Μετά θάνατον ήρθε η δόξα για τον Ζόραν Τζίντζιτς. Σήμερα συμπληρώνονται ακριβώς είκοσι χρόνια από τη δολοφονία του Σέρβου πρωθυπουργού, τον Μάρτιο του 2003.Πολλοί έλεγαν ότι ήταν ένας «ξεχωριστός πολιτικός». Ο ίδιος ο Ζόραν Τζίντζιτς απέφευγε αυτόν τον χαρακτηρισμό, ο οποίος μέχρι τότε συνόδευε τον μεγάλο του αντίπαλο, τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Ο Τζίντζιτς προτιμούσε να αποτελεί συνώνυμο της κανονικότητας, της ομαλότητας. Οραματιζόταν μία Σερβία, η οποία ασχολείται ουσιαστικά με τα οικονομικά και κοινωνικά της προβλήματα, αντί να εγκλωβίζεται σε εθνικούς μύθους του παρελθόντος. Μία Σερβία που επιδεικνύει εξωστρέφεια επιζητώντας συνεργασίες στην ευρύτερη περιοχή και όχι υποδαυλίζοντας εντάσεις στη γειτονιά της.

Στην πραγματικότητα ο ηγέτης του «Δημοκρατικού Κόμματος» Ζόραν Τζίντζιτς ήταν πράγματι ένας «ξεχωριστός πολιτικός». Διέθετε υψηλή μόρφωση, ακεραιότητα χαρακτήρα, καλή εμφάνιση και προσωπικό χάρισμα. Ήταν επίμονος και ήξερε να πετυχαίνει τους στόχους του, παραμένοντας ωστόσο πάντοτε ευγενής και προσηνής.

Αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του ήταν η εν πολλοίς «αναίμακτη επανάσταση» απέναντι στον Μιλόσεβιτς. Μετά την ήττα στον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου ο άλλοτε πανίσχυρος ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας ήταν πολιτικά αποδυναμωμένος, αλλά εξακολουθούσε να διαθέτει ερείσματα στους μηχανισμούς εξουσίας. Τη στιγμή που αυξανόταν και πάλι η απήχησή του στον κόσμο, ο Τζίντζιτς κατάφερε να οργανώσει εν κρυπτώ έναν ευρύτατο συνασπισμό εναντίον του.

Το μακρύ χέρι του Μιλόσεβιτς

Προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι διαβόητες «ειδικές αστυνομικές δυνάμεις» του Μιλόσεβιτς δεν θα αιματοκυλίσουν το Βελιγράδι, ο Τζίντζιτς, πριν ακόμη αρχίσει η μεγάλη διαδήλωση που προετοίμαζε στο κέντρο της σερβικής πρωτεύουσας το 2001, δεν δίστασε να συναντηθεί με τον επικεφαλής τους, Μίρολαντ Ούλεμεκ. Αυτόν που έμελλε να γίνει αργότερα ο δολοφόνος του.

Η κυβέρνηση που σχημάτισε ο Τζίντζιτς μετά την καθαίρεση του Μιλόσεβιτς δεν διέθετε σοβαρή επιρροή στους μηχανισμούς εξουσίας. Ο στρατός, η αστυνομία και μεγάλο μέρος των κρατικών λειτουργών δεν εμφορούνταν από πίστη στο Σύνταγμα της χώρας, αλλά από προσωπική αφοσίωση στον Μιλόσεβιτς. Μόλις εκείνος καθαιρέθηκε, άρχιζαν να φροντίζουν τα προσωπικά τους συμφέροντα. Από την άλλη πλευρά ο συνασπισμός του Τζίντζιτς, η «Δημοκρατική Αντιπολίτευση της Σερβίας», ήταν στην πραγματικότητα ένα ετερόκλητο μείγμα αντιφρονούντων, από την Αριστερά ως την άκρα Δεξιά, οι οποίοι δεν είχαν ποτέ εκτεθεί και δοκιμαστεί στη λαϊκή ετυμηγορία. Συνεκτικός κρίκος ήταν το προσωπικό χάρισμα του Τζίντζιτς.

Από την πρώτη στιγμή ο νέος ισχυρός άνδρας της Σερβίας πόνταρε στο «ευρωπαϊκό χαρτί». Η έκδοση του Μιλόσεβιτς στη Χάγη ήταν η πιο δύσκολη απόφαση που έλαβε στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του. Με νηφαλιότητα και χωρίς έκδηλο φιλοευρωπαϊκό οίστρο την αιτιολόγησε ως ένα εύλογο τίμημα που καταβάλλει η Σερβία για να προσεγγίσει την ΕΕ.

Ο νεαρός Τζίντζιτς

Η πολιτική κοινωνικοποίηση του Τζίντζιτς ξεκίνησε νωρίς, στον απόηχο των μεγάλων φοιτητικών κινητοποιήσεων του 1968, οι οποίες δεν είχαν περάσει απαρατήρητες ούτε στη Γιουγκοσλαβία. Ως φοιτητής στο Βελιγράδι ο Τζίντζιτς μελετούσε Ρώσους αναρχικούς συγγραφείς, ενώ τάχθηκε εναντίον της παλαιοκομματικής γενιάς περί τον Τίτο και άλλους βετεράνους ηγέτες των παρτιζάνων, που ήλεγχαν τους αρμούς της εξουσίας.

Το 1978 ολοκλήρωσε με υποτροφία τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντίας, στη Γερμανία. Αργότερα φοίτησε δίπλα στον Γιούργκεν Χάμπερμας, κύριο επίγονο της φημισμένης «Σχολής της Φρανκφούρτης». Συμμετείχε με άνεση σε θεωρητικές συζητήσεις στους κύκλους των διανοουμένων, ακόμη και στα γερμανικά.

Όμως ο Τζίντζιτς επέστρεψε στο Βελιγράδι στα τέλη της δεκαετίας του '80. Οι σοσιαλιστικής προέλευσης ουτοπίες είχαν δώσει τη θέση τους στον φιλελεύθερο πραγματισμό, αλλά οι επιρροές των γερμανικών πανεπιστημιακών κύκλων του '70 παρέμεναν ισχυρές. Μετά την επικράτησή του απέναντι στον Μιλόσεβιτς, το 2001, ο Τζίντζιτς επέμεινε να διεκδικήσει την απόλυτη εξουσία. Θεωρούσε ότι η Σερβία είχε βιώσει μία θεσμική επανάσταση υπεράνω του Συντάγματος, το οποίο άλλωστε ήταν προϊόν της εποχής Μιλόσεβιτς.

Μόνος εναντίον όλων

Κατόπιν αυτών ο «Γερμανός», όπως τον αποκαλούσαν, άρχισε να αντιμετωπίζει προσωπικές επιθέσεις. Τον επέπληξαν για ανακολουθία λόγων και έργων, αλλά και για διαφθορά. Ακόμη και για «λαθρεμπόριο τσιγάρων» τον κατηγόρησαν εκείνοι που όντως έκαναν λαθρεμπόριο τσιγάρων, όταν ο Τζίντζιτς έφερε στη Σερβία μία αμερικανική καπνοβιομηχανία, στην προσπάθειά του να ανακόψει την αποβιομηχάνιση της χώρας.

Κάποιοι υπενθύμιζαν με νόημα ότι πριν τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς στον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου ο Τζίντζιτς είχε διαφύγει στη «φωλιά των κλεφτών», στο γειτονικό Μαυροβούνιο. Άλλοι θυμήθηκαν ότι πριν την αναίμακτη επανάσταση του 2001 είχε προχωρήσει σε εφήμερη, αλλά ανίερη συμμαχία με τον επικεφαλής των «Κόκκινων Μπερέδων» του Μιλόσεβιτς. Για να μην πούμε ότι εν μέσω πολέμου είχε προσεγγίσει και τον ηγέτη των Βοσνιοσέρβων Ράντοβαν Κάρατζιτς σε μία περίοδο που εκείνος φάνηκε να αποστασιοποιείται από τον Μιλόσεβιτς…

Η αλήθεια είναι ότι ο Τζίντζιτς, όταν θεωρούσε ότι αυτό εξυπηρετεί τα πολιτικά του σχέδια, δεν δίσταζε να επιδιώξει την επαφή με εγκληματίες πολέμου ή ολιγάρχες που καταπατούν τον ποινικό κώδικα. Αλλά μόλις ανήλθε στην εξουσία ξεκαθάρισε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει την παραμικρή παραχώρηση σε όλους αυτούς.

Την ευθύτητα αυτή την πλήρωσε με τη ζωή του. Ο ελεύθερος σκοπευτής που δολοφόνησε τον Τζίντζιτς στις 12 Μαρτίου 2003 ήταν ο υπαρχηγός των «Κόκκινων Μπερέδων» Ζβέζνταν Γιοβάνοβιτς. Τόσο εκείνος, όσο και ο αρχηγός του Μίλοραντ Ούλεμεκ καταδικάστηκαν το 2007 σε ποινή φυλάκισης 40 ετών για τη δολοφονία Τζίντζιτς. Το δικαστήριο έκρινε ότι ο Ούλεμεκ είχε προετοιμάσει τα πάντα, ενώ ο Γιοβάνοβιτς ήταν εκείνος που πάτησε τη σκανδάλη.

Λίγο πριν ο Ζόραν Τζίντιτς είχε αποφασίσει να διαλύσει την ομάδα των «Κόκκινων Μπερέδων». Εκείνοι τον εκδικήθηκαν. Έκτοτε η Σερβία έχει περιέλθει σε μία απατηλή κανονικότητα, που μάλλον μοιάζει με παράλυση. Και αυτό δεν έχει αλλάξει πολύ, μέχρι σήμερα.

Νόρμπερτ Μάπες-Νίντεκ

Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ