Του Αποστόλη Ζώη

Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η ένταση της συγχρονικής γονιμότητας παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα, διαχωρίζοντας τις Βαλκανικές χώρες σε δύο ομάδες.

Στην πρώτη που παρουσιάζει και τα υψηλότερα επίπεδα (>5παιδιά/γυναίκα) εντάσσονται η Αλβανία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η πΓΔΜ (και προφανώς και το Κοσσυφοπέδιο), χώρες που έχουν την υψηλότερη γονιμότητα σε όλη την Ευρώπη, ενώ στην δεύτερη ομάδα εντάσσονται οι υπόλοιπες Βαλκανικές χώρες.

Πρόκειται για στοιχεία εργασίας του Παύλου Μπαλτά, ερευνητή στο Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 όμως ο αριθμός των γεννήσεων, σημειώνει, αρχίζει να μειώνεται παντού και η νομιμοποίηση των εκτρώσεων που στα πρώην σοσιαλιστικά κράτη συνέβη νωρίτερα απ’ ότι στις δυτικές χώρες της ηπείρου μας (γύρω στο 1960) συνέβαλε σημαντικά στη μείωση αυτή καθώς η έκτρωση αποτελούσε το πιο διαδεδομένο μέσο ελέγχου των γεννήσεων (και αντισύλληψης).

Στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες των Βαλκανίων όπου, όπως αναφέραμε, υπήρξαν πολιτικές ενίσχυσης της οικογένειας και της γονιμότητας, η πτώση της γεννητικότητας συχνότατα οδήγησε και σε περιοριστικά των εκτρώσεων μέτρα (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Βουλγαρία και η Ρουμανία), με αμφίβολο όμως αποτέλεσμα καθώς η όποια άνοδος των γεννήσεων για 2-3 χρόνια μετά την λήψη των μέτρων αυτών συνοδεύτηκε από την εκ νέου συρρίκνωση τους στο βαθμό που οι γυναίκες που δεν επιθυμούσαν την απόκτηση επί πλέον παιδιών αναζήτησαν άλλους τρόπους να τα αποφύγουν.

Οι κοινωνικό-οικονομικές αλλαγές των δύο τελευταίων δεκαετιών είχαν προφανώς, σύμφωνα με τον ίδιο, σημαντικές επιπτώσεις και στη γονιμότητα, καθώς στις εξεταζόμενες χώρες όπου η συμβίωση και οι γεννήσεις εκτός γάμου ήταν περιθωριακό φαινόμενο, η συρρίκνωση της γαμηλιότητας επηρέασε άμεσα και τη γεννητικότητα. Η πτώση της πρώτης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, οδήγησε έτσι και στην άμεση πτώση τόσο του αριθμού των γεννήσεων όσο και των συνθετικών δεικτών.

Στην Βουλγαρία και τη Ρουμανία π.χ. ο συνθετικός δείκτης γονιμότητας μειώθηκε κατά 1/3 σε σχέση με την προηγούμενη της πτώσης περίοδο, ενώ στη Βουλγαρία ο δείκτης αυτός κατέγραψε το 1997 τη χαμηλότερη τιμή στην μεταπολεμική της ιστορία (μόλις 1,09 παιδιά /γυναίκα) για να ακολουθήσει εν συνεχεία μια μικρή άνοδο και να σταθεροποιηθεί από το 2000 και μετά (1,3 το 2000 και 1,5 παιδιά/γυναίκα το 2008).

Η Αλβανία, η πΓΔΜ και η ΣερΒία-ΜαυροΒούνιο που το 1990 κατέγραφαν τιμές ανώτερες ή ίσες με το όριο αναπλήρωσης των γενεών (3,0, 2,1 και 2,1 παιδιά/γυναίκα αντίστοιχα) θα γνωρίσουν και αυτές με την σειρά τους επιτάχυνση των ρυθμών της μείωσης των συνθετικών τους δεικτών, ενώ η Ελλάδα είχε Βιώσει ήδη την αντίστοιχη εμπειρία, με την κατάρρευση του συνθετικού δείκτη γονιμότητας ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Το ημερολόγιο της συγχρονικής γονιμότητας, επισημαίνει ο κ. Μπαλτάς, υπέστη και αυτό σημαντικές μεταβολές. Η μέση ηλικία στην απόκτηση των παιδιών, εξηγεί, ιδιαίτερα υψηλή στην αρχή της εξεταζόμενης περιόδου, ακολούθησε μέχρι και το 1990 πτωτική πορεία, ενώ από το 1990 και μετά άρχισε και πάλι να αυξάνεται.

Ενώ οι τάσεις είναι κοινές για όλες τις εξεταζόμενες χώρες, τα αίτια (εκτός της κοινωνικοοικονομικής κρίσης που έπαιξε αναμφισβήτητα ένα σημαντικό ρόλο σε όλες) διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Το γενικό συμπέρασμα είναι όμως ότι οι γυναίκες στις βαλκανικές χώρες, επιλέγουν πλέον να κάνουν λιγότερα παιδιά και σε μεγαλύτερη ηλικία απ’ ότι στο παρελθόν.

Τέλος, όσον αφορά τις εκτός γάμου γεννήσεις τα ποσοστά τους για μια μακρά χρονική περίοδο (1950-1990) παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα (το 1990 η Ελλάδα καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό -2,2%- ενώ η Βουλγαρία και η ΣερΒία-ΜαυροΒούνιο τα υψηλότερα:12,4% και 12,7% αντίστοιχα-).

Στα χρόνια που ακολουθούν παρατηρείται μια αυξητική τάση των ποσοστών αυτών, που σε κάποιες χώρες όπως στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία υπερ-τριπλασιάζονται ενώ σε κάποιες άλλες (Σερβία-ΜαυροΒούνιο, πΓΔΜ, Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Κροατία) η αύξηση τους είναι σχετικά περιορισμένη (Ελλάδα 5,8%, 2007). Ωφείλουμε όμως να επισημάνουμε ότι η αύξηση των ποσοστών αυτών δεν οφείλεται τόσο στην αύξηση σε απόλυτες τιμές των εκτός γάμου γεννήσεων αλλά στη δραματική μείωση των εντός γάμου γεννήσεων.

Κλείνοντας την συνοπτική αυτή παρουσίαση των εξελίξεων της γονιμότητας διαπιστώνουμε, αναφέρει ο ερευνητής, ότι σε όλες σχεδόν τις χώρες της περιοχής (εκτός της Αλβανίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης) οι σημαντικές καταγραφείσες στο παρελθόν διαφοροποιήσεις όσον αφορά την γονιμότητα έχουν πλέον εξαλειφθεί καθώς τα τελευταία έτη οι γυναίκες κάνουν κατά μέσο όρο 1,5 παιδιά. Το ερώτημα που τίθεται φυσικά είναι αν μπορούμε να μιλήσουμε για μια σύγκλιση των χωρών στο συγκεκριμένο πεδίο. Η απάντηση επί τη βάσει των συγχρονικών δεικτών είναι επισφαλής καθώς μόνο η διαγενεακή γονιμότητα (η γονιμότητα δηλ. των γυναικών που γεννήθηκαν σε διαδοχικά έτη) θα μπορούσε να μας δώσει κάποιες, ενδείξεις. Οι γενεές όμως που θίχτηκαν από τις αλλαγές της τελευταίας εικοσαετίας βρίσκονται ακόμα σε αναπαραγωγικές ηλικίες και θα πρέπει να αναμείνουμε ακόμη κάποια χρόνια για να δώσουμε μια σαφή απάντηση στο ερώτημα αυτό.

Συμπεράσματα

Όσον αφορά στα συμπεράσματα, στην αρχή της εξεταζόμενης περιόδου οι διαφοροποιήσεις στην ένταση της συγχρονικής γονιμότητας από χώρα σε χώρα ήταν σημαντικές. Ιδιαίτερα χώρες, όπως η Αλβανία, η πΓΔΜ και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, οι οποίες δεν είχαν ολοκληρώσει έως τότε την δημογραφική τους μετάβαση, κατέγραφαν τιμές κατά πολύ μεγαλύτερες από τις υπόλοιπες Βαλκανικές χώρες (περισσότερα από 5 παιδιά/γυναίκα, ενώ σε χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία οι πολιτικές στήριξης της οικογένειας επέτρεπαν τη διατήρηση των συνθετικών δεικτών σε επίπεδα που άφηναν να φανεί ότι διασφαλιζόταν η αναπαραγωγή των γενεών (με εξαίρεση την Ελλάδα, όπου από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 οι ετήσιες τιμές του δείκτη (< 2,1 παιδιά/γυναίκα) δεν βρισκόταν κάτω του ορίου αναπαραγωγής. Μετά το 1990 όμως οι πτωτικές τάσεις της γονιμότητας, εν απουσία πλέον πολιτικών ενίσχυσης, επιταχύνθηκαν με αποτέλεσμα να παρατηρείται σήμερα μια σύγκλιση στον τομέα αυτό καθώς αφενός μεν σε καμία από τις εξεταζόμενες χώρες οι γυναίκες δεν φέρνουν στον κόσμο -κατά μέσο όρο- περισσότερα από 2 παιδιά, αφετέρου δε η μέση ηλικία στην απόκτηση τους αυξάνεται συνεχώς τείνοντας προς τα 30 έτη.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ