Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι φιλόλογος. Εδώ και χρόνια ερευνά πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Συχνά παρουσιάζει συναυλίες με το δικό του ρεπερτόριο ή με θέματα του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού. Τον Θωμά Κοροβίνη τον είχαμε πάντα στο μυαλό μας γιατί είναι πολυπράγμων αλλά και εξαιρετικός μελετητής και συγγραφέας. Η βράβευσή του με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος, 2011, για το μυθιστόρημα «Ο γύρος του θανάτου», εκδόσεις ΑΓΡΑ, μας έφερε κοντύτερα αφού με χαρά δέχτηκε να συνομιλήσει μαζί μας.

 

 

 

Ερ: Ποια ήταν η αφορμή για να ασχοληθείτε με την υπόθεση Παγκρατίδη;

 

Απ: Μεγάλωσα σε ένα καφενείο-ταβέρνα, ένα ανοιχτό πανεπιστήμιο, όπου κοινωνικοποιήθηκα από μωρό. Διάβαζα την «Μακεδονία» παράλληλα με την μαθητεία μου στο δημοτικό. Αφ’ ενός η δολοφονία του Λαμπράκη το ’63
και αφ’ ετέρου η σύλληψη του Αριστείδη ως «δράκου του Σέϊχ Σου» το ’64 και η τετραετία μέχρι την εκτέλεσή του, μου προκάλεσαν μεγάλη αγωνία, ταραχή και αγανάκτηση. Ο λαϊκός κόσμος δεν έστρεγε με την αδικία που διαισθανόταν και ζητούσε δικαίωση. Κυρίως σε πηγαδάκια βέβαια. Άνθρωποι τρομοκρατημένοι από τις αγριάδες που ασκούσαν οι μετεμφυλιακές εξουσίες δεν αποτολμούσαν να διεκδικήσουν την δικαίωση τέτοιων υποθέσεων. Το έφερα βαρέως και όλα αυτά τα χρόνια είχε καλλιεργηθεί μέσα μου η ανάγκη να δικαιώσω την περίπτωση ενός νεαρού παρία συμπατριώτη μου, ο οποίος καταδικάστηκε περισσότερο ως ανήθικο και αμαρτωλό στοιχείο κατά τα ειωθότα του φαρισαϊκού εκείνου καιρού παρά σαν φονιάς.

 

 

 

Ερ :Ο τίτλος του μυθιστορήματος «Ο γύρος του θανάτου» είναι συμβολικός ή έχει να κάνει με την ζωή του Παγκρατίδη που ήταν αδιέξοδη και πολύ τραγική;

 

Απ: Ο τίτλος του μυθιστορήματος δόθηκε με αφορμή την περιστασιακή θητεία του Παγκρατίδη στο γνωστό επικίνδυνο παιχνίδι των πανηγυριών. Ουσιαστικά σημαίνει έναν φαύλο κύκλο, όπου όλα τα τραγικότατα πρόσωπα
που συμμετέχουν στον χορό του, με προεξάρχοντα τον Αριστείδη, κυνηγούν ο ένας τον άλλον και όλους μαζί και τον καθένα χωριστά, η ριψοκίνδυνη ζωή τους, που την περνούν κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού, σα να
περνούν κάθε στιγμή παρά τρίχα απ’ τον θάνατο.

 

 

 

Ερ: Ποιες ήταν οι σπουδαιότερες πηγές που χρησιμοποιήσατε για να γράψετε το μυθιστόρημα;

 

Απ: Για χρόνια συγκέντρωνα υλικό γύρω από την υπόθεση. Στοιχεία κυρίως για την δικογραφία πήρα από τα βιβλία του Παπαϊωάννου και του Τσαρούχα αλλά και από εφημερίδες και ρεπορτάζ εποχής. Το κυριότερο όμως είναι
ότι μέσα στον χρόνο τα βίωνα βαθιά και έτσι προέκυψε το απόσταγμα αυτής της εσωτερίκευσης.

 

 

 

Ερ: Το μυθιστόρημα σε κερδίζει επειδή είναι γραμμένο σε μοντέρνα γραφή. Μέσα από τις γνώμες των άλλων διαγράφεται η προσωπικότητα του Αρίστου. Ποιος ήταν όμως στην πραγματικότητα ο Αρίστος;

 

Απ: Πιστεύω ότι το πορτρέτο του Παγκρατίδη, όπως το αποδίδω μέσα από τις αφηγήσεις των προσώπων που επινόησα, είναι πολύ κοντά στο πραγματικό του πρόσωπο. Ο Αρίστος υπήρξε θύμα μιας εποχής, όπου το
παρακράτος και τα κατηχητικά σχολεία έδιναν τον τόνο στη Θεσσαλονίκη. Ένα ορφανό, πάμφτωχο, εκδιδόμενο αλητάκι, απόλυτο θύμα στυγνής και απροκάλυπτης παιδεραστίας με κοινωνική συνενοχή, που έκανε κατά
καιρούς όλες τις δουλειές του ποδαριού και κοιμόταν με οποιονδήποτε για μια φασολάδα, ήταν στην κυριολεξία το ευκολότερο θήραμα για την ασφάλεια της εποχής, η οποία με την εκτέλεσή του ξεμπέρδεψε και με την
υπόθεση του δράκου που είχε γίνει εφιάλτης για τους πολίτες, αλλά και κουκούλωνε την υπόθεση της δίκης των δολοφόνων του Λαμπράκη μα και άλλες δευτερεύουσες αμαρτίες μεγαλοπαραγόντων της εξουσίας.

 

 Ερ: Ένα από τα στοιχεία που με εντυπωσιάζει είναι το πλάσιμο εκείνης της εποχής της ζωής με τρόπο αριστοτεχνικό. Αλήθεια πώς τα καταφέρατε;

 

Απ: Η επιτυχής αναπαράσταση μιας εποχής με τις βασικές παραμέτρους που συνθέτουν την ιδιομορφία της: πολιτικοκοινωνική κατάσταση, χαρακτήρες, αστικούς μύθους, αντιλήψεις περί ηθικής, τρόπος ζωής των
ανθρώπων κλπ. συνίσταται κατά την κρίση μου κατ’ αρχήν στην επεξεργασία του αφομοιωμένου άμεσου ή έμμεσου βιώματος, αλλά και στην παρρησία να πεις τα πράγματα με το όνομά τους. Επίσης στην συστηματική
παρατήρηση και στη μελέτη της περιόδου που σε απασχολεί. Στην περίπτωσή μου ισχύουν όλα αυτά αλλά βαραίνει η άμεση εμπειρική σχέση μου, π.χ. την τοπιογραφία και την ηθογραφία της αστικής και συνοικιακής Θεσσαλονίκης, λόγω συστηματικής τριβής με τους τύπους και τα τοπία της πόλης, την προσφυγική γλώσσα λόγω καταγωγής μου,
τον καθαρευουσιάνο τον έμαθα από τους δασκάλους και τους γραφειοκράτες επί δικτατορίας, τον ρουφιάνο από τον φάκελό μου στο στρατό, την λαϊκή τραγουδίστρια από την θητεία μου στο λαϊκό πάλκο και την τραβεστί από
το πέρασμά μου στην πιάτσα.

 

 

 

Ερ: Μου έκανε εντύπωση πως πριν εκτελέσουν τον Παγκρατίδη έβαλε μια φωνή και φώναξε: «Μανούλα μου, είμαι αθώος». Αυτή η φωνή εμένα με συγκλόνισε. Ένιωσαν όμως το ίδιο και οι νέοι που ήταν στο εκτελεστικό απόσπασμα;

 

Απ: Όσο σκληροτράχηλοι και να ήταν οι άντρες του αποσπάσματος δε μπορεί να μην συνταράχτηκαν από μια τέτοια κραυγή. Δεν πιστεύω να βγαίνει κάποιος δήμιος απ’ τη μήτρα του. Το μετεμφυλιακό κράτος στελέχωσε τους
επί μέρους μηχανισμούς της εξουσίας του ιδίως στα ανώτερα κλιμάκια με άτομα εξουσιομανή και ανενδοίαστα αλλά η μέση λαϊκή μάνα δε γαλουχεί το γιο της για να γίνει λακές ή τσόγλανος.

 

Ερ: Έχω διαβάσει πολλά βιβλία σας, από τα οποία φαίνεται ότι είστε βαθύς μελετητής του Ελληνικού πολιτισμού και της Τουρκικής γλώσσας. Πώς συνδυάζεται αυτές τις δυο πλευρές;

 

Απ:  Στον «Γύρο του θανάτου» όλοι σχεδόν οι ήρωες χρησιμοποιούν τουρκικές λέξεις, όπως συνέβαινε την δεκαετία του’ 50 και του’ 60 στους πρόσφυγες της Θεσσαλονίκης. Ο προσανατολισμός μου στην έρευνα
γύρω από τις σχέσεις του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού με τον τουρκικό με οδήγησε στη συγγραφή αρκετών βιβλίων, από τα οποία ξεχωρίζουν οι εκτενείς μελέτες που εξέδωσα «Οι Ασίκηδες» και «Οι Ζεϊμπέκοι της
Μικράς Ασίας». Δεν έχουν εκδοθεί στην τουρκική γλώσσα. Τώρα εκδίδεται στην Πόλη η νουβέλα μου «Φαχισέ Τσίκα», η οποία θα ανεβεί και στο θέατρο ως μονόλογος την επόμενη σεζόν, όπως και «Ο γύρος του θανάτου»,
ο οποίος θα γίνει παράσταση  με τον θίασο της Νένας Μεντή σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια.

 

 

 

Ερ: Ποιο από τα προηγούμενα βιβλία σας θα προτείνατε στους αναγνώστες μας;

 

Απ: Οι τρεις νουβέλες μου «Φαχισέ Τσίκα», «Το χτικιό της Άνω Τούμπας» και «Κανάλ ντ’ αμούρ» θα τους αρέσουν. Ιδίως το τελευταίο που είναι το τολμηρότερο. Μα ας πάρουν τους «Ζεϊμπέκους». Είναι μια έρευνα με
επιστημονικές αξιώσεις που διαβάζεται σαν θρύλος του παλιού καιρού. Είναι ένα μεγάλο γοητευτικό παραμύθι.

 

Ερ: Τελικά ήταν αθώος ο Αρίστος;

 

Απ:  Και μόνο η ανάγνωση της δικογραφίας «βρωμάει», ιδίως με την εσπευσμένη απόκρυψη ντοκουμέντων από τους φόνους και την πίεση των μαρτύρων. Ελάχιστοι ήταν και είναι αυτοί που πείστηκαν ότι ήταν ένοχος
ο Αρίστος. Προσωπικά πιστεύω πως κι αν ακόμη ενοχοποιούνταν με αποδείξεις σε κάποια απ’ τις κατηγορίες, η στημένη δίκη, η ουσιαστική κατάργηση των νομικών υπερασπιστών, η εξαφάνιση κάποιων μεγαλόσχημων
υπόπτων απ’ την πόλη τον καιρό της φυλάκισής του και ο σπαραγμός του μέχρι τέλους περί αθωότητός του, συνηγορούν στην άποψη ότι τζάμπα τον φάγανε.

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ