Τι λέει για την Ελλάδα ένας από τους πιο δημοφιλείς σύγχρονους αμερικανούς συγγραφείς ο Στήβεν Πρέσσφιλντ.

Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη.

Ο Στήβεν Πρέσσφιλντ είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς σύγχρονους αμερικανούς συγγραφείς.  Έγινε διάσημος με το μυθιστόρημα «Οι πύλες της φωτιάς» που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα αναφερόταν στην μάχη των Θερμοπυλών. Η επιτυχία του ήταν τόσο μεγάλη που ακόμη διδάσκεται σε  στρατιωτικές σχολές της χώρας του. Πέρα από την ιδιότητα του ως συγγραφέας είναι και σεναριογράφος του Χόλυγουντ και έγραψε το σενάριο της κινηματογραφικής ταινίας Μπάγκερ Βανς. Μετά από την συγγραφή πολλών μυθιστορημάτων θεώρησε καλό να γράψει και ένα διαφορετικό βιβλίο που το ονόμασε «Ο πόλεμος της τέχνης» εκδόσεις Πατάκης. Σε αυτό το βιβλίο εκμυστηρεύεται και φανερώνει τον τρόπο της δουλειάς του. Οι σκέψεις του η υπαρξιακή αγωνία και η αγάπη του για την Ελλάδα μας εντυπωσιάζουν και αν μη τι άλλο η φράση του «Νιώθω σαν να έρχομαι στην πατρίδα μου», μας χαροποιεί γιατί χρειαζόμαστε να έχουμε τόσο πολύτιμους φίλους.

Ερ: Το καινούργιο σας βιβλίο, Ο Πόλεμος της Τέχνης, διαφέρει στο ότι  προσπαθείτε να μιλήσετε για τα μυστικά της συγγραφής. Ποια ήταν η αιτία για να γράψετε το συγκεκριμένο βιβλίο;

Απ: Υπέφερα πάρα πολύ ο ίδιος ως συγγραφέας. Ηττήθηκα από την αυτo-υπονόμευση που κατέληξα να ονομάσω «Αντίσταση» — αλλά ποτέ δεν είχα δει ένα άρθρο ούτε είχα διαβάσει ένα βιβλίο που να μιλά γι’ αυτό το φαινόμενο. Έτσι, τελικά, είπα στον εαυτό μου «Γιατί δεν γράφεις ένα βιβλίο γι’ αυτό το θέμα; Θα βοηθήσει άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες». Αυτό και έκανα.

Ερ: Ονομάζετε ως εχθρό της δημιουργικότητας την Αντίσταση. Όμως ο Δαλάι Λάμα λέει ότι « … ο εχθρός είναι ένας πολύ καλός δάσκαλος». Τι πρέπει να κάνουμε για να γεμίσουμε τη λευκή σελίδα;

Απ: Η Αντίσταση ΕΙΝΑΙ ο εχθρός της δημιουργικότητας, αλλά αυτός ο εχθρός μπορεί να μας διδάξει πάρα πολλά. Ένα από τα αξιώματα που εφαρμόζω στη δική μου δουλειά είναι το εξής: «Όσο περισσότερο φόβο αισθάνεσαι να ξεκινήσεις ένα συγκεκριμένο έργο, τόσο περισσότερο σημαντικό είναι να κάνεις αυτό ακριβώς το έργο». Ο φόβος είναι Αντίσταση. Όσο πιο σημαντικό είναι ένα έργο για την εξέλιξη της ψυχής μας, τόσο πιο πολλή Αντίσταση θα νιώθουμε στο να το κάνουμε. Επομένως αν τρέμετε απ’ το φόβο σας να κάνετε το Χ … κάντε το Χ!

Ερ: Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι οι συγγραφή είναι έμπνευση. Εσάς ποια είναι η γνώμη σας;

Απ: Ο Σόμερσετ Μομ, ο μεγάλος Άγγλος συγγραφέας, ρωτήθηκε κάποτε αν έγραφε με πρόγραμμα ή μόνο όταν του ερχόταν η έμπνευση. Είπε, «γράφω μόνο όταν μου έρχεται έμπνευση. Ευτυχώς, μου έρχεται κάθε πρωί στις εννέα ακριβώς.»
Με άλλα λόγια, η Μούσα έχει το δικό της πρόγραμμα … αλλά όταν μας βλέπει να καθόμαστε κάτω κάθε μέρα για να κάνουμε τη δουλειά μας, μας χαμογελά και έρχεται να μας επισκεφτεί.

Ερ: Ο ηθοποιός Χένρυ Φόντα είχε τρακ πριν ανέβει στην σκηνή. Η αποτυχία δεν φοβίζει τον καλλιτέχνη και ιδιαίτερα τον συγγραφέα;

Απ: Ο φόβος της αποτυχίας είναι μια μορφή Αντίστασης. Όλοι μας τον νιώθουμε. Αυτό που έχει μάθει ο επαγγελματίας ηθοποιός/καλλιτέχνης/συγγραφέας, ωστόσο, είναι ότι πρέπει να κάνει τη δουλειά του ακόμη και κοιτάζοντας το φόβο κατάματα. Ο φόβος δεν θα φύγει ποτέ. Επομένως πρέπει να μάθουμε να τον αντιμετωπίζουμε και να εξακολουθούμε να προχωράμε, άσχετα από το πόσο φοβόμαστε.

Ερ: Γράφετε ότι χρειαζόμαστε αυτοπειθαρχία και αυτογνωσία. Πώς όμως μπορεί να συγκεντρωθεί ο συγγραφέας όταν ζει σε μια κοινωνία όπου τα καθημερινά προβλήματα τον επηρεάζουν;

Απ: Αυτά τα καθημερινά προβλήματα είναι επίσης μια μορφή Αντίστασης. Και πάλι, είμαστε υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση. Κλείστε την πόρτα. Μην ανοίγετε σε κανένα. Κλείστε το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και το κινητό σας τηλέφωνο. Κάντε τη δουλειά σας.

Ερ:  «Το αντίθετο της αγάπης είναι η αδιαφορία». Όταν όμως ο συγγραφέας έχει ως αντίπαλο την κακή κριτική δεν υπάρχει κίνδυνος να αντιδράσει αρνητικά;

Απ: Ναι, φυσικά. Και πάλι όμως, το να αντιδράς στις κριτικές είναι ένα είδος Αντίστασης. Ο Χέμινγουεϊ είπε κάποτε ότι ο συγγραφέας δεν θα πρέπει ποτέ να διαβάζει τις κριτικές του διότι αν πιστέψει τις καλές, τότε είναι υποχρεωμένος να πιστέψει και τις κακές.

Ένας αληθινός επαγγελματίας έχει μάθει να μην παίρνει την αποτυχία προσωπικά – ούτε και την επιτυχία. Από τη στιγμή που έχει κάνει το καλύτερο που μπορούσε γράφοντας ένα βιβλίο ή κάνοντας οτιδήποτε άλλο… αυτό είναι το μόνο που μπορεί να κάνει. Ξέρω ότι είναι ευκολότερο να το λέμε παρά να το κάνουμε, αλλά το μόνο που θα καταφέρουμε αν παίρνουμε κατάκαρδα την αρνητική κριτική είναι να πληγωθούμε, δυσκολεύοντας έτσι τον εαυτό μας να εξακολουθήσει να εργάζεται. Θυμηθείτε, ο κριτικός μισεί περισσότερο αυτό που θα είχε κάνει ο ίδιος αν είχε βρει το θάρρος. Εσύ, ο συγγραφέας, έχεις κάνει τη δουλειά σου. Ο άνθρωπος που σε πυροβολεί σαν ελεύθερος σκοπευτής από το περιθώριο, το μόνο που εύχεται είναι να είχε κάνει αυτό που έκανες εσύ.

Ερ: Το να γράψεις έχοντας την πλάτη στη θάλασσα είναι σαν να θέλεις να ξεχάσεις την ομορφιά του δειλινού, το πέταγμα του πουλιού, το πρώτο πρωτοβρόχι. Δεν αισθάνεστε μοναξιά, τόσες ώρες που κλείνεστε στον εαυτό σας γράφοντας;

Απ: Ποτέ, διότι ζω στον κόσμο της φαντασίας μου. Μπορεί να μην κοιτάζω την ομορφιά της εξωτερικής θάλασσας, αλλά αρμενίζω με τη φαντασία μου σε θαυμάσιες εσωτερικές θάλασσες. Κάνω συζητήσεις με εκπληκτικούς χαρακτήρες και ζω τις περιπέτειες στον εσωτερικό μου κόσμο. Έπειτα, όταν τελειώνω τη δουλειά μου, κλείνω το γραφείο και βγαίνω έξω κι απολαμβάνω την πραγματική θάλασσα και το πραγματικό ηλιοβασίλεμα.

Ερ: Μου άρεσε που στο βιβλίο σας χρησιμοποιήσατε ελληνικά αποφθέγματα. Πόσο σας  επηρέασε η κλασική παιδεία στην ανάδειξή σας ως συγγραφέα;

Απ: Πραγματικά απέκτησα κλασική παιδεία (αυτο-δίδακτος) μόνο ΑΦΟΥ έγινα συγγραφέας. Κάτι το οποίο πράγματι είναι ο καλύτερος τρόπος, διότι τότε είχα ζήσει αρκετά πράγματα στη ζωή μου ώστε να εκτιμήσω τι είναι η σπουδαία μόρφωση.

Ερ: Όταν εκδόθηκε το πρώτο σας  μυθιστόρημα, Οι Πύλες της Φωτιάς, αλλά και αργότερα με τα υπόλοιπα μυθιστορήματα που αναφέρονταν  στην Ελλάδα, κάποιοι αναρωτήθηκαν πώς μπόρεσε ένας Αμερικάνος να γράψει τέτοια θαυμάσια βιβλία. Υπάρχει κάποιο μυστικό επιτυχίας;

Απ: Έχω μια σπουδαία μεταφράστρια – τη Βασιλική Κοκκίνου. Με κάνει να φαίνομαι πολύ καλός!

Επίσης, υποψιάζομαι ότι έχω ζήσει αρκετές προηγούμενες ζωές ως Έλληνας. Έτσι, παρόλο που μπορεί να μην είμαι Έλληνας σε τούτη τη ζωή, έχω νιώσει αυτή τη μεγάλη χαρά σε άλλες ζωές.

Ερ: Στα μυθιστορήματα  που εκδώσατε αναφέρετε ιστορικά στοιχεία που αγνοούν αρκετοί Έλληνες. Μήπως η τεχνολογία άφησε πίσω την καλλιέργεια της κλασικής παιδείας;

Απ: Εσείς (και άλλοι σύγχρονοι Έλληνες) πιθανόν να μπορούσατε να απαντήσετε σ’ αυτό το ερώτημα καλύτερα από μένα. Κατά κάποιο τρόπο, νομίζω ότι μερικές φορές ένας ξένος όπως εγώ μπορεί να δει έναν πολιτισμό πιο καθαρά από τα πραγματικά μέλη αυτού του πολιτισμού διότι τον προσεγγίζει με φρέσκια ματιά. Και μπορεί να τον εκτιμήσει περισσότερο. Ίσως ένας αυτόχθων Έλληνας κοιτάζει το κλασικό παρελθόν της χώρας του και, επειδή του είναι τόσο οικείο, το θεωρεί ως δεδομένο. Κάποιος όμως που δεν προέρχεται από τον πολιτισμό αυτό, όπως εγώ, τον βλέπει σε όλο του το μεγαλείο και τον συνεπαίρνει. Μπορώ να σας πω ότι, κάθε φορά που πήγαινα στη βιβλιοθήκη κι έψαχνα μανιωδώς στις πίσω αίθουσες και τελικά έβρισκα κάποιο δυσνόητο Ελληνικό κείμενο από 2500 χρόνια πριν, το έπαιρνα σπίτι σαν να είχα βρει χρυσάφι! Ανυπομονούσα να το διαβάσω.

Ερ: Έχετε γράψει μυθιστορήματα για την αρχαία Ελλάδα αλλά όχι για την αρχαία Ρώμη. Γιατί προτιμήσατε ως σημείο αναφοράς την πατρίδα μου;

Απ: Αυτό είναι και για μένα ένα μυστήριο. Η καλύτερη απάντηση που μπορώ να δώσω είναι απλά μαντεύοντας: ίσως να έζησα προηγούμενες ζωές ως Έλληνας αλλά όχι ως Ρωμαίος.
Μου αρέσει η Ρώμη – και οι ιστορίες της είναι συναρπαστικές – αλλά δεν με «αιχμαλωτίζει» όπως οτιδήποτε από την αρχαία Ελλάδα.

Ερ: Πώς νιώθετε κάθε φορά που επισκέπτεστε τη χώρα μας;

Απ: Νιώθω σαν να έρχομαι στην πατρίδα μου. Αν και έχει ενδιαφέρον το εξής: εύχομαι να επέστρεφα στην πατρίδα μου στην αρχαία εποχή παρά στη σύγχρονη. Όταν επισκέφτηκα τους Δελφούς για πρώτη φορά, αισθανόμουν τους αρχαίους θεούς. Ο Απόλλωνας ήταν ακόμη εκεί. Το ίδιο και στην Ολυμπία.

Έμεινα κάποτε στο Ξενοδοχείο Άγιος Γεώργιος στο Λυκαβηττό, μ’ αυτή τη μεγαλοπρεπή θέα πάνω από την Ακρόπολη και ολόκληρο το λεκανοπέδιο της Αττικής. Δεν δυσκολεύτηκα να κλείσω για λίγο τα μάτια μου και να φανταστώ την πόλη χωρίς τις τηλεφωνικές γραμμές και τα δορυφορικά πιάτα, όπως ίσως να έδειχνε πριν από 2500 χρόνια. Ένιωσα πραγματικά σαν να ήμουν στον τόπο μου.

Ευχαριστίες για τη βοήθεια στη μετάφραση στον κ. Περικλή Τάγκα, Αναπλ. Καθηγητή του Τμήματος Εφαρμογών Ξένων Γλωσσών στη Διοίκηση και το Εμπόριο.

 

http://www.diastixo.gr/

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ