Μιλάει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ο διεθνώς Ελληνοκύπριος καταξιωμένος δημοσιογράφος Πήτερ Παφίτης – Η Beyonce ήταν υπέροχη στην συνέντευξη, πολύ γλυκιά, αστεία και παιχνιδιάρικη – Για τον ίδιο ο Χατζιδάκης είναι ένας γίγαντας της μουσικής του 20ου αιώνα. Ο κ. Παφίτης, δούλεψε ως συνεργάτης για τις εφημερίδες The Guardian, The Observer, Mojo και Q Magazine. Στη συνέχεια, το 2005, του προσφέρθηκε η θέση του επικεφαλής κριτικού της ροκ στους Times. Παρέμεινε εκεί μέχρι που παραιτήθηκε τον Οκτώβριο του 2010. Σήμερα μπορεί να μοιράζει το χρόνο του μεταξύ του να κάνει ραδιοφωνικά προγράμματα (κυρίως για το Radio 4) και γράφοντας σε διάφορες εκδόσεις.

Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη.

Πήτερ από ποια ηλικία κατάλαβες ότι ενδιαφέρεσαι για την δημοσιογραφία;

Όταν ήμουν νέος, ζούσαμε πάνω από το εστιατόριο των γονιών μου στο Μπέρμιγχαμ. Το Λονδίνο ήταν πάνω από 160 χλμ μακριά. Δεν μου πέρναγε από το μυαλό ότι θα μπορούσα ποτέ να βγάζω τα προς το ζην από το γράψιμο, διότι αυτό έκαναν οι έξυπνοι ενήλικες στο Λονδίνο. Αυτή η εξέλιξη μου φαινόταν απολύτως αδιανόητη. Αλλά, προφανώς,  το ένα πράγμα οδηγεί στο άλλο, και μερικές φορές οι άλλοι βλέπουν σε σένα κάτι που δεν είχες συνειδητοποιήσει ότι  υπήρχε εκεί. Ήμουν ένας πολύ μεγάλος θαυμαστής της μουσικής, αλλά και ποιος δεν είναι; Ίσως όμως, η αγάπη μου για τη μουσική ήταν πιο έντονη από όσο στους περισσότερους ανθρώπους. Άρχισα να αγοράζω δίσκους με το χαρτζιλίκι μου, στην ηλικία των εννέα, και ποτέ δεν έχω πραγματικά σταματήσει από τότε. Η αρχική μουσική μου γραφή ήταν μια διέξοδος για τον ενθουσιασμό που ένιωθα για τους αγαπημένους μου δίσκους. Στην ηλικία των 16, έβγαλα το δικό μου περιοδικό, χρησιμοποιώντας κάποια χρήματα που δανείστηκα από τη μητέρα μου. Για 150 λίρες σε μετρητά, το τμήμα εκτύπωσης στο κολέγιο μου συμφώνησε να εκτυπώσει 1.000 από τα περιοδικά και τα πήγα στα καταστήματα δίσκων μέσα και γύρω από το Μπέρμιγχαμ, ρωτώντας εάν θα μπορούσαν να τα πουλήσουν για μένα. Τα πούλησα επίσης και σε συναυλίες. Πήγαινα στους ανθρώπους και τους ρώταγα αν ήθελαν να τα αγοράσουν. Έβγαζα αυτά τα περιοδικά (fanzines) κατά διαστήματα μέχρι την ηλικία των 21, στο δεύτερο έτος μου στο πανεπιστήμιο. Εκείνη τη περίοδο, άρχισαν να ενδιαφέρονται για τη δουλειά μου οι εθνικές εφημερίδες για τη μουσική. Ένας κριτικός του Melody Maker, ο Jim Irvin, ήταν τραγουδιστής σε ένα γκρουπ που ονομαζόταν Furniture, στον οποίο είχα γράψει γράμματα ως θαυμαστής. Του είχα, επίσης, πάρει συνέντευξη για το fanzine μου, παλιότερα το 1986, λίγο μετά αφού οι Furniture είχαν κάνει μια επιτυχία στη Βρετανία με το τραγούδι Brilliant Mind. Όταν το περιοδικό μου έφτασε στο γραφείο του στο Melody Maker, θυμήθηκε το όνομά του και μου έγραψε μια επιστολή όπου με ρωτούσε αν θα ήθελα να δοκιμάσω τη συγγραφή της κριτικής συναυλιών για το Melody Maker. Αν ήταν αρκετά καλές, θα έμπαιναν στο περιοδικό. Πληρώθηκα 28 λίρες για το πρώτο μου έργο. Μόνο τότε άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως θα μπορούσα πραγματικά να κερδίζω χρήματα από το γράψιμο. Πριν από αυτό, δεν τολμούσα καν να το πιστέψω. Φαινόταν πολύ καλό για να είναι αληθινό. Και ακόμα εξακολουθεί να μου φαίνεται έτσι.

-Ποιο ήταν το πρώτο σου άρθρο και πώς ένιωσες όταν δημοσιεύτηκε;

Το πρώτο άρθρο μου που δημοσιεύτηκε ήταν μια κριτική ενός γκρουπ που ονομαζόταν The Sandkings σε ένα κλαμπ στο Coventry. Ο τραγουδιστής τους συνέχισε με μια τεράστια παγκόσμια επιτυχία που ονομαζόταν Spaceman, όταν δημιούργησε το γκρουπ Babylon Zoo.

-Θεωρείσαι σπεσιαλίστας στην μουσική. Ποιο είδος όμως μουσικής είναι το αγαπημένο σου;

Δεν έχω ένα αγαπημένο είδος μουσικής. Υπάρχουν ορισμένες ιδιότητες στη μουσική στις οποίες ανταποκρίνομαι  συναισθηματικά – αλλά αυτές δεν περιορίζονται σε ένα είδος. Μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι όπου παιζόταν ελληνική μουσική – ρεμπέτικα, λαϊκά -, πιστεύω ότι με βοήθησε να αναπτύξω μια στενότερη σχέση με τη μελαγχολία της μουσικής. Τα πρώτα σοβαρά συγκροτήματα που ένιωσα ποτέ δικά μου ήταν οι Dexys Midnight Runners και οι Aztec Camera. Θυμάμαι ότι το καλοκαίρι του 1982 ήμουν στην Αθήνα και όταν επέστρεψα, το τραγούδι Come On Eileen των Dexys Midnight Runners ήταν νούμερο ένα. Κατά περίεργο τρόπο, ακούω πολλές ομοιότητες μεταξύ της ελληνικής λαϊκής μουσικής και αυτού του  τραγουδιού, ακόμα και τώρα. Το ίδιο καλοκαίρι στην Ελλάδα, θυμάμαι που άκουσα τους Velvet Underground για πρώτη φορά. Ο αδελφός μου αγόρασε το άλμπουμ τους από το δισκάδικο που (νομίζω) είχε η χήρα του Ξυλούρη. Έχω μια αμυδρή μνήμη της μητέρας μου που μου την έδειχνε σε μένα και μου έλεγε ποια ήταν. Αργότερα, στα 16, μπήκα στην Ινδική μουσική: όλα τα συγκροτήματα που επηρεάστηκαν από τους Smiths, τα οποία έβγαλαν δίσκους σε εταιρείες Ινδικές όπως η Creation και η Sarah. Αλλά όλο αυτό το διάστημα, γύρναγα τα μαγαζιά μεταχειρισμένων αγοράζοντας παλιούς δίσκους disco και funk που κανείς δεν φαίνεται να ήθελε. Περίπου την ίδια εποχή, ανακάλυψα καλλιτέχνες της reggae όπως οι Lee Perry και Black Uhuru – και πάλι, η μελαγχολία στη μουσική τους πραγματικά με επηρέασε. Η Soul μουσική και η ψυχεδέλεια των ’60 παραμένουν επίσης σταθερά πάθη κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών. Και το folk-rock μου έγινε επίσης μια εμμονή, πρώτα μέσα από το άλμπουμ των Waterboys “Fisherman’s Blues”, και στη συνέχεια πηγαίνοντας πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’60 με τους Pentangle και Fairport Convention – και επίσης τους Byrds και Gene Clark. Όλο αυτό το διάστημα, ποτέ δεν έχω σταματήσει να αγαπώ και την καλή mainstream pop. Ένα καλό ποπ τραγούδι με μαζική αποδοχή είναι το πιο δύσκολο πράγμα να πετύχει.

-Πριν από είκοσι χρόνια θυμάμαι που έγραφες στο περιοδικό Time Out. Τώρα σε ποια έντυπα και εφημερίδες γράφεις;

Έφυγα από το Time Out το 2002, λίγο μετά αφού είχε γεννηθεί η πρώτη μου κόρη. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι το να εργάζομαι σε ένα γραφείο δεν ήταν κάτι που ήθελα πλέον να κάνω, έτσι ενώ προσπαθούσα να συντηρήσω μια οικογένεια, δούλεψα ως συνεργάτης για τις εφημερίδες The Guardian, The Observer, Mojo και Q Magazine. Στη συνέχεια, το 2005, μου προσφέρθηκε η θέση του επικεφαλής κριτικού της ροκ στους Times. Παρέμεινα εκεί μέχρι που παραιτήθηκα τον Οκτώβριο του 2010. Κοιτάζοντας πίσω, με εκπλήσσει που διήρκεσα για τόσο διάστημα. Η αδρεναλίνη του να πρέπει να γράψεις τη κριτική μιας συναυλίας το ίδιο βράδυ για την εφημερίδα του επόμενου πρωινού είναι αφόρητη. Μερικοί άνθρωποι τα πάνε πολύ καλά με αυτό, αλλά σε μένα μου έκανε τη πίεση του αίματος μου να ανεβαίνει στα ύψη. Παρόλο που είμαι περήφανος που τα κατάφερα, δεν θέλω ποτέ πια να ξαναβρώ τον εαυτό μου μέσα στο κλειστό στάδιο 02 Arena και να έχω να γράψω μια κριτική 750 λέξεων για τους Led Zeppelin μέσα σε 40 λεπτά και ξέροντας ότι αν δεν το κάνω έγκαιρα, δεν θα έχουν καμία κριτική της συναυλίας. Επίσης, το να έχω μόλις 90 λεπτά για να γράψω μια μουσική εκτίμηση 1500 – λέξεων της μουσικής του Michael Jackson – λίγες ώρες μετά το θάνατό του, ενώ βρίσκομαι σε ένα τροχόσπιτο στο Glastonbury – ήταν, το λιγότερο, αγχωτικό. Κατά κάποιο τόπο, τα κατάφερα. Τώρα μπορώ να μοιράζω το χρόνο μου μεταξύ του να κάνω ραδιοφωνικά προγράμματα (κυρίως για το Radio 4) και γράφοντας σε διάφορες εκδόσεις. Τα πάντα είναι λίγο πιο χαλαρά και μπορώ να περνάω περισσότερο χρόνο με τη γυναίκα και τις κόρες μου.

Κάνεις από ότι μου είπες και ραδιοφωνικές εκπομπές. Γιατί το ραδιόφωνο εξακολουθεί να γοητεύει τους ανθρώπους;

Για μένα, το ραδιόφωνο σου επιτρέπει να πεις μια ιστορία με έναν διαφορετικό τρόπο. Είναι ένα πιο οικείο περιβάλλον, και προφανώς όταν έχεις περάσει πολλά χρόνια περιγράφοντας τη μουσική σε ανθρώπους που δεν μπορούν να την ακούσουν, είναι υπέροχο να είσαι σε θέση να χρησιμοποιείς τη μουσική με έναν πιο άμεσο τρόπο. Έχω κάνει πολλά ντοκιμαντέρ τώρα, συμπεριλαμβανομένων δύο σειρών για τα «χαμένα» άλμπουμ – κλασικούς δίσκους που είτε δεν βγήκαν ποτέ ή δίσκους που άδικα παραβλέφθηκαν όταν κυκλοφόρησαν. Παρουσίασα επίσης δύο σειρές από μια εκπομπή για το BBC 6 Music με τίτλο η Αναβίωση του Βινυλίου, η οποία ήταν μια διέξοδος για την αγάπη μου για το βινύλιο. Πήρα συνέντευξη από μουσικούς σχετικά με τις συλλογές δίσκων τους και παίξαμε μόνο δίσκους βινυλίου. Αυτή τη περίοδο, παρουσιάζω τη δική μου εκπομπή συνεντεύξεων που ονομάζεται Long Player, η οποία είναι πραγματικά ακριβώς κάτι που εγώ και ο φίλος μου παραγωγός Paul Noble κάνουμε για δική μας ευχαρίστηση. Έχουμε παρατηρήσει ότι αυτές τις μέρες δεν υπάρχουν πολλές διέξοδοι για καταξιωμένους καλλιτέχνες να μιλήσουν επί μακρόν και λεπτομερώς για τη καριέρα τους. Έτσι, με το Long Player κάνω ακριβώς αυτό: δημιουργώ ένα αρχείο από συνεντεύξεις με μερικούς από τους μεγαλύτερους μουσικούς της γενιάς τους, άνθρωποι όπως ο Neil Finn, Jimmy Webb, Clint Mansell, Paddy McAloon και Lloyd Cole. Έχουμε κάνει πέντε επεισόδια μέχρι τώρα, και η αντίδραση ήταν υπέροχη.

-Πώς βλέπουν την δουλειά σου στην Αγγλία οι δημοσιογράφοι;

Για να είμαι ειλικρινής, εκτός ορισμένων μουσικών κύκλων, δεν είναι τεράστιος ο αριθμός των ανθρώπων που ξέρουν ποιος είμαι – και αυτό είναι εντάξει. Είμαι ευτυχής που έχω τον σεβασμό μερικών από τους συναδέλφους που σέβομαι.

-Αλήθεια επισκέπτεσαι συχνά την πατρίδα;

Δεν επισκέπτομαι την Ελλάδα τόσο συχνά όσο θα ήθελα – αν και πριν από λίγα χρόνια, είχα την τύχη να πάω στην Αθήνα για μια εβδομάδα και να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για το BBC Radio 4 που ονομαζόταν Ελληνικά Blues, το οποίο ήταν πραγματικά μια προσωπική ματιά σε μερικές από τις μουσικές που μεγάλωσα ακούγοντας. Αυτό ήταν ένα προσωπικό αποκορύφωμα για μένα. Γνώρισα τον Νταλάρα και επισκέφθηκα το γιο του Μάνου Χατζιδάκη στο διαμέρισμα  όπου ο ίδιος και ο πατέρας του ζούσαν. Αυτό ήταν μια τεράστια τιμή, γιατί για μένα ο Χατζιδάκης είναι ένας γίγαντας της μουσικής του 20ου αιώνα και το έργο του να κάνει το ρεμπέτικο αποδεκτό από τις μεσαίες τάξεις ήταν γενναίο και προνοητικό.

Ποια είναι η γνώμη σου για την δύσκολη οικονομική θέση που έχει η Ελλάδα αυτή την περίοδο;

Ακόμα κι αν νόμιζα ότι είχα κάποια γνώμη, δεν νομίζω ότι θα είναι σωστό, ως κάποιος που δεν ζει στην Ελλάδα, να προσφέρω λύσεις για τη συνεχιζόμενη κρίση!

Ποια συνέντευξη σου έχει μείνει αξέχαστη;

Είχα την τύχη να συναντήσω και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να συναναστρέφομαι μερικούς από τους μεγαλύτερους μουσικούς ήρωες μου. Το 1997, πήρα συνέντευξη από τους Bee Gees. Δεν είχα συνειδητοποιήσει τότε ότι είχαν τη φήμη ότι είναι ένα αρκετά δύσκολο συγκρότημα για να πάρεις συνέντευξη. Αν το είχα συνειδητοποιήσει, δεν θα ήμουν αρκετά γενναίος για να τους ζητήσω να τραγουδήσουν ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή μου – πράγμα το οποίο έπραξαν, με το I’ve Gotta Get A Message To You: “Αν θελετε να αφήσετε ένα μήνυμα για τον Pete / Περίμενετε / Αφήστε όνομα και τον αριθμό σας μετά το μπιπ.” Είναι πάντα ωραίο όταν παίρνεις συνέντευξη από κάποιον που έχει τη φήμη ότι είναι δύσκολο να πάρεις συνέντευξη και να πηγαίνει καλά. Πήγα στο Ντένβερ το 2008 για να πάρω συνέντευξη από τους Coldplay. Ο Chris Martin είχε παρατήσει στη μέση τις προηγούμενες δύο συνεντεύξεις του, γιατί δεν του άρεσε η προσωπική φύση των ερωτήσεων, έτσι προετοιμάστηκα πολύ προσεκτικά για τη συνέντευξη. Ήταν αρκετά προφανές ότι δεν ήθελε να μιλήσει για την ιδιωτική ζωή του, έτσι δεν προσπάθησα να τον ρωτήσω. Μετά την παράσταση, με κάλεσε πίσω σε μια ιδιωτική συγκέντρωση για τους φίλους και την οικογένεια και σεβάστηκα την εμπιστοσύνη του, βέβαια, με το να μην γράψω γι ‘αυτό το μέρος της βραδιάς. Η Beyonce ήταν επίσης υπέροχη στην συνέντευξη. Πολύ γλυκιά, αστεία και παιχνιδιάρικη – το αντίθετο από αυτό που θα μπορούσατε να φανταστείτε για μια στερεότυπη ντίβα. Το αγαπημένο μου συγκρότημα ως παιδί ήταν οι Abba – οπότε μπορείτε να φανταστείτε πώς ένιωσα το 2002, όταν πήγα στη Στοκχόλμη και συνάντησα τους Benny και Bjorn. Ήταν συναρπαστικό να παρακολουθείς την δυναμική και των δυο μαζί. Ο Bjorn έχει μεγαλύτερη συναίσθηση για το πώς εκλαμβάνεται από το κοινό και κολακεύεται περισσότερο από την αγάπη που έχουν οι άνθρωποι για τους Abba. Ο Benny μοιάζει περισσότερο με τον «κυριαρχικό σύζυγο» σε αυτή τη σχέση. Κάποια στιγμή, η σχέση μας με ένα συγκρότημα περνάει σε κάτι πιο προσωπικό. Δεν νομίζω ότι έχω αγαπήσει ποτέ ένα συγκρότημα τόσο στην ενήλικη ζωή μου, όσο τους Pentangle, έτσι όταν μου ζήτησαν να γράψω στη θήκη με τα τέσσερα CD τους, ήμουν πέρα από ενθουσιασμένος. Όταν ο Bert Jansch πέθανε το 2011 και η σύζυγός του Λόρεν μου ζήτησε να μιλήσω στην κηδεία του, αυτό ήταν και παραμένει μια από τις μεγαλύτερες τιμές της ζωής μου.

Με ποιο ελληνικό τραγούδι η μάνα σου σε νανούριζε;

Αρκετά παραδόξως, η μητέρα μου ποτέ δεν μου τραγουδούσε! Δεν νομίζω ότι πίστευε ότι ήταν μια καλή τραγουδίστρια. Αλλά το τραγούδι που πάντα θυμάμαι να παίζει στο σπίτι ήταν η Συννεφιασμένη Κυριακή, οπότε νομίζω ότι αυτό είχε ένα παρόμοιο αποτέλεσμα!

-Ποιο είναι το αγαπημένο σου τραγούδι;

Λοιπόν, η Συννεφιασμένη Κυριακή είναι, σίγουρα. Επίσης, ένα τραγούδι που ονομάζεται Il Treno Va από έναν Ιταλό τραγουδιστή που ονομάζεται Paolo Conte, ο οποίος πιστεύω ότι είναι πιο δημοφιλής στην Ελλάδα από ό, τι στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Soy Infeliz – ένα τραγούδι από την Lola Beltran, που άκουσα για πρώτη φορά στην ταινία του Pedro Almodovar «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης». Αυτή τη στιγμή, είμαι παθιασμένος με το νέο άλμπουμ των Elbow “The Take-Off And Landing Of Everything”. Και, επίσης, με το “The 2 O’Clock Waltz” από ένα Ιρλανδικό συγκρότημα που λέγεται The Stars Of Heaven. Αυτό ήταν το τραγούδι που έπαιξα στη σύζυγό μου το βράδυ που της ζήτησα να βγει έξω μαζί μου. Επίσης, και πάρα πολλά για να αναφέρω τραγούδια των Abba, Pentangle και Nick Drake.

Τι θα πρότεινες στους αναγνώστες που θα διαβάσουν την συνέντευξή σου;

Σας ευχαριστώ που διαβάσατε μέχρι εδώ. Επίσης, αν υπάρχουν Ελληνικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί που θα ήθελαν να κάνω μια εκπομπή για αυτούς, ίσως μια για τις 4 τα χαράματα όταν δεν ακούει κανείς, όπου θα παίζω ελληνική και αγγλική μουσική από όλες τις εποχές, θα πραγματοποιούσα επιτέλους, μία από τις εναπομείνασες φιλοδοξίες μου. Αυτά, δεν έχω κάτι άλλο να πω.

 

Θερμές ευχαριστίες, για την μετάφραση, στον κ. Χρήστο Γεωργιάδη καθηγητή Αγγλικής Φιλολογίας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ