Συνέντευξη του συγγραφέα Ευάγγελου Αυδίκου στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη.

Ο Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος γεννήθηκε στην Πρέβεζα, με καταγωγή από το Συρράκο. Σπούδασε στο Κλασικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και εργάστηκε για πολλά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος. Είναι καθηγητής λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.Πρόσφατα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Η σκιά της Μίκας» εκδόσεις Ταξιδευτής. Στο νέο του μυθιστόρημα επιχειρεί να μιλήσει για τη μοναξιά και τα διλήμματα των μεταναστών.  Ψάχνει τις πληγές που συχνά κρύβονται πίσω από επιτυχημένα όνειρα. Γράφει για την ελληνική διασπορά αλλά και για τα όνειρα κάθε μετανάστη. Με έρωτες που πονάνε αλλά και δίνουν ελπίδα.

Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί το μυθιστόρημα «Η σκιά της Μίκας», εκδόσεις Ταξιδευτής;

Ένα μυθιστόρημα, όπως και κάθε λογοτεχνική δημιουργία, ασφαλώς χρειάζεται μια αφορμή ώστε να αποκτήσουν αφηγηματική μορφή οι σκέψεις και οι προβληματισμοί του συγγραφέα που συνήθως τον απασχολούν για πολύ καιρό.Συνεπώς, το μυθιστόρημα «Η σκιά της Μίκας» έχει τη δική του αφορμή. Είναι η επίσκεψη στην Αμερική, ιδιαίτερα τη Νέα Υόρκη, τη Φιλαδέλφεια και την πολιτεία του Οχάιο στην περίοδο Οκτωβρίου 2008 έως Απρίλιο 2009. Η επίσκεψη αυτή, με αφορμή την εκπαιδευτική μου άδεια από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και την εκπαιδευτική σχέση μου με τα πανεπιστήμια της Φιλαδέλφειας και του Οχάιο, μου έδωσαν την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά μερικές όψεις του αμερικάνικου τρόπου ζωής, που εκφράστηκαν με ένταση στην προεκλογική περίοδο για την εκλογή προέδρου των ΗΠΑ. Πέρα από την πολύ σημαντική, για τους ίδιους τους Αμερικανούς-ιδίως τους Αφροαμερικανούς- ,   εκλογή του πρώτου “μαύρου” προέδρου στις ΗΠΑ, η επίσκεψη μού έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω πολλές πτυχές του αμερικάνικου τρόπου ζωής, να συναντήσω  ανθρώπους διαφορετικών εθνοτήτων και κοινωνικής θέσης.
Η αφορμή, λοιπόν, για το νέο μου μυθιστόρημα είναι η επίσκεψή μου στις ΗΠΑ , καθώς και οι πολλές μικροϊστορίες που άκουσα αλλά και βίωσα στη διάρκεια της διαμονής μου εκεί. Πρόκειται για ιστορίες που αναφέρονται στη μετανάστευση και  το όνειρο μιας επιτυχημένης ζωής. Μιλάνε για τη νοσταλγία της πατρίδας  αλλά και τις πληγές που αυτή έχει αφήσει στη μνήμη των ομογενών. Αυτές λοιπόν οι μικροϊστορίες αποτέλεσαν την αφορμή και το υλικό για να στηθεί το μυθιστόρημα. Ενεργοποίησαν τους προβληματισμούς μου για διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας αλλά και μ’ έφεραν αντιμέτωπο με προκαταλήψεις για τη διπολική οργάνωση της σχέσης μου με την Αμερική. Έτσι, αξιοποίησα την επίσκεψη και τις αφηγήσεις, ώστε να ασχοληθώ με τα ζήτημα της ύπαρξης και της μοναξιάς που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι που βρίσκονται στο μεταίχμιο δύο πολιτισμών, όπως είναι οι μετανάστες.

Η Μίκα και ο Κοσμάς αντιπροσωπεύουν  δύο διαφορετικούς κόσμους. Ποιος από τους δύο είναι ο πιο ιδανικός;

Η Μίκα και ο Κοσμάς ανήκουν σε δυο διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Η Μίκα είναι παιδί του Μεσοπολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η εθνική αυτή περιπέτεια την έριξε στα “βράχια” των ΗΠΑ, όπου προσπάθησε να επιζήσει και να ριζώσει. Ο Κοσμάς ανήκει στη μεταπολεμική Ελλάδα και η άφιξή του στην Αμερική γίνεται για διαφορετικούς λόγους. Θέλει να σπουδάσει. Διαφορετικές αφετηρίες λοιπόν. Διαφορετικές εμπειρίες. Αναμφίβολα, οι συνθήκες που φέρουν τον Κοσμά στις ΗΠΑ είναι πιο ευνοϊκές. Δεν μεταναστεύει κυνηγημένος. Δεν κρύβεται όπως κάνει η Μίκα. Εκμεταλλεύεται το επίπεδο των μεταπτυχιακών σπουδών στις ΗΠΑ για να κάνει το όνειρο της ζωής του πραγματικότητα. Η Μίκα είδε να γκρεμίζεται ο κόσμος της ενώ οι Κοσμάς αναζητεί , μέσω της εκπαίδευσης, να δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες ζωής για το μέλλον του.

Αναζητώντας τα ίχνη της Μίκας αποκαλύπτετε τις δυσκολίες εκείνης της περιόδου στην Αμερική. Πως τα κατάφεραν τότε οι συμπατριώτες μας και παρά τις δυσκολίες , πρόκοψαν και διακρίθηκαν σε όλους τους τομείς;

Αυτή είναι και η μοίρα όλων των μεταναστών που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα τους λόγω της φτώχειας. Οι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική, όπως και στην Αυστραλία, κατάφεραν να ριζώσουν και να δημιουργήσουν χάρη στην αλληλεγγύη που υπήρχε ανάμεσά τους. Από την πρώτη στιγμή σύστησαν συλλόγους που συμπαραστάθηκαν σ’ όσους μετανάστευαν. Επιπλέον, η αλληλεγγύη ενισχύθηκε με τη σταδιακή ίδρυση ορθόδοξων εκκλησιών, οι οποίες έγιναν το επίκεντρο της αλληλεγγύης αλλά και το όχημα για τη σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της ομογένειας με την επιμονή στη διατήρηση πολλών ελληνικών γιορτών και συνηθειών. Πέρα απ’ αυτά, οι δυσκολίες δεν απογοήτευσαν τους Έλληνες. Μια σημαντική διάσταση του ελληνικού πολιτισμού, που οφείλεται στην πάλη με περιβαλλοντικές και οικονομικές αντιξοότητες, είναι η εφευρετικότητα και η σκληρή δουλειά. Οι Έλληνες έμαθαν να μην υποχωρούν μπρος στις δυσκολίες. Έμαθαν να ξεπερνούν τις δυσκολίες με το διαρκή αγώνα αλλά και την αλληλεγγύη που πολλαπλασιάζει τις δυνάμεις. Σ’ αυτή την κατεύθυνση ήταν σπουδαία η συνεισφορά της οικογένειας που έμεινε ενωμένη γύρω από τον κοινό στόχο. Η επιτυχία για την ελληνική ομογένεια στην Αμερική ήταν οικογενειακή, όχι ατομική. Όλα τα μέλη της οικογένειας ένωσαν τις δυνάμεις τους στην προσπάθεια να πετύχουν όλοι μαζί. Και το κατάφεραν σε πολύ λίγα χρόνια.

Οι Έλληνες της Αμερικής λέει κάποιος από τους ήρωές σας αισθάνονται κάπου μπερδεμένοι. Από την μια έχουν την νοσταλγία και από την άλλη θέλουν να γυρίσουν πάλι στην χώρα που τους φιλοξενεί και εργάζονται. Πως εξηγείτε αυτήν τη παλινδρόμηση;

Ο μετανάστης, ιδίως της πρώτης γενιάς, είναι πάντα μετέωρος. Πάντα νοσταλγεί την πατρίδα του. Είναι η παιδική του ηλικία εκεί, οι φίλοι του, ο τόπος που πρωτογνώρισε, οι πρώτοι έρωτές του. Είναι απόλυτα φυσικό να νιώθει έντονη νοσταλγία. Κάθε μετανάστης που φεύγει από τον τόπο του, ακόμη και για μια πόλη της χώρας του, νιώθει έντονη την έλξη του γενέθλιου τόπου. Αυτή η νοσταλγία γίνεται ισχυρότερη ανάμεσα στους Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ αλλά και αλλού. Πρώτα απ’ όλα οι μετανάστες της πρώτης γενιάς δεν έχουν στο μυαλό τους την οριστική εγκατάσταση στη χώρα που μεταναστεύουν. Θεωρούν τη μετανάστευση προσωρινή και ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψουν, κατά κανόνα όταν πετύχουν το στόχο τους. Το ίδιο συμβαίνει με όλους τους μετανάστες αυτής της κατηγορίας, ανεξάρτητα από τη χώρα που μεταναστεύουν. Η διάθεση αυτή αλλάζει στη δεύτερη και την τρίτη γενιά που σταδιακά ενσωματώνεται στη χώρα υποδοχής με την εκμάθηση της γλώσσας και την αποδοχή του εκεί τρόπου ζωής. Η νοσταλγία όμως δεν σημαίνει ότι όλα είναι ρόδινα στη χώρα καταγωγής. Συνήθως, οι μετανάστες στις ΗΠΑ νοσταλγούν μια χώρα που είναι στη μνήμη τους.  Η πατρίδα που άφησαν έχει αλλάξει.  Νοσταλγούν έναν ιδανικό τόπο που τους πληγώνει όταν επιστρέφουν. Οι ομογενείς πλέον έχουν μάθει σε διαφορετικές πολιτικές, πολιτιστικές και οικονομικές συνθήκες. Έτσι, η επιστροφή τους πληγώνει. Συναντούν μια χώρα διαφορετική απ’ αυτή που νοσταλγούσαν. Αυτή η παλινδρόμηση,  για την οποία κάνει λόγο το ερώτημά σας, είναι σύμφυτη με τους μετανάστες της πρώτης γενιάς. Νιώθουν ξένοι παντού. Στη χώρα που μεταναστεύουν , παρόλη την επιτυχία τους, νιώθουν προσωρινοί. Αποφεύγουν να ενταχθούν, ή θέλουν να ονειρεύονται την επιστροφή στην πατρίδα που τους γέννησε. Όμως, και στην πατρίδα νιώθουν ξένοι. Είναι αποκομμένοι από την πραγματικότητα και συχνά οι συμπατριώτες τούς θεωρούν “ξένους”, Ελληνο-αμερικανούς.

Οι σκηνές που περιγράφετε στο Έλλις Αιλαντ είναι εξαιρετικές. Τι ήταν τότε το Ελλις Αιλαντ και τι είναι σήμερα;

Το Έλλις Άιλαντ είναι ένα νησί, στο οποίο αποβιβάζονταν όλοι οι μετανάστες που έφταναν με τα καράβια στη Νέα Υόρκη. Εκεί , οι υποψήφιοι μετανάστες περνούσαν από πολλές εξετάσεις για μεγάλο διάστημα. Ήταν ένας χώρος όπου άνθρωποι από διαφορετικές χώρες μοιράζονταν τον πόνο της ξενιτιάς αλλά και την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Το μέλλον εξαρτιόταν από τους γιατρούς. Αν οι μετανάστες ήταν υγιείς τότε προωθούνταν στο εσωτερικό της Αμερικής. Ουσιαστικά, η περιπέτειά τους άρχιζε μετά τη θετική γνωμάτευση των γιατρών. Σ’ αντίθετη περίπτωση, οι μετανάστες στέλνονταν πίσω στις χώρες καταγωγής τους. Τότε, η ελπίδα μετασχηματιζόταν σε μοιρολόι για τη χαμένη ευκαιρία. Η χειρότερη εκδοχή ήταν όταν η ιατρική γνωμάτευση χώριζε οικογένειες, φίλους, συμπατριώτες, καθώς κάποιοι απ’ αυτούς αναγκάζονταν να γυρίσουν πίσω. Το Έλλις Άιλαντ ήταν ο τόπος των δακρύων αλλά και των ελπίδων. Σήμερα, το νησί αυτό φιλοξενεί ένα ίδρυμα αλλά και μουσείο για το μεταναστευτικό ρεύμα που δημιούργησε αυτό που ονομάζεται ΗΠΑ. Είναι ένας χώρος μνήμης αλλά και έρευνας. Μπορεί οιοσδήποτε ενδιαφερόμενος να αναζητήσει πληροφορίες για οικείους του με σκοπό την ανασυγκρότηση της οικογενειακής μνήμης. Όσοι Έλληνες επιθυμούν να μάθουν δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν από το να επισκεφτούν τα ηλεκτρονικά αρχεία του ιδρύματος. Για όσους δε επισκέπτονται τη Νέα Υόρκη θαρρώ πως θα μπορούσε να ήταν ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων τόπος επίσκεψης.

Πολλοί  Ελληνοαμερικάνοι επιχειρηματίες έχουν γίνει πάμπλουτοι. Παρέχουν καμία βοήθεια στις σημερινές δύσκολες στιγμές που περνάει η χώρα μας;

Οι Ελληνο-αμερικανοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, παρακολουθούν με ενδιαφέρον τα όσα γίνονται στη χώρα μας και προσπαθούν, ακόμη κι όταν είναι επικριτικοί, να συνεισφέρουν κι αυτοί. Συχνά, οι Ελληνο-αμερικανοί επιχειρούν με την αρθρογραφία τους σε διάφορα μέσα ν’ αλλάξουν την εικόνα της Ελλάδας στις ΗΠΑ. Αυτό το πράττουν με δημοσιεύματα σε εφημερίδες και περιοδικά αλλά και με αναρτήσεις στα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακόμη, διοργανώνουν συναντήσεις Ελλήνων παραγόντων με πανεπιστήμια και διαφόρους φορείς πολιτικής και οικονομικής παρέμβασης.

Η υπόθεση του μυθιστορήματος μοιάζει σαν να ακουμπά στον ανθρώπινο πόνο. Είναι αλήθεια ότι είναι πολύ μικρή η απόσταση από την ευτυχία και τον πόνο;

Έχετε δίκιο. Το μυθιστόρημα ψάχνει τις πληγές των μεταναστών, των οποίων η ζωή κινείται ανάμεσα στον πόνο, που προκαλεί ο ξεριζωμός και η απουσία αγαπημένων προσώπων, και την ελπίδα για μια καινούργια ζωή. Μιλώντας με φιλοσοφική διάθεση, η ζωή είναι μια σειρά από στιγμές ευτυχίας και πόνου. Πρόκειται για συναισθήματα που εναλλάσσονται στη ζωή. Κι αυτό οι μετανάστες το γνωρίζουν πολύ καλά.

Είχατε καμία εμπειρία από την Αμερική  ή γράψατε το μυθιστόρημα με την φαντασία σας;

Η λογοτεχνία δε γράφεται ποτέ στο κενό. Το ίδιο συμβαίνει με όλες τις μορφές τέχνης, ακόμη κι όταν φαίνεται να οργανώνονται από τη φαντασία. Το υλικό αντλείται από τις εμπειρίες του συγγραφέα, που δε σημαίνει ότι είναι μέρος της δικής του ζωής. Το ίδιο ισχύει και για τη «Σκιά της Μίκας». Η επίσκεψη στην Αμερική, η επαφή με την ομογένεια, η γνωριμία με μορφές της αμερικάνικης κοινωνίας αλλά και η ελληνική μεταπολεμική κοινωνία αποτέλεσαν τα θέματα που τροφοδότησαν την αφηγηματική πλοκή. Πολύ σημαντική υπήρξε η συμβολή των ιστοριών για το κραχ του 1929 στις ΗΠΑ και η πορεία των υποτιμημένων μετοχών, κάτι που ενεργοποιεί και τα έντονα συναισθήματά μας για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα της κρίσης.

Είσαστε μυθιστοριογράφος αλλά και καθηγητής του Πανεπιστημίου. Πώς νιώθετε όταν οι φοιτητές σας ανακαλύπτουν την συγγραφική σας ιδιότητα;

Ικανοποίηση γιατί οι φοιτητές μου γνωρίζουν και μια άλλη πλευρά μου. Συχνά αυτό γίνεται αφορμή για ουσιαστική συζήτηση, πέρα από τα όρια της σχέσης καθηγητή –φοιτητή.

Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες μας που θα διαβάσουν την συνέντευξή σας;

Να διαβάζουν λογοτεχνία. Να ψάχνουν την καλή λογοτεχνία. Χρειαζόμαστε τα ταξίδια.


ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ