Συνέντευξη του συγγραφέα Γιώργου Λεονταρίτη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «ο Γιάννης Μαρής κι η εποχή του», από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ.

Ο Γιάννης Μαρής ήταν δημοσιογράφος και συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Αγαπήθηκε από το αναγνωστικό κοινό και είδε τα έργα του να διασκευάζονται και να παίζονται στον ελληνικό κινηματογράφο. Αν και έχουν περάσει τριάντα τέσσερα χρόνια από τον θάνατό του το έργο του ενδιαφέρει ακόμη τους κριτικούς. Γι’ αυτό και προσεγγίσαμε τον Γιώργο Λεονταρίτη που έγραψε μια μελέτη για τον Γιώργο Μαρή.

 

 

 

 

 

Ερ: Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε το βιβλίο «Ο Γιάννης Μαρής κι η εποχή του», εκδόσεις ΑΓΡΑ;

 

 

 

Απ: Ο εκδότης της «Άγρας» κ. Σταύρος Πετσόπουλος, ο οποίος βγάζει σε βιβλία τώρα, τα έργα του Γιάννη Μαρή, μέσα από τόμους εφημερίδων και περιοδικών, πού δεν είχαν «κυκλοφορήσει» από τον «Πεχλιβανίδη», είχε την ιδέα. Ήθελε κάποιον, πού να μπορεί να δώσει την εικόνα του «ανθρώπου» Μαρή, να μάθουν οι φανατικοί αναγνώστες του, πώς ήταν, δηλαδή, ο συγγραφέας σαν άνθρωπος, στην καθημερινή ζωή του. Φοβούμαι, πως είμαι ο μόνος… επιζών απ’ όσους τον γνώρισαν από πολύ κοντά. Κι έτσι, δέχτηκα την πρόταση.

 

 

 

Ερ:Πότε γνωρίσατε  από κοντά τον Γιάννη Μαρή; Πώς ήταν ο άνθρωπος Γιάννης Μαρής;

 

Απ: Γνώρισα από κοντά  τον Γιάννη Μαρή, το 1960. Ήταν τότε αρχισυντάκτης στο περιοδικό «Πρώτο», που έβγαζε ο εκδότης της «Ακροπόλεως» Νάσος Μπότσης. Σιγά-σι, σιγά, άρχισα, πολύ νεαρός, να συνεργάζομαι με το περιοδικό. Αργότερα στην «Ακρόπολη», όχι μόνο βρέθηκα πολύ κοντά στον Μαρή, που με τιμούσε με την αγάπη και την φιλία του, αλλά τον βοήθησα και σε μεγάλες δημοσιογραφικές έρευνες. Σαν άνθρωπος, ήταν πρόσχαρος, καλοσυνάτος, πολύ μορφωμένος, γνώριζε την Ιστορία σε βάθος όσο λίγοι, και μετριοπαθής. Μιλούσε πάντοτε με επιχειρήματα και δεν του άρεσαν οι οξύτητες. Γι’ αυτό, φίλοι του ήσαν άνθρωποι των πιο διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων. Ήξεραν , ότι είναι τίμιος και αντικειμενικός.

 

 

 

Ερ: Από πότε αρχίζει  ο Γιάννης Μαρής να δημοσιεύει αστυνομικές ιστορίες;

 

Απ: Το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα, το περίφημο «Έγκλημα στο Κολωνάκι», άρχισε να δημοσιεύεται σε συνέχειες στο περιοδικό «Οικογένεια», το 1953.

 

 

 

Ερ: Γιατί τα μυθιστορήματά του γίνονταν ανάρπαστα;

 

Απ: Τα μυθιστορήματά του γίνονταν ανάρπαστα, διότι κατείχε την τέχνη με απλή καθημερινή γλώσσα, χωρίς «βαρύγδουπο λογοτεχνικό περιτύλιγμα», να κερδίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, με την πλοκή, το μυστήριο, αλλά κα το γνήσιο «σκηνικό» της δεκαετίας –κυρίως- του 1950 και 1960.

 

 

 

Ερ: Μετά τον θάνατό του κρίθηκε ως εμπορικός συγγραφέας. Σήμερα όλοι αναγνωρίζουν το έργο του. Πώς έγινε αυτή η μεταστροφή;

 

Απ: Δεν νομίζω ότι έγινε καμία «μεταστροφή». Πάντοτε αναγνώριζαν το έργο του, και ήταν «εμπορικός», από την άποψη, ότι οι εκδότες ήξεραν ότι τα βιβλία του πουλάνε και οι κινηματογραφικοί παραγωγοί, τον παρακαλούσαν να τους δώσει σενάρια.

 

 

 

Ερ: Στις αστυνομικές ιστορίες κυριαρχεί η μορφή του αστυνόμου Μπέκα. Ποια είναι η ομοιότητά του με τον επιθεωρητή Μαιγκρέ του Σιμενόν;

 

Απ: Η ομοιότητα μεταξύ Μπέκα και Μαιγκρέ, είναι ότι και οι δύο  δεν κινούνται μέσα στη Χολιγουντιανή ψευτιά και κακογουστιά των διαφόρων «Τζαίημς Μποντ». Δεν χρησιμοποιούν όπλα και ακροβατικές ικανότητες, ούτε είναι γόητες για να ικανοποιηθούν οι σκηνοθετικές ανάγκες, πού θέλουν γύρω από τον ήρωα να πρωταγωνιστούν εκρηκτικές γόησσες. Είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι κρατικοί υπάλληλοι, πού χρησιμοποιούν το μυαλό τους, για να λύσουν τα μυστήρια.

 

 

 

Ερ: Διάβαζε ο Γιάννης Μαρής αστυνομικά μυθιστορήματα;

 

Απ: Ο Μαρής δεν διάβαζε ιδιαίτερα, αστυνομικά μυθιστορήματα. Βέβαια, είχε διαβάσει κατά καιρούς Σιμενόν, Αγκάθα Κρίστι, περισσότερο όμως του άρσε ο Γκράχαμ Γκρην.

 

 

 

Ερ: Τα βιβλία του μεταφέρθηκαν και στην κινηματογραφική οθόνη. Ήταν ικανοποιημένος για την κινηματογραφική τους μεταφορά;

 

Απ: Δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος από τον τρόπο που μεταφέρθηκαν στην οθόνη πολλά μυθιστορήματά του. Οι σκηνοθέτες προτιμούσαν να κάνουν « το δικό τους» κι όταν δεν άκουγαν τις συμβουλές του θύμωνε. Χαλούσε για μέρες η διάθεσή του. Λίγα έργα του δεν προδόθηκαν στην οθόνη. Κυρίως, εκεί πού ο ίδιος  είχε άμεση επίβλεψη. Παράδειγμα: «Έγκλημα στο Κολωνάκι», «Ο άνθρωπος του τρένου» «Μωρό μου» και κάποια άλλα.

 

 

 

 

 

Ερ: Στις συμβουλές που δίνει ο Γιάννης Μαρής στους επίδοξους συγγραφείς λέει ότι «Πρώτα θα συλλάβεις τη λύση της όλης ιστορίας» και έπειτα να ξέρεις «πού πηγαίνεις, πού καταλήγεις και γιατί». Συμφωνείτε με τις επισημάνσεις του; Τι άλλο έχετε να προσθέσετε;

 

Απ: Δεν θα μπορούσα να προσθέσω τίποτε περισσότερο. Απλώς οι νέοι συγγραφείς θα πρέπει να διαβάζουν πολύ και να γνωρίζουν την σωστή ελληνική γλώσσα.

 

 

 

Ερ: Ο Γιάννης Μαρής ήταν κυρίως δημοσιογράφος και έπειτα συγγραφέας. Σήμερα με ποια ιδιότητα τον θυμούνται περισσότερο οι νέοι;

 

Απ: Μεγάλοι της πένας, όπως ο Έρενμπουργκ, ο Χεμινγουαίη , ο Σατρ, ο Καμί, ή οι δικοί μας , όπως ο Μυριβήλης, ο Μπαστιάς, ο Βάρναλης, ο Ψαθάς, και πλείστοι άλλοι , ήσαν επιφανείς επαγγελματίες δημοσιογράφοι. Ο κόσμος όμως τους θυμάται περισσότερο από τα βιβλία τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Μαρή.

 

 

 

Ερ: Κύριε Λεονταρίτη πέρα από συγγραφέας είσαστε και εσείς δημοσιογράφος. Ποια είναι τα συναισθήματα σας όταν βλέπετε να κλείνουν εφημερίδες και να στρέφονται όλοι στον ηλεκτρονικό τύπο;

 

Απ: Να σας πω την αλήθεια, πικραίνομαι και απογοητεύομαι πολύ. Δημοσιογραφία, είναι εφημερίδα και περιοδικό. Δηλαδή το χαρτί. Αυτό το χαρτί, που κατά τον Σεφέρη, ήταν «σκληρός καθρέφτης» και «μιλούσε με την φωνή σου». Χωρίς χαρτί, η δημοσιογραφία, δεν έχει ψυχή. Είναι μόνο ένα καλοκουρντισμένο ρομπότ .

 

 

 

Ερ: Ποια συμβουλή των παλαιοτέρων δημοσιογράφων τηρήσατε στην μακρόχρονη πορεία σας στον έντυπο τύπο;

 

Απ: Κυρίως μια: Να δουλεύουμε με χέρια καθαρά.

 

 

 

Ερ: Τι θα συμβουλεύατε τους νέους που ασχολούνται με την συγγραφή;

 

Απ: Να διαβάζουν ακατάπαυστα λογοτεχνία και ποίηση. Να μάθουν σωστή ελληνική γλώσσα. Να εμπνέονται από τους παλιούς, αλλά να μην τους αντιγράφουν. Και τέλος, να πάρουν «κεντρίσματα» από τα προβλήματα της εποχής μας. Τέλος προσθέτω κάτι γενικότερο, πέρα απ’ όσα με ρωτάτε: Ελπίζω κάποτε, κάποιος πραγματικός Έλληνας , πού θα θελήσει να ξανατοποθετήσει την Παιδεία στον ορθό δρόμο, να επαναφέρει το πολυτονικό σύστημα, για να έχουμε σωστή γλώσσα. Είμαστε ο μόνος λαός , πού κατέστρεψε την γλώσσα του.

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ