος προβλέπει ποινές φυλάκισης έως δέκα ετών για τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Αλλά και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 80% των Αφρικανών εκφράζουν αρνητική γνώμη για τους ομοφυλόφιλους. «Πρέπει να περάσουν πολλές γενιές ακόμη για να αλλάξουν οι κοινωνικές αντιλήψεις που επικρατούν, άλλωστε το ίδιο συνέβη και στη Γερμανία», λέει η Γκρέις Μπούνκου. «Θα πρέπει να γνωρίζει λοιπόν η γερμανική κυβέρνηση ότι η νέα στρατηγική που ακολουθεί θα μπορούσε να εκληφθεί ως αμφισβήτηση των κοινωνικών και πολιτιστικών προτύπων που επικρατούν».

«Δεν είμαστε ιεραπόστολοι»

Η Αναλένα Μπέρμποκ φαίνεται να αντιλαμβάνεται το πρόβλημα. Παρουσιάζοντας τις κατευθυντήριες γραμμές μίας «φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής» στο υπουργείο Εξωτερικών, δηλώνει ότι δεν εμφορείται από ιεραποστολικό ζήλο. Αναγκάζεται όμως να διαπιστώσει ότι υπάρχουν αντιδράσεις ακόμη και εντός του κυβερνητικού συνασπισμού, όταν η ίδια καλεί την Ομοσπονδιακή Βουλή να εκφράσει, συμβολικά, την «υποστήριξή» της. Το συγκυβερνών Κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP) ξεκαθάρισε ότι δεν επιθυμεί να γίνει σχετική συζήτηση.

Αλλά και η χριστιανοδημοκρατική αντιπολίτευση ασκεί κριτική στην Αναλένα Μπέρμποκ, καλώντας την να αποφύγει τις «κραυγαλέες εξαγγελίες» και να προχωρήσει σε συγκεκριμένες πράξεις. Ως παράδειγμα, ο συντηρητικός βουλευτής Γιούργκεν Χαρντ αναφέρει το ζήτημα του Ιράν. Όπως επισημαίνει, «εάν η κυβέρνηση είχε πάρει άμεση και ξεκάθαρη θέση υπέρ των γυναικών που βγαίνουν στους δρόμους στο Ιράν, τότε θα μας έδειχνε τι σημαίνει μία πραγματική φεμινιστική πολιτική στην πράξη».

Ροζάλια Ρομάνιετς

Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ