Ομιλία του Κ. Καρκανιά* την 28/3/2011 στην Αίθουσα «ΔΑΙΔΑΛΟΣ»
του Ελληνοβρετανικού Κολλεγίου **

Ο αρχικός τίτλος της ομιλίας μου ήταν «Η γλώσσα ως προϊόν» αλλά είχε ξενίσει αρκετούς φίλους και μέλη του ΟΔΕΓ.
Ασφαλώς τους φάνηκε κάπως ανάρμοστος – κάπως αταίριαστος με την γλώσσα και μάλιστα την ελληνική. Και έτσι τον άλλαξα στον σημερινό.
Για το ίδιο θέμα σε διάφορες παραλλαγές του έχω μιλήσει πολλές φορές στο παρελθόν και έχω επίσης γράψει. Άλλωστε με τον Οργανισμό Διάδοσης Ελληνικής Γλώσσας έχουμε οργανώσει μια σχετική ημερίδα τον Φεβρουάριο του 2008 ενώ και στο 7ο Συνέδριό μας που έγινε στο Μεσολόγγι το 2008 υπήρχε σχετική θεματολογία.
Επίσης σχετικό ήταν και το θέμα της εισαγωγικής μου ομιλίας στην ημερίδα του ΟΔΕΓ, τον Δεκέμβριο του 2009 με θέμα «ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ».
Τα πρακτικά των ανωτέρω ημερίδων υπάρχουν στην ιστοσελίδα μας στο διαδίκτυο.

Όπως ίσως γνωρίζετε δεν είμαι φιλόλογος αλλά Μηχανικός και έτσι την γλώσσα δεν την θεωρώ αντικείμενο έρευνας ή διδασκαλίας αλλά εργαλείο έκφρασης, δημιουργίας και επικοινωνίας. Και είμαι ευτυχής όταν συναντώ ξένους με τους οποίους επικοινωνώ στην ελληνική.
Εξ άλλου επειδή από το 1972 ασχολούμαι με την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε ξένους έχω αντιμετωπίσει την διδασκαλία της γλώσσας και ως ένα προϊόν, το οποίο πωλείται, δημιουργεί θέσεις εργασίας, αυξάνει τις εξαγωγές της χώρας, δημιουργεί την ανάγκη για την παραγωγή πρόσθετων προϊόντων, όπως βιβλίων κλπ.
Τέλος, ως επιχειρηματίας και απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Διοίκησης Επιχειρήσεων της ΑΣΟΕΕ, έχω κατανοήσει πολύ καλά την σημασία που έχει η απόφαση για το όνομα καθώς και για την περιγραφή της προέλευσης, των ιδιοτήτων και της χρήσεως ενός προϊόντος.
Στην συνέχεια θα σας παρουσιάσω την οικονομική σημασία που έχει η ελληνική γλώσσα σε σχέση με τρία βασικά θέματα:
• Την γλώσσα των ονομάτων των ελληνικών προϊόντων
• Την διδασκαλία της γλώσσας σε ξένους
• Την γνώση της ελληνικής γλώσσας από ξένους

Η Σημασία της γλώσσας των ονομάτων των προϊόντων

Θα ξεκινήσω από την τελευταία σκέψη μου – αυτή των ονομάτων των νέων προϊόντων αλλά και των επιχειρήσεων και των οργανισμών και των νέων εννοιών.
Όσοι έχουν ασχοληθεί με την Δημιουργία και την Προώθηση προϊόντων – νέων και παλιών – γνωρίζουν την μεγάλη σημασία του ονόματος, το οποίο δίδεται σε οποιαδήποτε προϊόν ή υπηρεσία ή εταιρεία κλπ.
Αυτό το όνομα και η γλώσσα και το αλφάβητο στο οποίο γράφεται είναι σημαντικό συστατικό της αξίας του προϊόντος, επομένως έχει αξία, η οποία ίσως δεν μετράται αλλά πολλές φορές είναι μεγαλύτερη από την αξία των πρώτων υλών ή της δαπάνης για την παραγωγή του προϊόντος.
Για αυτό είναι αντικείμενο σοβαρής μελέτης, η οποία σήμερα πολλές φορές ανατίθεται σε ειδικούς, οι οποίοι χρυσοπληρώνονται.
Το ίδιο ισχύει και για την περιγραφή του προϊόντος και τις οδηγίες χρήσεως, οι οποίες υπάρχουν επί ή εντός της συσκευασίας του. Η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένες, η σαφήνεια των κειμένων, οι αναφορές στην προέλευση ή και στους μύθους σχετικά με το προϊόν είναι επίσης βασικά συστατικά της αξίας του κάθε προϊόντος.
Πότε όμως είναι τα ονόματα των ελληνικών προϊόντων, οι περιγραφές τους, οι προελεύσεις τους, οι μύθοι τους ελληνικοί;
Η απάντηση είναι προφανής: • Όταν οι παραγωγοί αισθάνονται υπερήφανοι για τα προϊόντα τους ακόμα και για απλά γεωργικά προϊόντα.
• Όταν πιστεύουν ότι έτσι θα πουλήσουν.
• Όταν παράγουν νέα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας ή πρωτότυπης σχεδίασης.
Διάβασα προχθές ένα πολύ ωραίο κείμενο σε ένα γνωστό επιχειρηματικό περιοδικό με κακόηχο όνομα – το Marketing Week – την συνέντευξη στο περιοδικό του πρωτοπόρου έλληνα επιχειρηματία Γιώργου Κορρέ.

Ο γνωστός επιχειρηματίας, διευθυντής της εταιρείας ΚΟΡΡΕ, που εξάγει τα προϊόντα της σε όλο τον κόσμο, μιλά για την ελληνικότητα της επιχειρηματικής του δράσης.
Και μεταξύ άλλων λέει ότι πάντα στα προϊόντα του γράφει την προέλευσή τους MADE IN GREECE και έχει πάντα δίγλωσσες περιγραφές – στην όποια γλώσσα και στην ελληνική – ακόμη και όταν εξάγει στην Βραζιλία.
Αυτός λοιπόν πιστεύει, ότι η ελληνικότητα ως προς την προέλευση και την γλώσσα περιγραφής και τον πλούτο της ελληνικής χλωρίδας, στην οποία στηρίζονται τα προϊόντα του, είναι θετικό συστατικό της αξίας τους.
Και όσοι πάλι χρησιμοποιούν ξενόγλωσσα ή λατινογραμμένα ονόματα ή περιγραφές των προϊόντων τους πιστεύουν ότι έτσι θα αυξήσουν την αξία τους, θα τα πωλήσουν ακριβότερα ή ευκολότερα.
Από τις ανωτέρω σύντομες αναφορές, νομίζω ότι έγινε σαφής η οικονομική συμμετοχή της γλώσσας των ονομάτων και των περιγραφών των προϊόντων στην αξία τους.
Αν λοιπόν πείσουμε τους παραγωγούς, τους διακινητές, τους προωθητές των ελληνικών τουλάχιστον προϊόντων, ότι η χρήση της ελληνικής γλώσσας, και οι ελληνικές αναφορές προσθέτουν περισσότερη αξία από ότι οι ξενόγλωσσες τότε η αξία της γλώσσας, όπως την αντιλαμβάνεται η αγορά, θα ανέβει.
Και αυτό θα αναγκάσει παραγωγούς, επιχειρηματίες, κυβερνώντες να μιλούν ελληνικά. Και έτσι θα γλυτώσουμε από την ένταξη στο καθημερινό λεξιλόγιο των κακόηχων FAST TRACK, τα οποία οι πολιτικοί μας χρησιμοποιούν ανερυθριάστως, όταν ομιλούν ανεπαισχύντως για την πώληση και των τελευταίων ιματίων της πατρίδας.
Προσέξτε, δεν χρησιμοποιούν αυτές τις φράσεις, αυτές τις έννοιες π.χ. FAST TRACK – ΤΑΧΕΙΑ ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΣΗ – για ελληνικές παραγωγικές επενδύσεις αλλά για τις ξένες αντίστοιχες και μάλιστα εκείνες που αφορούν ουσιαστική παραχώρηση ελληνικών προνομιακών εδαφών δηλαδή παραλιών, λιμανιών, αεροδρομίων κλπ σε ξένους.
Θα νομίσετε ίσως, ότι λέω τα παραπάνω επειδή οδηγούμαι από εθνικιστικό οίστρο – από μια εσωστρεφή διάθεση, οι οποίες εντείνονται από το γεγονός ότι σήμερα, 28 Μαρτίου, βρισκόμαστε μερικές μόνον ημέρες μετά την επέτειο της Επανάστασης του 1821.
Αυτό όμως δεν είναι αληθές. Στην πραγματικότητα θέλω να εκφράσω την μετά λόγου γνώσεως πεποίθησή μου, ότι η ελληνικότητα των προϊόντων και υπηρεσιών, τις οποίες παράγουμε και πωλούμε, ως προς την γλώσσα και το αλφάβητο των ονομάτων και των περιγραφών τους, έχει σημαντική θετική οικονομική αξία για αυτές.
Το ίδιο ισχύει και για την ελληνικότητα, ως προς την γλώσσα, της επικοινωνίας μας για την προώθηση αυτών των προϊόντων και υπηρεσιών. Το ίδιο ισχύει και για την γλώσσα που χρησιμοποιείται σε κάθε είδους επικοινωνία που αφορά την επιχειρηματικότητα είτε μεταξύ των επιχειρήσεων είτε μεταξύ των κυβερνήσεων και των πολιτών.
Σημαντικό είναι το σχετικό άρθρο της Καθημερινής της 19 Σεπτεμβρίου 2010, του Νίκου Ξυδάκη, με τίτλο «ΤΟ ΚΟΝΣΕΠΤ, ΤΟ ΠΡΟΤΖΕΚΤ, ΤΟ ΜΠΑΤΖΕΤ», το οποίο δημοσιεύσαμε στο περιοδικό μας (Τεύχος Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2010).

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΑΣ ΣΕ ΞΕΝΟΥΣ

Η διδασκαλία της γλώσσας σε αλλοδαπούς εντός και εκτός Ελλάδας έχει τεράστια οικονομική σημασία, η οποία δεν έχει γίνει αντιληπτή ούτε από τις Κυβερνήσεις ούτε από εμάς.
Τα Υπουργεία Εθνικής Παιδείας – για εμένα πρέπει να είναι Εθνικής – Εξωτερικών, Πολιτισμού ασχολούνται με την υποστήριξη της Ελληνικής Γλώσσας στο εξωτερικό αναγκαστικά λόγω των Ομογενών. Για αυτό στο Υπουργείο Παιδείας η αρμόδια διεύθυνση ονομάζεται «Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης (ΠΟΔΕ)».
Γνωρίζετε βεβαίως ότι δεν υπάρχει κανένα Όραμα και κανείς κεντρικός σχεδιασμός και κανείς σχετικός ποσοτικός ή ποιοτικός έλεγχος. Άλλωστε η προσθήκη της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης στο αντικείμενο της Διεύθυνσης νοθεύει και αποπροσανατολιζει εντελώς και την όποια μέριμνα για τους Ομογενείς. Ας θυμηθούμε ότι αυτό το όνομα της συγκεκριμένης διεύθυνσης αποτέλεσε τον Δούρειο Ίππο για την είσοδο της κας Δραγώνα στην Τροία – ευτυχώς αυτή την φορά οι Λαοκόοντες εισακούστηκαν και αναγκάστηκε να εξέλθει.
Ευτυχώς αυτή την στιγμή η Υπουργός Παιδείας κα Διαμαντοπούλου έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια για αναδιοργάνωση των σχετικών δράσεων του Υπουργείου. Αυτή την προσπάθεια ανέλαβε να ολοκληρώσει η Αναπληρώτρια Υπουργός κα Γεννηματά και έχει γίνει και σχετική διαβούλευση στην οποία έχει συμμετάσχει και ο ΟΔΕΓ.
Κατά την γνώμη μου έφθασε για μια ακόμη φορά η στιγμή να μην περιοριζόμαστε μόνο σε ομφαλοσκοπήσεις σχετικά με την γλώσσα μας όπως για το πόσο δυνατή ή παλιά ή σημαντική είναι ούτε να ομιλούμε μόνο για την υποχρέωσή μας να διατηρήσουμε την ελληνογλωσσία μεταξύ των ομογενών και των οικογενειών τους.
Πρέπει επί τέλους να αναπτυχθούμε στην διεθνή αγορά της διδασκαλίας ξένων γλωσσών και να κερδίσουμε χρήματα, με συγχωρείτε εάν αυτή η έκφραση σας φαίνεται χυδαία, διδάσκοντας την ελληνική στην τεράστια αγορά των εξ δισεκατομυρίων κατοίκων του πλανήτη.
Για να το πετύχουμε αυτό χρειαζόμαστε ένα κεντρικό Όραμα, το οποίο δυστυχώς πρέπει να το ενστερνισθεί ο Πρωθυπουργός, γιατί δεν είναι θέμα μόνο ενός Υπουργείου. Χρησιμοποιώ την λέξη δυστυχώς, γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο να πεισθεί η όποια ελληνική κυβέρνηση και τα σημερινά Μέσα Επικοινωνίας για το ότι η δημιουργία και η επιδίωξη επιτυχίας ενός τέτοιου Οράματος είναι εφικτή.
Θα επιχειρήσω σε αυτό το σημείο να δώσω κάποια ποσοτικά στοιχεία για αυτή την αγορά καθώς και για την προετοιμασία που χρειάζεται για να την προσεγγίσουμε με επιτυχία.
Όπως ήδη είπα χρειάζεται ένα Όραμα μακρόπνοο, το οποίο θα περιλαμβάνει στόχους και απαντήσεις στο γιατί και το πώς. Με βάση ένα τέτοιο Όραμα θα αναπτυχθούν οι στρατηγικές και οι πολιτικές σκέψεις, οι οποίες θα το υπηρετούν. Και σε αυτές περιλαμβάνονται και οι συμμαχίες, οι οποίες πρέπει να επιδιωχθούν.
Και βεβαίως δεν πρέπει να ξεχνούμε, ότι η διάδοση της γλώσσας μας βασίζεται στην ύπαρξη και βελτίωση του βασικού προς πώληση προϊόντος, που είναι η ίδια η γλώσσα μας στις περισσότερες από μια μορφές της: Την αρχαία, την κλασική, την ελληνιστική, αυτή της Καινής Διαθήκης, την εκκλησιαστική γλώσσα των Πατέρων και των Υμνωδών της Εκκλησίας μας. Και ακόμη την γλώσσα στην οποία έγραφαν και ομιλούσαν οι Βασιλείς και οι υπήκοοι – ελληνόγλωσσοι και ορθόδοξοι – του Ανατολικού Ρωμαίϊκου Βασιλείου, το οποίο αποτελούσε την συνέχεια και διάδοχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και το οποίο ποτέ δεν ονομαζόταν Βυζαντινό. Και τέλος την νεώτερη ελληνική γλώσσα των τελευταίων 200 ετών.
Αντιλαμβανόμαστε βεβαίως, ότι η προς διάδοση γλώσσα δεν μπορεί να είναι η φραγγολεβαντίνικη ή αγγλοελληνική στην greeklish εκδοχή της αλλά η καθαρή γλώσσα των συγγραφέων και ποιητών μας, των επιχειρηματιών και καθηγητών μας, των ελληνόγλωσσων εφημερίδων μας.
Αντιλαμβανόμαστε επίσης, ότι χρειαζόμαστε κατάλληλα εκπαιδευμένους καθηγητές, οι οποίοι να πιστεύουν στην αξία της γλώσσας που διδάσκουν, να πιστεύουν στην αξία της Ελλάδος στο διεθνές στερέωμα και να αισθάνονται και συμπεριφέρονται ως πρέσβεις μας.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε την ανάγκη ανάπτυξης μεθόδων διδασκαλίας συγχρόνων και αποτελεσματικών οι οποίες θα επιτρέπουν την επικοινωνία με τους μαθητές στα ελληνικά από το πρώτο μάθημα χωρίς την μεσολάβηση των αγγλικών.
Ας έλθουμε τώρα στους πιθανούς αριθμούς μαθητών και στα πιθανά έσοδα.

Είναι αλήθεια, ότι κανείς δεν γνωρίζει ποια και πόσα είναι τα σχολεία στα οποία διδάσκονται ελληνικά στην όποια μορφή τους ούτε και πόσοι είναι οι μαθητές τους.
Γνωρίζουμε ότι αυτά είναι:
• Σχολεία Ελληνικών Κοινοτήτων στο εξωτερικό
• Έδρες Ελληνικών Σπουδών στο εξωτερικό όπου διδάσκονται τα Νέα ή Αρχαία Ελληνικά
• Εκκλησιαστικά Σχολεία σε όλο τον κόσμο
• Σχολές Αρχαιολογίας σε όλο τον κόσμο
• Κλασικά Λύκεια σε όλο τον κόσμο, στα οποία διδάσκονται Αρχαία αλλά πολλές φορές και Νέα Ελληνικά
• Άλλα φροντιστήρια σε όλο τον κόσμο, όπου διδάσκονται Νέα Ελληνικά σε ανθρώπους που αγαπούν την Ελλάδα και έρχονται στην Ελλάδα τακτικά. Η Ελληνική Πολιτεία ασχολείται, επειδή χρηματοδοτεί, μόνο τις δύο πρώτες κατηγορίες. Εμείς έχουμε υπολογίσει με βάση τα συμπεράσματα της Ημερίδας μας του Φεβρουαρίου του 2008 με τίτλο «Τα Οικονομικά της Διάδοσης της Ελληνικής Γλώσσας» ότι η Ελλάδα δαπανά περίπου 200.000.000€ τον χρόνο μόνο και μόνο για να στέλνει Έλληνες καθηγητές στο εξωτερικό.
Αυτό το ποσό είναι τεράστιο, εάν το συγκρίνουμε με την πολύ χαμηλή αποτελεσματικότητα της όλης προσπάθειας, για την οποία έχουμε πολλές φορές μιλήσει αλλά και την οποία διαπίστωσε και ανακοίνωσε και η τωρινή Υπουργός Εθνικής Παιδείας.
Είμαι βέβαιος, ότι εάν αυτό το ποσόν διετίθετο με σωστό τρόπο και με βάση κάποιο σχέδιο, θα ήταν δυνατόν να έχει πολλαπλάσια αποτελέσματα.
Σαν παράδειγμα αναφέρω το εξής. Εάν αντί να στέλνουμε τρεις έλληνες καθηγητές στο Πανεπιστήμιο της Συμφερούπολης στην Κριμαία, οι οποίοι συνολικά κοστίζουν περίπου 150.000€ ετησίως, χρησιμοποιούσαμε ιθαγενείς καθηγητές ή επιδοτούσαμε τους μισθούς υπαρχόντων καθηγητών, εάν τους επιμορφώναμε στην Ελλάδα, εάν δημιουργούσαμε βιβλιοθήκες, εάν δίναμε υποτροφίες στους άριστους αποφοίτους θα είχαμε πολλαπλάσια αποτελέσματα αφού εκεί ο μισθός του καθηγητού είναι 200€ τον μήνα.
Ας δούμε όμως πολύ γρήγορα και την αγορά των Ομογενών. Λένε, ότι αυτοί ανέρχονται σε 7.000.000 άτομα σε όλο τον κόσμο. Εάν το 50% αυτού του αριθμού είναι σωστότερο και εάν το 20% αυτού του μειωμένου αριθμού των 3.500.000 είναι άτομα σε ηλικία σχολική, θα έχουμε 700.000 νέους ομογενείς, οι οποίοι με κατάλληλη προώθηση θα ήταν δυνατόν να ενδιαφέρονται για την εκμάθηση της ελληνικής. Για να εξυπηρετηθεί μια τέτοια ανάγκη θα χρειάζονταν πολλές δεκάδες χιλιάδες ελλαδίτες και ομογενείς και αλλογενείς φιλόλογοι.
Επίσης, θα χρειάζονταν εκαντοντάδες χιλιάδες βιβλίων ελληνικών σε διάφορα επίπεδα, γραμματικών, λεξικών κλπ.
Εάν μιλήσουμε τώρα για την τεράστια αγορά των Αρχαίων Ελληνικών, οι αριθμοί είναι ακόμη πιο σημαντικοί.
Σύμφωνα με υπολογισμούς μας, οι οποίοι παρουσιάστηκαν στην Ημερίδα μας του Δεκεμβρίου 2009 με θέμα «Από τα Αρχαία στα Νέα Ελληνικά» είναι περίπου 500.000 οι μαθητές που μαθαίνουν Αρχαία Ελληνικά σε κλασικά λύκεια στην Ευρώπη, το Μεξικό και αλλού.
Επίσης, εκτιμούμε, ότι το 5% περίπου των Ευρωπαίων έχει έλθει κάποια στιγμή σε επαφή με τα Αρχαία Ελληνικά, δηλαδή περίπου 20.000.000 άτομα.
Αυτό σημαίνει ότι περίπου 500.000 από τους 15.000.000 επισκέπτες της Ελλάδας κάθε χρόνο ανήκουν σε αυτή την ομάδα.
Αν σκεφτούμε, ότι θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε μια πολιτική, η οποία θα εκμεταλλευόταν τους σημερινούς αριθμούς μαθητών και συγχρόνως θα υποστήριζε την αύξησή τους θα είχαμε σημαντικά οικονομικά αποτελέσματα.

Εάν πάλι αναλαμβάναμε εμείς με έναν κατάλληλο οργανισμό την Προστασία και την Ενίσχυση, των κλασσικών σπουδών στον κόσμο, όπως δικαιούμαστε και όπως υποχρεούμαστε έναντι των προγόνων μας, θα μπορούσαμε να:
• Συμμετέχουμε ουσιαστικά στην διαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων διδασκαλίας για τα κλασικά λύκεια σε όλο τον κόσμο σε συνεργασία με τους αρμόδιους εθνικούς φορείς.
• Μέσω αυτών θα μπορούσαμε να προωθούμε την συγγραφή βιβλίων για όλους αυτούς τους μαθητές.
• Παραλλήλως θα μπορούσαμε να δημιουργήσαμε εξετάσεις αρχαιομάθειας.
• Επίσης πρέπει και μπορούμε να υποστηρίξουμε την ενίσχυση του ρεύματος σχολικών εκδρομών στην Ελλάδα, οι οποίες σήμερα γίνονται ακόμη και χωρίς κάποια κεντρική υποβοήθηση ή κατεύθυνση.

Επίσης πρέπει να αναφέρω έστω επιγραμματικά την τεράστια εσωτερική αγορά για την διδασκαλία των νέων ελληνικών, αυτή που έχει σχέση με τους λεγόμενους οικονομικούς μετανάστες. Ήδη δαπανώνται μεγάλα ποσά κάθε χρόνο για την διδασκαλία της γλώσσάς μας σε αυτούς και για την υποστήριξη της ένταξης των παιδιών τους στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Θα ήταν δυνατόν όμως να συνδυάζεται η ανάγκη ελληνομάθειας με τις άδειες εργασίας και την άδεια εγγραφής στα σχολεία, οπότε θα επωμίζονταν αυτοί μέρος ή και όλο το σχετικό κόστος.

Οι ξένοι που γνωρίζουν Ελληνικά δημιουργούν έσοδα για την χώρα

Τέλος, η γνώση της γλώσσας μας από αλλοδαπούς είτε ομογενείς είτε αλλογενείς έχει εξαιρετική άμεση και έμμεση οικονομική αξία, η οποία παραγνωρίζεται.
Αναφέρω εντελώς συνοπτικά τις ακόλουθες πηγές εσόδων για την χώρα από ξένους που γνωρίζουν ελληνικά.
• Αγορά βιβλίων – Δίσκων Μουσικής – εφημερίδων – Παρακολούθηση ελληνόγλωσσων εκπομπών στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση.
• Επομένως διαμόρφωση της κοινής γνώμης στο εξωτερικό
• Αγορά ελληνικών προϊόντων τα οποία έχουν γνωρίσει όταν μάθαιναν την γλώσσα μας.
• Συχνές επισκέψεις στην Ελλάδα.
• Ευκολία επικοινωνίας των ελλήνων στις εμπορικές ή πολιτικές επαφές τους με ελληνόγλωσσους ξένους.
• Πολιτιστική επιρροή λόγω των σχέσεών τους με την Ελλάδα και την παρακολούθηση των συμβαινόντων στην Ελλάδα.

Πάντα αναφέρω εδώ μια φράση όπως την θυμάμαι από μια ανακοίνωση του κου Μπλερ πριν από πολλά χρόνια, όταν ήταν πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου.
«Όπου πηγαίνω για διεθνείς συναντήσεις συνομιλώ με ανθρώπους που γνωρίζουν την γλώσσα μας, που έχουν τελειώσει τα πανεπιστήμιά μας». Αυτή η φράση περιείχετο σε μια γραπτή δήλωσή του, στην οποία δικαιολογούσε τις δαπάνες ή καλύτερα τις επενδύσεις, που εξακολουθεί να κάνει το Ηνωμένο Βασίλειο για την προώθηση της Αγγλικής Γλώσσας στον Κόσμο.
Πολλά από τα ανωτέρω δεν είναι δυνατόν να αντιστοιχηθούν με οικονομικά έσοδα αλλά η σημασία τους είναι προφανής.
Η πώληση όμως ελληνικών βιβλίων, εφημερίδων, δίσκων μουσικής κλπ έχει ορατά οικονομικά αποτελέσματα τα οποία εξαρτώνται από τον αριθμό των ελληνόγλωσσων ξένων. Αν π.χ. υπολογίσουμε την αξία ενός βιβλίου και ενός μουσικού δίσκου για κάθε έναν από 10.000.000 ξένους θα έχουμε 500.000.000€ τον χρόνο, που θα προστεθούν στις ισχνές εξαγωγές μας.
Εάν επιδιώξουμε και επιτύχουμε μεσοπρόθεσμα να είναι ελληνόγλωσσοι το 10% των 15.000.000 ξένων που επισκέπτονται την Ελλάδα κάθε χρόνο και εάν σκεφτούμε, ότι αυτοί εντός μιας δεκαετίας θα προτιμήσουν την Ελλάδα για τις διακοπές τους μια ακόμη ή και περισσότερες φορές λόγω της ελληνογλωσσίας τους, θα έχουμε πρόσθετα έσοδα περίπου 3 δισεκατομμυρίων ΕΥΡΩ.
Ο κατάλογος με τις άμεσες και έμμεσες ωφέλειες, οι οποίες προκύπτουν από την ελληνογλωσσία είναι μακρύς και ουσιαστικώς ατελείωτος.
Αυτός ο κατάλογος μαζί με τα έσοδα, που αντιστοιχούν σε κάθε ξεχωριστή ωφέλεια είναι εκείνος που χρειάζεται για να πεισθεί η κυβέρνηση αλλά και επιχειρηματίες, ότι χρειάζεται να επενδύσουν για να δημιουργήσουν ευκαιρίες για μελλοντικά έσοδα
Για αυτό τον λόγο οι δαπάνες, τις οποίες κάνει η Ελληνική Πολιτεία για την προώθηση της γλώσσας μας θα πρέπει να επιλέγονται αφου αξιολογηθούν ως προς την αποτελεσματικότητα τους και την αποδοτικότητά τους. Έτσι ένα μεγάλο μέρος τους θα πρέπει να θεωρούνται επενδύσεις και όχι έξοδα.
Θα σας πω τελειώνοντας ένα παράδειγμα μιας πολύ απλής επένδυσης.
Το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας στην Θεσσαλονίκη είναι υπεύθυνο για τις εξετάσεις ελληνομάθειας σε όλο τον κόσμο και για την χορήγηση των σχετικών πιστοποιητικών σε διάφορα επίπεδα. Για την συμμετοχή στις εξετάσεις εισπράττει ένα συγκεκριμένο ποσό, το οποίο συνήθως είναι απαγορευτικώς υψηλό για πολλές χώρες. Μια πολύ απλή επένδυση της Ελληνικής Πολιτείας θα ήταν η χρηματοδότηση του Κέντρου, έτσι ώστε να διενεργεί τις εξετάσεις με πολύ χαμηλό τέλος συμμετοχής στις χώρες, όπου τα οικογενειακά έσοδα είναι χαμηλά. Μια τέτοια επένδυση θα αύξανε σημαντικά τον αριθμό των συμμετεχόντων στις εξετάσεις και κατ’ επέκταση τον αριθμό αυτών που προσπαθούν να μάθουν καλά ελληνικά.
Ελπίζω να μην σας κούρασα και επίσης ελπίζω ότι σας διήγειρα το ενδιαφέρον για την οικονομική αξία που έχει η γλώσσα μας, τόσο ως προς την ονοματοδοσία και προώθηση των ελληνικών προϊόντων όσο και ως προς την δυνατότητα να αυξήσουμε μέσω της διδασκαλίας της, τις εξαγωγές μας και την πολιτιστική και πολιτική ισχύ της χώρας μας.

* Ο κ. Καρκανιάς είναι Πρόεδρος του Οργανισμού για την Διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας (ΟΔΕΓ).
** Η Ομιλία οργανώθηκε από τον Οργανισμό για την Διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας (ΟΔΕΓ).

Δημοσιεύθηκε από Δημήτρης Αλεξόπουλος την 4 Απριλίου 2011 (14:26) στο www.polispress.gr, κατηγορία Επίκαιρα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ