Συνέντευξη με τον συγγραφέα Κώστα Καλφόπουλο στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη(φωτό)kalf.

Ο Κώστας Θ. Καλφόπουλος γεννήθηκε το 1956 στον Πειραιά. Σπούδασε κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες και ιστορία των μέσων και νεότερων χρόνων στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Από το 1996 ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Είναι συνεργάτης των εφημερίδων “Καθημερινή” και “Neue Zurcher Zeitung”, επίσης, είναι μέλος της Ένωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου (ΕΑΞΤ) και της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ).
Έργα του: “Στην εποχή της περιπλάνησης” (2000), “Tilt ! Δοκίμιο για το φλίππερ” (2005), “far from veif. 30 χρόνια από το “γερμανικό φθινόπωρο”” (2007), “Καφέ Λούκατς. Budapest Noir” (2008) «Ένα παράξενο καλοκαίρι»

 

 

 Ερ: Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί η νουβέλα «Ένα παράξενο καλοκαίρι», εκδόσεις ΑΓΡΑ;

 

Απ: Δεν υπάρχει καμιά συγκεκριμένη αφορμή, από τη στιγμή που είναι έργο μυθοπλασίας, δηλ. δεν σχετίζεται άμεσα ούτε με την επικαιρότητα ούτε με κάποια ιστορία από το παρελθόν. Εκτιμώ, ότι κάθε συγγραφέας, στις περισσότερες περιπτώσεις, προσπαθώντας να αποδράσει από την πραγματικότητα, «φυλακίζεται στο ίδιο του το βιβλίο», όπως εύστοχα επισημαίνει και ο Στάνισλαβ Λεμ.

 

     

 Ερ: Στο νέο σας βιβλίο αλλά και στο προηγούμενο «Καφέ Λούκατς , BudapestNoir», η πλοκή του έργου διαδραματίζεται σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Για ποιο λόγο υπάρχει αυτή η προτίμηση;

 

Απ: Επιτρέψτε μου, να μη χρησιμοποιήσω τον όρο «προτίμηση», ίσως  καλύτερα να μιλούσαμε για επιλογή. Πάντως, στο πρώτο βιβλίο, οι τάσεις φυγής του αφηγητή είναι προφανείς, επιζητώντας να φύγει από τη χώρα του και να αναζητήσει καταφύγιο σε μια ξένη χώρα, με την οποία τίποτα να μη τον συνδέει, ούτε καν η γλώσσα. Βέβαια, η Κεντρική Ευρώπη, αποτελούσε τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα ένα πεδίο εξελίξεων και αντιπαραθέσεων, που διαμόρφωσαν σημαντικά τη σημερινή ευρωπαϊκή ταυτότητα.

 

Ερ: Στο «Ένα παράξενο καλοκαίρι», η δράση της ιστορίας λαμβάνει χώρα στο Αμβούργο στην Αθήνα και στο Μόναχο. Ποια είναι η αγαπημένη σας πόλη στην Γερμανία;

 

 

Απ: Προφανώς το Αμβούργο, χωρίς αμφιβολία. Το Αμβούργο, με το λιμάνι και την ιστορία του, ξεχωρίζει από όλες τις γερμανικές πόλεις, θυμίζει λίγο Αγγλία, λίγο Δανία, είναι η πλέον αγγλόφιλη πόλη στη Γερμανία, η πόλη των Beatles, αφού από εκεί ξεκινάει ουσιαστικά η καριέρα τους, μαζί με το Βερολίνο θα έλεγα πως κρατούν τα σκήπτρα στην αστεακή τοπογραφία της Γερμανίας. Παράλληλα, όμως, διατηρώ για το Μόναχο, που αρχιτεκτονικά είναι η πλέον «φιλελληνική» πόλη της Γερμανίας, ιδιαίτερη συμπάθεια, και ως γνωστόν, οι συμπάθειες είναι σαν τον βήχα, δεν κρύβονται.

 

 

Ερ:  Ο αφηγητής είναι φιλέλληνας Γερμανός και μέσα στο έργο διαπιστώνουμε ότι έχει μία σπιρτάδα που τον κάνει να κινείται με ευελιξία. Έχουν οι Γερμανοί έχουν την ίδια ευελιξία για την σημερινή οικονομική κατάσταση στη χώρα μας;

 

 

Απ: Θα έλεγα, πως είναι το ίδιο δύσκολο να γενικεύσουμε την άποψή μας για τους Γερμανούς, όσο κάνουν και αυτοί για τους Έλληνες, τα στερεότυπα κυριαρχούν στις περισσότερες συζητήσεις, αλλά κυρίως στα ΜΜΕ. Γεγονός είναι, ότι η Γερμανία δεν είναι αυτό που ήταν, την οποία πάντως πρόλαβα να γνωρίσω, αλλά ούτε και αυτό που νομίζουμε πως ξέρουμε για τη χώρα και τους κατοίκους της, ιδιαίτερα μετά την Επανένωση, αλλά και την ένταξη σημαντικού μέρους μεταναστών. Οι «αρετές» και οι «κακίες» που χαρακτήριζαν τους Γερμανούς (π.χ. εργατικότητα, συνέπεια, αλλά και ψυχρότητα) έχουν προ πολλού πάψει να ισχύουν, με τα θετικά και τα αρνητικά των αλλαγών που μεσολάβησαν. Η κατανόηση είναι θέμα γνώσης και θέλησης.

 

Ερ: Στη νουβέλα η παρουσία της όμορφης γυναίκας απογειώνει το ενδιαφέρον και όταν φτάνουμε στο τέλος η αγωνία φτάνει στην κορύφωση. Μήπως όμως και αυτό επιζητεί ο συγγραφέας για να καθηλώσει τον αναγνώστη;

 

Απ: Είναι σωστή η παρατήρησή σας, αλλά αυτό δεν αφορά τόσο τον αναγνώστη, όσο ό,τι αποκαλούμε ευρύτερα «αφηγηματική στρατηγική». Υπάρχουν αστυνομικά που σε καθηλώνουν με την ανέλιξη της πλοκής και άλλα με την εξιχνίαση της υπόθεσης, και μην ξεχνάμε, πως μια από τις δημοφιλέστερες τηλεοπτικές αστυνομικές σειρές, όπως αυτή του «Υπαστυνόμου Κολόμπο», στην οποία πρωταγωνιστούσε ο μακαρίτης Πήτερ Φωλκ, στηριζόταν στο εύρημα, ότι ο θεατής γνώριζε εξ αρχής τον ένοχο. Εάν πράγματι, όμως, καθηλώνεται ο αναγνώστης, αυτό είναι μια φιλοφρόνηση περισσότερο  προς τη μοιραία πρωταγωνίστρια της νουβέλας.  

 

Ερ: Γράφετε πως η τύχη όπως και η δικαιοσύνη είναι τυφλή. Μήπως για αυτό επικρατεί η αδικία στην κοινωνία μας;

 

 

Απ: Η «τύφλωση» της τύχης και της δικαιοσύνης είναι μια κατασκευή ή μία δοξασία, αν θέλετε. Άλλοτε μάς βολεύει, κι άλλοτε μάς αποθαρρύνει, κι η αδικία είναι συστατικό των κοινωνιών, όπως και οι αγώνες να αρθούν οι αδικίες. Όμως, χωρίς λίγο τύχη και χωρίς το αίσθημα δικαίου κυρίως, η ζωή μας θα ήταν ακόμα πιο δύσκολη, θα έλεγα το ίδιο αφόρητη με τη ζωή στις ουτοπικές κοινωνίες, που επαγγέλονταν έναν επίγειο Παράδεισο. Η «Ουτοπία» του Τόμας Μορ είναι ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα, αλλά, ταυτόχρονα, είναι μια βαθειά μελαγχολική, ανιαρή κοινωνία, ευτυχώς απραγματοποίητη. 0 αγώνας κατά της αδικίας είναι σισύφειος.

 

 

Ερ:  Ο ήρωας μας ξεναγεί στο Αμβούργο και στο Μόναχο οδηγώντας το ποδήλατό του. Σε πόλεις ανθρώπινες  ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει και άλλες δημιουργικές δραστηριότητες;

 

Απ: Μια από τις πλέον δημιουργικές δραστηριότητες του ανθρώπου είναι το περπάτημα, η οδοιπορία, καθώς κι  η μετακίνηση με το ποδήλατο. Αυτό που είναι αυτονόητο για το εξωτερικό, εδώ εμφανίζεται είτε σαν πολυτέλεια είτε σαν «φαινόμενο», μέχρι και η ελληνική τηλεόραση αφιερώνει εκπομπή για το ποδήλατο! Μην ξεχνάτε, ότι μέχρι το 60, τα αθηναϊκά προάστια, αλλά και οι πόλεις της περιφέρειας και τα νησιά ήταν γεμάτα από ποδήλατα. Το ενδιαφέρον, πάντως, στη νουβέλα, σε σχέση με το ποδήλατο, είναι ότι η κλασσική περιπλάνηση στην πόλη γίνεται εποχούμενη, χάρις στο ποδήλατο. Και βέβαια, μην ξεχνάμε τον ιστορικό Γύρο της Γαλλίας.

 

Ερ:  «Το άρωμά της είχε κάτι από εσπεριδοειδές, αλλά και από μεσογειακή αύρα». Ένας διαφορετικός χαρακτηρισμός για μια όμορφη γυναίκα. Αρέσουν στις γυναίκες  ακόμη τα ποιητικά λόγια;

 

Απ: Αυτή είναι μια ωραία ερώτηση, αλλά θα πρέπει να απευθυνθείτε στις γυναίκες, που αποτελούν πλέον και το πιο δυναμικό τμήμα του αναγνωστικού κοινού. 

 

 

Ερ:  Στην πλοκή της ιστορίας η γυναίκα έχει παράνομη σχέση και προσπαθεί να ανταποκριθεί και πάλι στην αίσθηση ενός μεγάλου έρωτα. Ο έρωτας λοιπόν είναι τυφλός;

 

Απ: Πάντως όχι κουφός, όπως λέει κι η διαφήμιση. Το αν είναι τυφλός, εμπίπτει στο ίδιο ερώτημα που υποβάλλατε στην αρχή, για την τύχη και τη δικαιοσύνη. Ας μην το απαντήσουμε καλύτερα, ας τον αφήσουμε να «εννυχέυει» στις παρειές και τις παρέες των ανθρώπων.

 

Ερ:  Σε ποιο είδος  λογοτεχνίας θα εντάσσατε την  νέα σας νουβέλα;

Απ: Αν και μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας, που περιλαμβάνει, πλην του Πέτρου Μάρκαρη, τα περισσότερα καλά ονόματα των αστυνομικών συγγραφέων, δεν θεωρώ τον εαυτό μου «αστυνομικό συγγραφέα», με τη στενή έννοια. Συχνά το αστυνομικό, όπως και στον Γιάννη Μαρή, είναι ένα πρόσχημα, κάτι σαν παιγνίδι.

 

Ερ: Είσαστε χρόνια δημοσιογράφος και  την τελευταία  δεκαετία συγγραφέας. Κατά πόσο η μια ιδιότητα  επηρεάζει την άλλη;

 

Απ: Τουλάχιστον, από τα χρόνια του Γιόζεφ Ροτ και του Χέμινγουαίη μέχρι τον Γιάννη Μαρή και τον Βασίλη Βασιλικό ξέρουμε ότι η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία είναι οι δύο κύριοι πόλοι της δημόσιας γραφής. Αν κάτι επηρεάζει θετικά και στις δύο είναι η προσήλωση, να σέβεσαι τη γλώσσα, το θέμα και τον αναγνώστη.

 

Ερ:  Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες μας;

 

Απ: Να συνεχίζουν να διαβάζουν το τυπωμένο χαρτί, είτε εφημερίδα είτε βιβλίο, οι Σειρήνες της ηλεκτρονικής ανάγνωσης και επικοινωνίας δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την πραγματικότητα, απλώς τη διευρύνουν, όταν δεν την αποξενώνουν. Και να αγαπούν την πόλη τους, όπως το σπίτι τους, η πόλη είναι η δημόσια κατοικία μας. Τέλος, χαίρομαι που μέχρι σήμερα καταφεύγουμε στην ποιητική έκφραση «είχε πάνω της την Άρτα και τα Γιάννενα». 

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ