Γράφει ο Σωτήρης Οικονόμου.

Μια φορά και έναν καιρό στην χώρα του φωτός, δηλαδή της θυγατέρας του Ήλιου, όπου κυριαρχούσε το γένος του Νεόπλουτου και της Ευμάρειας, τα γαϊδούρια έβοσκαν αμέριμνα στα καταπράσινα λιβάδια της και απολάμβαναν τη ζωή όπως ήθελαν. Μέχρι που έφτασαν στο σημείο να βόσκουν επιλεκτικά, αλλάζοντας διαρκώς σημείο. Στον ελεύθερο μάλιστα χρόνο τους, ο οποίος ήταν αρκετός, διασταυρώνονταν ακόμα και με άλογα, με αποτέλεσμα να γεννούν μουλάρια, ζώα δηλαδή αχθοφόρα, που τα εκμεταλλεύονταν τα αφεντικά τους.

  Κάποια όμως ημέρα τα αφεντικά αυτά σκέφτηκαν πως ήταν αδιανόητο και απαράδεκτο να καλοπερνούν τα γαϊδούρια. Έπρεπε, είπαν, να  αλλάξουν τρόπο ζωής, για το συμφέρον τους βέβαια, ακολουθώντας αυτόν των αχθοφόρων μουλαριών, και όχι να γυρνούν από εδώ κι από εκεί, λαμανίζοντας το πλούσιο χόρτο των λιβαδιών. Ήταν επιβεβλημένο, λοιπόν, να γίνουν «γομάρια», φέρνοντας καθημερινώς στην ράχη τους γόμο, δηλαδή φορτίο.

  Χωρίς, λοιπόν, να τα ρωτήσουν, αν συμφωνούσαν μαζί τους, τα έπιασαν με τη βία, τα καπίστρωσαν, τα βάπτισαν «γομάρια», τα διέταξαν να κουβαλούν όλα τα βαριά φορτία και τα έκλεισαν για τον υπόλοιπο χρόνο τους μέσα σε έναν αχυρώνα, στο άχυρο του οποίου δεν είχαν ελεύθερη πρόσβαση. Τα χλοερά λιβάδια έγιναν όνειρο θερινής νυκτός και μόνο, όταν τα αφεντικά αποφάσιζαν, προσέφερναν σ’ αυτά ορισμένη ποσότητα αχύρου, όχι βέβαια την ίδια στο καθένα. Κάποια μάλιστα απ’ αυτά τα άφηναν εντελώς νηστικά, δένοντάς τα στα παλούκια της υπαίθρου χώρας κατά τις κρύες νύχτες του χειμώνα και τις καυτές ημέρες του θέρους με αποτέλεσμα να πεθαίνουν από την πείνα, τις αρρώστιες και τις καιρικές συνθήκες. Αυτά αποτελούσαν το αχρείαστο και ανήμπορο στην μεταφορά του φορτίου σώμα, το οποίο πλήρωνε το βασικότερο τίμημα  της « Ύστερης Επανίδρυσης του Κράτους» των αφεντικών.

  Η ζωή των γομαριών κυλούσε σκληρά και αλλοπρόσαλλα, χωρίς να υπάρχει κάποιο ελπιδοφόρο φως στον ορίζοντα. Η βαναυσότητα των αφεντικών έφτανε ενίοτε στα άκρα και ο πόλεμος νεύρων προς τα ζωντανά είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις, μέχρι το σημείο που  έσπειραν σ’ αυτά τη διχόνοια, όταν  μοίραζαν το άχυρο!

  Μάλωναν, λοιπόν, τα γομάρια μεταξύ τους, επιρρίπτοντας το ένα την ευθύνη στο άλλο για την υπάρχουσα κατάσταση, χωρίς να αντιλαμβάνονται την αιτία και την πηγή του κακού που τα είχε βρει. Κάποια μάλιστα θεωρούσαν ότι η μετάλλαξή τους από  γαϊδούρια σε γομάρια ήταν αποτέλεσμα θεϊκής βουλήσεως!

  Καθ’ όσο χρονικό διάστημα έβλεπαν τα αφεντικά να μαλώνουν τα γομάρια στον ίδιο τους τον αχυρώνα, έτριβαν τα χέρια τους από ιδιαίτερη χαρά και έλεγαν μ’ ένα στόμα: « ΔΙΑΙΡΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕ»!

  Και… ενώ διαδραματίζονταν  αυτά τα γεγονότα,  συνέβη κατά τη μεταφορά φορτίου το εξής αξιοσημείωτο περιστατικό, το οποίο προσέφερε τη δυνατότητα έντονου προβληματισμού στα γομάρια του αχυρώνα.

 

             Η μέρα ήτανε μουντή!

             Σύννεφα τύλιξαν τη γη!

             Το ζώο ήθελε βοσκή,

             όμως το φόρτωμα βαρύ,

             που προξενούσε την οργή!

  Τι γομάρι είν’ αυτό;

   Λέγαν όλοι στο χωριό.

  Πώς αντέχει; Δεν πονεί;

   Τον καθένα συγκινεί!

   Αφού τα άκουσε αυτά

   με τα μεγάλα του αυτιά,

   έβγαλε φωνή βαθειά,

   που αντηχήσαν τα βουνά.

  Γιατί σαμάρι να φορώ,

   να ’χω καπίστρι στο λαιμό

   και βάναυσο αφεντικό;

   Τόσα βάρη κουβαλώ,

   χωρίς εγώ ν’ αγκομαχώ!

   Έχει νόημα αυτή η ζωή,

   που είναι άπονη, πικρή;

  Φύγε, για νά ’βρεις προκοπή!

   Του απαντά ένα παιδί.

  Κόψε το χονδρό σχοινί!

   Ξέχνα σαμάρι και παχνί!

   Πέτα σαν γοργό πουλί!

  Ούτε που να το σκεφθώ,

             να ενεργήσω έτσι εγώ.

   Πού ’ναι τα πλατειά φτερά;

   Είν’ τα μέλη μου βαριά!

– Έχεις πόδια εσύ γερά!

   Τρέξε πέρα, μακριά!

  Κι άμα θα ’ρθει τ’ αφεντικό;

  Κλώτσα του κι άιντε από δω!

  Είναι εύκολο αυτό;

  Βεβαίως, μα και δυνατό!

   Έχεις αρκετή ισχύ!

   Την αγνοείς και αδρανεί!

   Αν ξυπνήσει τώρα αυτή,

   θα κινήσει και τη γη!

  Είμ’ αυτό που λες εγώ,

   ένα γαϊδούρι  ισχυρό;

            Άμα πιστέψεις, είν’ απλό

             γαϊδούρι να ’σαι δυνατό

             από τον κόσμο σεβαστό

             κι όχι γομάρι στον ζυγό.

             Έτσι ελεύθερα στη γη

    θα τριγυρνάς βράδυ, πρωί,

    χωρίς σαμάρι και παχνί,

    χωρίς αφεντικό τραχύ!

 

Και…ο νοών την ιστορίαν ταύτην νοείτω.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ