Περιστατικά βιασμών και θύματα Τουρκοκύπριες το 1974. Οι βιασμοί ως ύστατο όπλο εξαχρείωσης και από Ελληνοκύπριους. Η ιστορία τριών τουρκοκυπριακών χωριών που ακόμα συγκλονίζει.Στο εσωτερικό της τουρκοκυπριακής κοινότητας τα περιστατικά βιασμών με θύματα Τουρκοκύπριες δεν υπήρξαν ποτέ θέμα δημόσιας συζήτησης. Πρόκειται για διαπίστωση του ακαδημαϊκού, πρώην καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και νυν ευρωβουλευτή Νιαζί Κιζίλγιουρεκ, ο οποίος στο βιβλίο του “Μια Ιστορία Βίας και Μνησικακίας”, παρατηρεί πως οι αφηγήσεις σεξουαλικά κακοποιημένων γυναικών κατά την διάρκεια της δικοινοτικής βίας στην Κύπρο αλλά και κατά το καλοκαίρι της τουρκικής εισβολής στο νησί, παρέμειναν για τους Τουρκοκύπριους “εθνικό μυστικό”. Παρά το πέπλο συσκότισης γύρω από το τραύμα των βιασμών, διάφορες μαρτυρίες επιζώντων καθώς και δημοσιογραφικές έρευνες σε περιοχές μαζικών δολοφονιών, όπως τα χωριά της Μεσαορίας στην επαρχία Αμμοχώστου, τεκμηριώνουν ότι δεν ήταν μόνο Ελληνοκύπριες τα θύματα βιασμών το καλοκαίρι του 1974. Η μαζική θανάτωση στα τουρκοκυπριακά χωριά Μάραθα και Αλόα αναφέρεται στην εν ψυχρώ εκτέλεση από Ελληνοκύπριους, 126 γυναικόπαιδων και ηλικιωμένων, ανάμεσά τους και ένα βρέφος δύο εβδομάδων. Σύμφωνα με μαρτυρίες, της ψυχρής εκτέλεσης γυναικών και παιδιών, είχαν προηγηθεί κατά συρροή βιασμοί των γυναικών που κρατούνταν αιχμάλωτες.

Αποτροπιασμός στη Μεσαορία

Μετά την εκδήλωση της τουρκικής εισβολής, στις 20 Ιουλίου του 1974, ομάδες Ελληνοκυπρίων, ως επί τω πλείστω πραξικοπηματιών, είχαν επιτεθεί σε κοινότητες και αστικές περιοχές αμιγώς τουρκοκυπριακές. Τέτοιες συγκρούσεις κατάληψης των τουρκοκυπριακών θυλάκων και σύλληψης των Τουρκοκυπρίων αρρένων έγιναν στα αστικά κέντρα της Πάφου και της Λεμεσού, αλλά και σε αγροτικές κοινότητες των επαρχιών Λάρνακας και Αμμοχώστου. Στην πεδιάδα της Μεσαορίας, η τουρκική εισβολή αποτέλεσε την κορύφωση μιας διαδικασίας ηθικής εξαχρείωσης τόσο για τους Τουρκοκύπριους (σε Παλαίκυθρο και Άσσια) όσο και για τους Ελληνοκύπριους (σε Μαράθα και Αλόα). Πρόκειται για χωριά στην πεδιάδα της Μεσαορίας, όπου σημειώθηκαν μαζικές θανατώσεις Ελληνοκυπρίων σε Παλαίκυθρο και Άσσια, και Τουρκοκυπρίων σε Μαράθα και Αλόα.

Στα δύο τουρκοκυπριακά χωριά της Μεσαορίας, Ελληνοκύπριοι από τα γειτονικά χωριά Περιστερώνα και Πηγή συνέλαβαν τους άρρενες κατοίκους των χωριών Μαράθα, Σανταλάρη και Αλόα και τους έστειλαν ως αιχμαλώτους σε ελληνοκυπριακό στρατόπεδο στην Αμμόχωστο. Από εκεί αργότερα οι αιχμάλωτοι των τριών τουρκοκυπριακών χωριών θα μεταφέρονταν σε στρατόπεδο στη Λεμεσό. Εικοσιπέντε μέρες μετά, κατά την προέλαση του τουρκικού στρατού προς την Αμμόχωστο, στις 14 Αυγούστου 1974, 89 γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι κάτοικοι της Μαράθας και του Σανταλάρη επρόκειτο να δολοφονηθούν στη Μαράθα και ακόμα 37 στην Αλόα. Στο μεσοδιάστημα, γυναίκες και ηλικιωμένοι παρέμεναν με τα ανήλικα παιδιά συγκεντρωμένοι στα μεγαλύτερα σπίτια των δύο κοινοτήτων, όπου είχαν συγκεντρωθεί και οι κάτοικοι του Σανταλάρη. Τα σπίτια επισκέπτονταν όλο και συχνότερα είτε για να κλέψουν ζώα είτε για να βιάσουν Ελληνοκύπριοι από την Περιστερώνα και την Πηγή. Τα ζώα σφάζονταν και ψήνονταν και καταναλώνονταν από τους Ελληνοκύπριους βιαστές σε εκδηλώσεις που καθιστούσαν δημόσια τη δράση τους. Η ηθική εξαχρείωσή τους κορυφώθηκε στις 14 Αυγούστου με αποκεφαλισμούς, παιδιά γαζωμένα με σφαίρες στην αγκαλιά των μανάδων τους, απόπειρα να κάψουν τα πτώματα, και εν τέλει την ταφή τους σε δύο σκουπιδότοπους με τη συνδρομή εκσκαφέα. Οι δράστες διέφυγαν προς τις ελεύθερες περιοχές λίγο πριν ο τουρκικός στρατός εισέλθει στα δικά τους χωριά.

Ελληνοκυπριακή χάλκευση

Από τη διάπραξη των εγκλημάτων σε Μαράθα και Αλόα στις 14 Αυγούστου 1974 μέχρι την άφιξη των Ηνωμένων Εθνών στο χώρο του εγκλήματος πέρασαν 16 μέρες. Την 1η Σεπτεμβρίου άνδρες του αποσπάσματος της UNFICYP στην Αμμόχωστο έφτασαν στη Μαράθα. Ακολούθησε η εκταφή, που την παρακολούθησαν δημοσιογράφοι, ξένοι ανταποκριτές και διεθνή τηλεοπτικά συνέργεια. Κατά την εκταφή, ένας εκ των Ελλήνων δημοσιογράφων που βρέθηκαν στον χώρο, απέθεσε μενταγιόν με μοτίβο μαιάνδρου σε κάποιο πτώμα νεαρής γυναίκας. Φωτορεπόρτερ αποτύπωσε το μενταγιόν με το μαίανδρο, και η φωτογραφία του ήταν αρκετή για να συμπεράνει ο ελληνοκυπριακός Τύπος πως «Εις Έλληνας ανήκουν μάλλον τα πτώματα τάφου εις Μάραθαν», «Τουλάχιστον μία Ελληνίς μεταξύ των νεκρών της Μαράθας» και «Προπαγανδιστικός θόρυβος των Τούρκων περί την ανεύρεσιν ομαδικού τάφου». Τον ισχυρισμό ότι υπήρχαν και Έλληνες θύματα σε αυτή την θηριωδία πρόβαλε επίσημα και η Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του κυβερνητικού εκπροσώπου της, στις 2 Σεπτεμβρίου 1974.

Ανενόχλητοι οι δράστες

Μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 αρχίζουν στον ελληνοκυπριακό Τύπο να γίνονται αναφορές παραδοχής του εγκλήματος της Μαράθας. Ενδεικτικά προβάλλονταν ακόμα τότε περιστασιακές μαρτυρίες Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι οπισθοχωρώντας από το μέτωπο είχαν δει τι συνέβαινε στα τουρκοκυπριακά χωριά της Μεσαορίας. Το 2006 ο δημοσιογράφος Ανδρέας Παράσχος αποκάλυψε στην εφημερίδα “Πολίτης” λεπτομέρειες γύρω από το έγκλημα για πρώτη φορά στην ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη. Τρία χρόνια αργότερα, η τουρκοκυπριακή εφημερίδα “Volkan” δημοσίευσε λίστα με ονόματα 15 Ελληνοκυπρίων, κατονομάζοντάς τους ως υπόπτους για το έγκλημα και ζητώντας προσφυγή στη Δικαιοσύνη. Την ίδια περίοδο, συγγενείς Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων προσέγγισαν το Γενικό Εισαγγελέα της Κύπρου ζητώντας διερεύνηση των θανατώσεων των συγγενών τους. Το δημοσίευμα της “Volkan” κοινοποιήθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα από τον τότε εκπρόσωπο της ελληνοκυπριακής πλευράς στη Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους, και ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε οδηγίες στην Αστυνομία για διερεύνηση “αυτής της θλιβερής υπόθεσης”. Το 2018, η εφημερίδα “Πολίτης” αποκάλυψε λεπτομέρειες γύρω από την αστυνομική έρευνα, η οποία διακόπηκε το 2014, έχοντας λάβει καταθέσεις από 12 ανάμεσα στους 15 υπόπτους. Στο δημοσίευμα του “Πολίτη” ημερομηνίας 23/7/2018, ένας από τους άντρες της UNFICYP που είχε βρεθεί την 1η Σεπτεμβρίου του 1974 στη Μαράθα παραχωρεί συνέντευξη δηλώνοντας ότι είχε δώσει κατάθεση στην αστυνομία. Ο πρώην αξιωματικός του σουηδικού αποσπάσματος της UNFICYP στην Αμμόχωστο Παρ Χέντλουντ θυμάται πως όταν ρώτησε τους ανακριτές κατά πόσον θα ασκήσουν δίωξη εναντίον των ενόχων, η απάντησή τους ήταν αρνητική, με τη διευκρίνιση ότι ο εντοπισμός των δραστών παραμένει ο σκοπός της έρευνας τους. Αργότερα, η ανακριτική ομάδα της αστυνομίας άλλαξε πρόσωπα και η διερεύνηση εγκαταλείφθηκε λίγο μετά που ανέλαβε νέος Γενικός Εισαγγελέας.

Αναφορικά με την πηγή της λίστας των 15 προσώπων που κατονομάστηκαν ως ύποπτοι για τα εγκλήματα σε Μαράθα και Αλόα, στο ίδιο δημοσίευμα της εφημερίδας “Πολίτης” αποκαλύπτεται ότι η πληροφόρηση δόθηκε από Ελληνοκύπριο του χωριού Πηγή σε Τουρκοκύπριο. Η αρχική λίστα φέρεται να περιλάμβανε 30 ονόματα εμπλεκομένων στο έγκλημα. Σημειώνεται ότι του εγκλήματος στα τουρκοκυπριακά χωριά της Μεσαορίας επέζησαν εννιά άτομα.

Λουκιανός Λυρίτσας, Λευκωσία

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ