Του Σωτήρη Χατζηγάκη πρώην υπουργού*.

Είναι γεγονός πως όλες, σχεδόν, οι ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι και σήμερα, κινήθηκαν χωρίς πυξίδα. Συχνά, μάλιστα, το πολιτικό μας σύστημα λειτουργούσε κάτω από μια κοντόφθαλμη «εθνικιστική» συνθηματολογία («Η Ελλάδα στους έλληνες») ή από έναν ευρωπαϊκό «ναρκισισμό», ο οποίος μας βόλευε, γιατί αποτελούσε πηγή άντλησης πόρων, τους οποίους, όμως, οι ελληνικές κυβερνήσεις ανάλωναν τις περισσότερες φορές σε καταναλωτικούς σκοπούς. Προβάλοντας, λοιπόν, η χώρα μας την ένδοξη ιστορία της, αλλά και τους αναμφισβήτητους ηρωϊκούς αγώνες της στο πλευρό των συμμάχων για την εγκαθίδρυση της ειρήνης και της Δημοκρατίας στο κόσμο, θεώρησε ότι αποτελούσε τον «επιούσιο λαό» επί της γης και ότι κάθε στάση και συμπεριφορά της θα πρέπει να είναι δικαιολογήσιμη. Δυστυχώς, «όταν το άλας μωρανθεί», όπως λέει η Αγία Γραφή, τα γεγονότα διαψεύδουν τέτοιους μύθους.

Έχει αποδειχθεί, ιστορικά, πως ο σεβασμός μιας χώρας και η ευτυχία του λαού της, δεν κερδίζεται με αναδρομές σε ηρωϊκά ιστορικά γεγονότα. Χρειάζεται μια συνεχής και έμπρακτη απόδειξη της χρησιμότητάς της, απέναντι στους άλλους λαούς και σε άλλα κράτη. Αυτή η ρεαλιστική –ή κυνική για πολλούς – διαπίστωση, στηρίζεται στη λογική της επιβίωσης, είτε αφορά σε κράτη, είτε σε ανθρώπους. Ο Μακιαβέλι και ο Χομπς, δυστυχώς, δεν διαψεύστηκαν μέχρι σήμερα, από κανένα κράτος ή πολίτη, ούτε και από την ιστορία.

Πρωταρχικός, συνεπώς, στόχος της χώρας μας, θα πρέπει πάγια να είναι η αυτοδύναμη παρουσία της μέσα σ’ ένα κόσμο ανταγωνισμού και συνεχώς συγκρουόμενων συμφερόντων. Έτσι μόνον θα μπορέσει να «σταθεί όρθια» στην ιστορική της πορεία και να ξεπεράσει τις δύσκολες στιγμές της, διαφυλάσσοντας την εδαφική της ακεραιότητα και την εθνική της ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια.

Είναι, βέβαια, ακριβές, πως και τα φαντασιακά των λαών (π.χ. η ανάμνηση και η προβολή του ένδοξου ελληνικού παρελθόντος, η συμμετοχή μας στους παγκόσμιους πολέμους, οι θυσίες του λαού μας σ’ όλους τους αγώνες του καλούμενου παλαιότερα ελεύθερου κόσμου κλπ.) συμβάλουν θετικά στην ενεργοποίηση και στη συσπείρωσή τους σε δύσκολες στιγμές. Η σημερινή, ωστόσο, Ελλάδα, παρέμενε αποκλειστικά προσκολημένη σ’ αυτές τις αναμνήσεις, χωρίς να καταβάλει συστηματικά και επίμονα κάποια άλλη προσπάθεια. Αντί, λοιπόν, να αξιοποιήσει θετικά τις ιστορικές της περγαμηνές, αντίθετα τις χρησιμοποίησε ως «άλλοθι» ανορθόδοξων και αντιπαραγωγικών πολιτικών. Έκλεισε, συνεπώς, τα μάτια της στη πραγματικότητα και υιοθέτησε μια υπερφίαλη και αδιέξοδη πορεία προσέγγισης των σημερινών πραγμάτων, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια. Έτσι, η ελληνική πολιτική, από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα, θεωρούσε πως το παγκόσμιο «Δίκαιο» ήταν πάντοτε δικό μας μονοπώλιο!! Για μας ήταν αδιανόητο να έχουν δίκαιο και οι άλλοι, οι «ξένοι»… Έτσι, αυτό-παγιδευτήκαμε –ιδίως μετά την ένταξή μας στην Ε.Ε.– σε υπεραπλουστεύσεις και τελικά πιστέψαμε, ότι συμμαχία σημαίνει, πως κάποιος υποχρεώνεται συνεχώς να μας δίνει και ποτέ να παίρνει. Σεβαστός, ωστόσο, και υπολογίσιμος σύμμαχος είναι εκείνος που εφαρμόζει υπεύθυνες πολιτικές, οι οποίες, συχνά, θα συνεπάγονταν και δικές του θυσίες και προσφορά. 

Αν επιχειρήσουμε μια ιστορική αναδρομή της πορείας του έθνους μας από το 1920 μέχρι σήμερα, θα διαπιστώσουμε πως ο ελληνισμός και το κράτος μας συνεχώς συρρικνώνεται. Δεν παραδειγματιστήκαμε, μάλιστα, ούτε από τους εθνικούς και γεωπολιτικούς μας ακρωτηριασμούς (παράδειγμα η Σμύρνη, η Κύπρος κλπ.). Αντίθετα, ακόμη και σήμερα, συνεχίζουμε να καθορίζουμε τους ιστορικούς εθνικούς μας στόχους, με επίκεντρο την τρέχουσα καθημερινότητα, τα επικοινωνιακά παιχνίδια και τα πιθανά πρόσκαιρα οφέλη.

Η ελληνική, πάντως, πολιτική –αλλά και ο λαός μας– δεν αξιολόγησαν μέχρι σήμερα σωστά το εθνικό «πλεονέκτημα – Ευρώπη». Το θεωρούσαν, πάντοτε, ένα απλό εφαλτήριο άντλησης καταναλωτικής ευζωίας, και όχι ως μια πραγματική ιστορική ευκαιρία αξιοποίησής των εθνικών μας συμφερόντων και στόχων. Προτίμησε, λοιπόν, η χώρα μας, να πορευθεί μέσα στην Ευρώπη, με κριτήρια καθαρά ωφελιμιστικά. Επέλεξε, έτσι, δυστυχώς, έναν καθαρά παρασιτικό καταναλωτισμό, αδιαφορώντας για τις μακροπρόθεσμες εθνικές επιπτώσεις. Χρησιμοποιήσαμε, δηλαδή, την Ευρώπη όχι για να βελτιώσουμε τις δομές της παραγωγής μας ή για να «μιμηθούμε» ένα σωστό παράδειγμα, αλλά για να καταναλώνουμε –και μάλιστα με δανεικά– όσο το δυνατόν περισσότερα. Αυτό είχε ως συνέπεια να υποθηκευθεί η χώρα μας και να μην προχωρήσει σε παραγωγικές επενδύσεις.

Στην εξέλιξη αυτή, βέβαια, συντέλεσε και η μεταπολεμική διαπλοκή διεθνών και ευρωπαϊκών οικονομικών κέντρων με εγχώριες ισχυρές οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις. Έτσι η Ελλάδα άντλησε μόνον βραχυπρόθεσμα ωφελήματα από την πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας, ενώ μακρορπόθεσμα, η θέση της υποβιβάστηκε. Η κατάσταση αυτή προέκυψε μέσα από ένα «συμβόλαιο-σιωπητήριο»  μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και των εγχώριων οικονομικών δυνάμεων, ώστε οι μεν να καλύπτουν τους δε. Σε κάθε περίπτωση, θύμα υπήρξε η πατρίδα μας και η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών της. Αναδύθηκε, ωστόσο, και ένα μικρό τμήμα, το οποίο καρπώθηκε σημαντικά ωφέλη απ’ αυτή την κατηφορική πορεία της χώρας μας, με δάνεια, φοροδιαφυγή, παράνομες παροχές, εξυπηρετήσεις, ψεύτικες συντάξεις κλπ.

* Ο Σωτήρης Χατζηγάκης γεννήθηκε στα Τρίκαλα. Σπούδασε νομικά και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία και την Αγγλία στις Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες (1971-1974).
Γόνος οικογένειας με μακρόχρονη πολιτική παράδοση και συμμετοχή στα κοινά, που πρόσφερε στη χώρα υπουργούς, βουλευτές, γερουσιαστές, νομάρχες, δημάρχους από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας ως τις μέρες μας, είναι ξάδελφος του Ευάγγελου Αβέρωφ.
Εντάχθηκε στη ΝΔ από την ίδρυσή της και το 1974 αναμείχθηκε ενεργά στην πολιτική. Εκλέγεται συνεχώς στο ίδιο κόμμα επί δώδεκα εκλογικές περιόδους, δηλαδή το 1974, το 1977, το 1981, το 1985, τον Ιούνιο του 1989, τον Οκτώβριο του 1989, το 1990, το 1993, το 2000, το 2004, το 2007 και το 2009.
Το 1979 εκλέχτηκε μέλος της Πρώτης Διοικούσας (Κεντρικής) Επιτροπής του κόμματος, ενώ τον Ιούνιο του 1989 διορίστηκε υπουργός αναπληρωτής Εθνικής Οικονομίας και υπουργός Εργασίας στην κυβέρνηση Τζανετάκη. Διατέλεσε υπουργός στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στα υπουργεία Εμπορίου (1990) και Γεωργίας (1991-1992). Το 2004 εκλέχτηκε Α’ αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων. To 2007 ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης και τον Ιανουάριο του 2009 το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Συγγραφέας άρθρων, μελετών και βιβλίων πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού περιεχομένου, με δημοσιεύσεις σε έγκριτες εφημερίδες και περιοδικά, συμμετέχει σε διεθνή συνέδρια και κοινοβουλευτικές αποστολές.

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ