Διήγημα του Μάριου Μιχαηλίδη συγγραφέα και εκπαιδευτικού στα εκπαιδευτήρια Δούκα.                                                  

Όταν κτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσα εντελώς ανυποψίαστος, όπως άλλωστε συμβαίνει με τους πιο πολλούς. Είμαι κι εγώ από αυτούς που ποτέ δεν κοιτούν ποιος τους καλεί. Απλώς απαντώ, παρ’ ότι συχνά το μετανιώνω. Γιατί, όπως κάποια τηλεφωνήματα μπορεί να σου φτιάξουν την ημέρα, υπάρχουν και κάποια που την χαλάνε. Όμως, τα τηλεφωνήματά του Μιχάλη μού είναι πάντοτε ευχάριστα, παρ’ ότι είναι υπέρ το δέον χρονοβόρα. Αυτό είναι και η μόνη αιτία για τη δυσφορία, που κάποιες φορές  αισθάνομαι, όταν συμβαίνει να μου τηλεφωνεί, συνήθως βράδυ. Προς θεού, όμως, δυσφορία όχι γι’ αυτόν αλλά για τα ανεκτέλεστα, που μοιραία με κυνηγούν την επόμενη μέρα. Βέβαια, ο Μιχάλης ζει μόνος, οπότε τον κατανοώ πλήρως.

Κατά κανόνα σε ένα τηλεφώνημα, μιλούν δύο. Όμως, με τον Μιχάλη τα πάντα ανατρέπονται. Ο χείμαρρος που ξεχύνεται από την άλλη άκρη του σύρματος, είναι τόσο δυνατός που τίποτα δεν του αντιστέκεται. Ούτε ερώτηση ούτε διακοπή. Γιατί χαλάει ο ειρμός. Άλλωστε…      

-“Εσύ δεν ξέρεις τι μου συμβαίνει, όχι μόνο εσύ, όλοι σας, βέβαια εσύ εργάζεσαι, εργάζομαι όμως κι εγώ… άκου, αν έχεις το θεό σου, γέμισε ο τόπος τελάρα, παραπατώ…, άλλες φορές περνούσα με κλειστά τα μάτια, τώρα με εμποδίζουν χιλιάδες τελάρα… γελάς ε; Τα χαρτιά, πού τα πας τα χαρτιά, χιλιάδες χαρτιά, δεν τολμώ ν’ αγγίξω ούτε μια σελίδα, φοβάμαι σου λέω μην καταρρεύσει όλος αυτός ο όγκος τα χαρτιά και τότε ποιος με σώζει εμένα, ε; Γελάς, γιατί δεν ξέρεις τι τραβάω, ούτε το τηλέφωνο δεν μπορώ να σηκώσω, με πιάνουν στην κουβέντα· εγώ κύριε εργάζομαι στα ογδόντα δύο μου χρόνια κι άφησε σε παρακαλώ τα μπράβο, σε λίγο θα λες κι εσύ “καλός ήταν ο μακαρίτης…” Ναι, αυτοσαρκάζομαι και προκαταβολικά σας το λέω αν δεν τελειώσω με τα τελάρα θα με βρείτε εδώ πεθαμένο… Σιγά που θα με βρείτε, όχι πες μου, ξέρεις πού είναι το σπίτι μου; Βέβαια. Πού να ξέρεις αφού ποτέ… Μη με διακόπτεις, αν ήθελες θα ’ρχόσουν να με δεις. Τι; Δε θα σου άνοιγα; Σιγά… εκτός κι αν δεν είμαι μέσα… πού να πάω; …… Σε κοροϊδεύω φυσικά, μα τόση ώρα τι σου λέω, σαν φυλακή είναι το σπίτι μου, τόση ώρα τι σου λέω, έχω τραβήξει χίλιες φωτογραφίες και λίγες σου λέω… Πού τις έχω; Θα σου ’λεγα τώρα, μα τι θα καταλάβεις, μόνο ρωτάς, δε νιώθεις τι τραβάω… Άκουσε, εγώ είμαι καλλιτέχνης, πρέπει να τελειώνω με όλα αυτά… είναι τελάρα τεράστια… Ναι έχω και πολλά μικρά… για έλα να δεις… όχι, να μην έρθεις, να, τώρα πόση ώρα μιλάμε και τι λέμε, σου εξηγώ και δεν με καταλαβαίνεις, δεν έχω την άνεση που έχετε εσείς, δε λέω για σένα μην αρπάζεσαι… Αλήθεια, πες μου για τα ποιήματά σου. Να ξέρεις πάντα το έλεγα, γράφεις πολύ καλά, κοίταξε είσαι δουλευταράς σε παρακολουθούσα τότε… μα δε θυμάσαι που μου έδινες τα χειρόγραφά σου; Η γλώσσα σου… Ναι, είναι μεγάλο προσόν… για πες μου… μου έκανε εντύπωση που έλεγες τα βλέπω μες στο μυαλό μου, ένα σωρό εικόνες, στήνω το σκηνικό του ποιήματος, αυτό ήταν πολύ καλό μου άρεσε και το δούλευα στη σκέψη μου… αυτός έλεγα θα μπορούσε να γίνει ζωγράφος, αλήθεια δε ζωγράφιζες μικρός; Αφού το θυμάμαι που το έλεγες… Όταν διάβασα Τα Ανεξίτηλα κατάλαβα τι εννοούσες… Κοίτα δεν έχεις άδικο κι εγώ βλέπω την εικόνα πρώτα, θα μου πεις είσαι ζωγράφος, αλλά εδώ παίζεται ένα παιχνίδι που εσύ θα το καταλάβεις… εγώ δεν είμαι λυρικός στη χρωματική αφήγηση… Εσύ με καταλαβαίνεις… Μην ενθουσιάζεσαι και μη γελάς… Ναι, έχω καιρό να μιλήσω σε άνθρωπο, εννοείται στο τηλέφωνο μιλώ, μιλώ με εκείνο τον καθηγητή στη Θεσσαλονίκη, καμιά φορά δεν ακούει, σιγά μου λέει, πιο σιγά… Άσε παιδί μου δεν ξέρεις τι τραβάω… Ναι είμαι ρεαλιστής αλλά με μια αφαιρετική διάθεση… Μπράβο το θυμάσαι βλέπω, δεν το πιστεύω… με ηχογράφησες; Αυτός; Μεγάλος ζωγράφος. Ναι κυβισμός λέγεται, ναι, καλά το λες. Αυτός, ξέρεις, είχε φτάσει στα πρόθυρα της τρέλας… όχι, νατουραλιστής! ψήγματα μόνο, ελάχιστος ο λυρισμός του… Ποιος; Ο Κόντογλου; αυτός είναι σπουδαία μορφή. Ε… η εποχή ήταν τέτοια, στροφή στο λαϊκό πολιτισμό, αναζήτηση της ελληνικότητας. Αν χρειαζόταν λέει; Βεβαίως και χρειαζόταν. Μην ξεχνάς, ο λαός έμπαινε στη δίνη ενός συστήματος, για το οποίο τίποτε δε γνώριζε. Το είχαν αποφασίσει άλλοι. Έπρεπε να βαδίσει ο τόπος στα σίγουρα… με ένα μπούσουλα, ένα όραμα. Μήπως τι ίδιο δεν έκανε Ο Ελύτης; Ναι, ναι και ο Σεφέρης; Αναζήτησαν κι αυτοί τις ρίζες μας… Άνοιξαν διάλογο με το φως, με τη μυθολογία… Καλά, καλά μην ξεφεύγουμε. Ναι. Ο Κόντογλου αναβίωσε τη φόρμα της βυζαντινής αγιογραφίας… Το βλέπουμε στους πίνακες με κοσμικά θέματα… Όχι… όχι, μη λες βυζαντινό νατουραλισμό… Ποιος Γουναρόπουλος…… τι μου λες, δεν τον ξέρω τον κύριο… Άσε θα σου πω μια άλλη φορά… Ο Βασιλείου. Ναι. Ο μπάρμπα Σπύρος. Συμφωνώ, πολύ μεγάλος, κάθε πίνακας και μια εξαιρετική μονογραφία αισθητικής ανάγνωσης. Aνάταση. Aυτό είναι το συναίσθημα… Μια φορά στάθηκα μπροστά σ’ έναν πίνακά του… Ένιωσα να γλιστρώ και να μπαίνω μέσα σε μια χρωματική χοάνη, που όλο με ρουφούσε και με διαμέλιζε, χωρίς καθόλου να πονώ, μέχρι που χάθηκα στο χαοτικό σύμπαν του μαύρου και του υποκίτρινου… Τι παράξενο που ήταν αυτό… Ναι. Με είδε. Καθόταν δίπλα και με παρατηρούσε να χάνομαι… Εμένα; κανείς… Στη Σχολή ναι, μόνο ο Νίκος Εγγονόπουλος. Ο ποιητής, αυτός που θαυμάζεις… Δίκαιο έχεις, ναι υπερρεαλιστής και στη ζωγραφική… Θυμάσαι μια φιγούρα ευζώνου με περικεφαλαία αρχαίου πολεμιστή; Ελληνικότητα, όλοι παιδιά του Μακρυγιάννη… Στο τέλος τον έφαγε ο Μινώταυρος. Όχι, όχι αστειεύομαι… θυμάσαι τον πίνακα; Και ο Θεόφιλος… συμφωνώ… Ευτυχώς που δεν τον έστειλαν σε καμιά σχολή, σώθηκε… Μα πες μου γράφεις; Μπράβο.  Τι μου λες τώρα… να τα βάλεις σε φάκελο και να μου τα στείλεις… Εγώ; Θεός φυλάξoι, μακριά από υπολογιστές… Ποιος; ο Νικήτας; Δεν το πιστεύω… Κοίτα… είναι έξυπνος άνθρωπος, τον θυμάμαι, τον εκμεταλλεύτηκαν πολύ… τον ξεζούμισαν. Ξέρω… τα έβλεπα… Διηγήματα είπες; Επιτέλους κάτι διαφορετικό έπρεπε να γράψει να ξελυθεί η ψυχή του… Τα ξέρω τα βιβλία. Μελέτες. Τώρα, μου λες διηγήματα… άλλο αυτό. Λογοτεχνία. Εκ βαθέων. Λύτρωση… Τον κουμπώσανε… Άκουσε, τα έχω ζήσει και τα ξέρω… Τι; να τους άφηνε; Και η οικογένειά του; Αυτός είναι χειρότερος από σένα… Κι εσύ έγραψες πεζό, το θυμάμαι πώς δεν το θυμάμαι, μου φαίνεται ξεχνάς… Να, μιλάμε τόση ώρα, εσύ θα πας να κοιμηθείς μετά, εμένα με ρωτάς;

Τι; Αχ… Τίποτα δεν ξέρεις… Κάποτε είχα μια θεία… Αυτή με μεγάλωσε στο χωριό, αυτή και η νονά μου… Γιατί γελάς; Αν δεν τις είχα αυτές τις δυο… Εσύ πιστεύεις… δεν πιστεύεις; Όχι, εγώ δεν πίστευα… Τώρα σκέφτομαι, είχα άδικο… Τη στενοχωρούσα τη θεία μου, όλο το σταυρό της έκανε… θύμωνα, ήταν αμόρφωτη…. ποια μόρφωση στην επαρχία… την εκμεταλλεύτηκε ο παπάς… Όχι μην αμαρτάνεις, τι είναι αυτά που σκέφτεσαι… γίνονται αυτά; Τα σπίτια. Της τα φάγανε… και τα χτήματα… Ξέρεις τι είναι οι παπάδες; Ναι,  δε λέω είναι και καλοί… Τι σου έλεγα; Α… Η θεία μου… κι η νονά μου… ο θεός να τις έχει καλά… Τι; γελάς; Βέβαια, μα τι ξέρεις εσύ… Με παίρνουν στο τηλέφωνο κάτι παλιοί μαθητές μου από τη Σχολή Δοξιάδη, “Να έρθουμε να σας πάρουμε, να πάμε σε ταβέρνα, να έρθουν και τα κορίτσια…” Τι; πάψε μη λες ανοησίες… Πού να πάω… κανείς σας δεν ξέρει… Σου είπα για τα χαρτιά; Ένα βουνό χαρτιά, κάτι να τραβήξω πάει, χάθηκα και ποιος θα έρθει να με βοηθήσει… Είναι και οι φωτογραφίες… για το άλμπουμ… Καλά δε σου το έχω πει; Το άλμπουμ με τους πίνακες… Εγώ φυσικά… ποιος να δώσει λεφτά… Ποιο υπουργείο μου λες… Ξέρεις πόσα χρόνια έχω να πάω διακοπές; Θα σου στείλω, φυσικά θα σου στείλω… Εγώ σε θυμάμαι. Εσύ; καλά, καλά… σε ξέρω κι εσένα… δεν γκρινιάζω… Θα σου πω κάτι και μη γελάσεις… Θυμάσαι το “Άνθρωποι και ποντίκια”; Τι πού το πάω; Άκουσε και θα δεις. Κινδυνεύω και πολύ μάλιστα. Γυναίκα; Βλακείες… Παιδί μου κινδυνεύω κι εσύ γελάς; Τα ακούω κάθε βράδυ. Είναι πονηρά, κρύβομαι πίσω από τα τελάρα με τη σκούπα στο χέρι έτοιμος… μα αυτά αλλάζουν δρόμο. Με μυρίζονται… Τι κολόνια φορώ; Μα τι με πέρασες; Σοβαρέψου. Εγώ σου μιλάω σοβαρά κι εσύ μου λες εξυπνάδες. Τ’ ακούω ξανά, στήνω τελάρα να τα εμποδίσω, να έρθουν προς το μέρος μου, να τους δώσω μια με τη σκούπα… Πέρυσι μου ’φάγαν ένα σχέδιο… κάρβουνο. Γυμνό τοπίο… με ένα δέντρο στη μέση.  Βελανιδιά. Τι να ηρεμήσω… σε μένα λέει πολλά. Ξέρεις πόσους κρεμάσανε σ’ αυτό το δέντρο οι Γερμανοί; Πολλούς. Και τον άντρα της νονάς μου. Εσύ γεννήθηκες αλλού, δεν έχεις τέτοιες εμπειρίες. Άρεσε στον Παναγιώτη. Πολύ. Ήθελε να τον αγοράσει. Θυμάσαι, τότε στην έκθεση… Μα όταν του είπα την ιστορία, έκανε πίσω…”

Χειμώνας στην Κρέσταινα. Νομός Μεσσηνίας. Στις έξι το πρωί, συγκέντρωσαν τους κατοίκους, τους έβαλαν σ’ ένα κύκλο  στη σειρά και τους άφησαν έτσι αμίλητους για κάμποση ώρα. Στέκονταν και το βλέμμα τους χανόταν προς τον κάμπο κι έφτανε ίσαμε τα χιονισμένα βουνά. Όλοι το ψυχανεμίζονταν πως ήταν κάτι να συμβεί. Κι αυτό το κάτι, το γνώριζαν κι εύχονταν μη λάχει και συμβεί σ’ αυτούς.

Σε λίγο έφτασε το καμιόνι. Πετάχτηκαν έξω αγριεμένοι στρατιώτες και τελευταίος βγήκε εκείνος με την κουκούλα. Τον συνόδεψαν δυο στο κέντρο του κύκλου κι αυτός έκανε ένα βήμα μπροστά. Το πλήθος, ασάλευτο. Μόνο το χτυποκάρδι… Έδειξε έντεκα, τους τράβηξαν στη μέση, τους άλλους τους διώξανε. Το βουβό κλάμα των γυναικών, το ’νιωθες σπαραχτικό να πλανιέται στην πλατεία κι ύστερα σαν αγριεμένος αγέρας να ξεχύνεται και ν’ αντιβουίζει στις φυλλωσιές των δέντρων. Κι εκεί… στη βελανιδιά με τις αγχόνες να στροβιλίζεται. Τα σώματα τραντάχτηκαν μια, δυο φορές και μια τρίτη ξέπνοη μέχρι που ηρέμησαν…

 

-“Ναι… τι; δεν άκουσα τι είπες. Ο Ρίτσος; Ναι. Είχε έρθει και ο Ρίτσος. Με αγαπούσε. Ταλαιπωρία… όλο στην εξορία. Διάβασες τις Πέτρες; Ναι το ξέρω, δε λέω το υπόλοιπο… όλοι έτσι το λένε. Κι ό ίδιος. Καλά… Επαναλήψεις… το άλλο πως το είπες; Κιγκλίδωμα… Βέβαια.. φυλακή. Συγκλονίστηκα. Βιώματα της εξορίας. Μοναξιά… αδιέξοδα… πάθος για τη ζωή. Το μοτίβο της πέτρας… Καλά, σύμβολο… συμφωνώ. Ο θάνατος. Το πιστεύεις; Είκοσι  χρόνια υπό διωγμό. Από τον εμφύλιο ως τα 1968. Επί χούντας…”

Παρθένι, Λέρος. 1968. Χειμώνας. Το ποίημα αργεί. Ο ποιητής αδημονεί. Το τοπίο, οι πέτρες, τα πουλιά… “Τα ποιήματα να τα κρύψουμε στο χώμα…”, είπε ο φίλος. Τον κοίταξε λοξά. Το βράδυ, ο Κώστας ο εσατζής τους έφερε μποτίλιες. Ο Ρίτσος στάθηκε όρθιος κι αγνάντευε στο βάθος τον ορίζοντα. Μετά πήρε ένα ποίημα, το δίπλωσε, το έχωσε στην μποτίλια και την έριξε στη θάλασσα. Ποντοπόρο ποίημα, είπε και έμεινε αμίλητος να κοιτά, να κοιτά… Μετά οι μποτίλιες έφυγαν για την Αθήνα. Κάτω από τη λόγχη των φρουρών… Ύστερα τα ποιήματα έφτασαν στο Παρίσι. Εκεί η πρώτη έκδοση. Στα γαλλικά.

-“Βέβαια… ο Ρίτσος άσκησε κριτική στο κόμμα. Το λέει ξεκάθαρα στην “Απόγνωση της Πηνελόπης”. Στάσου. Πώς το λέει… Άκου λοιπόν. “Αυτόν περίμενα είκοσι ολόκληρα χρόνια;” Κατάλαβες; Ρωτά η Πηνελόπη για τον Οδυσσέα, ρωτά και ο Ρίτσος για τον εαυτό του. Τι; Ποιος να τολμήσει; Τον σέβονταν. Μη με ρωτάς. Εσύ το πας αλλού. Καλά… τον εκμεταλλεύτηκαν… Άκου για να ξέρεις… το ΚΚΕ είναι οι άνθρωποί του, οι εργαζόμενοι και οι διανοούμενοι. Ποια ερωτικά; Άσε αυτό το θέμα. Μα, φαντάζεσαι το ΚΚΕ χωρίς διανοούμενους επαναστάτες; Καλά, συμφωνώ… Κάτι όμως σου διαφεύγει… Η επαναστατική αναγκαιότητα. Ποιος θα κοιτούσε τον Ρίτσο μόνο μέσα από τα ερωτικά… Να σου πω για τα ποντίκια; Τι χρώμα έχουν; Γκρίζα είναι, μεγάλα τόσα δα… Δύο είναι… βεβαίως και τα έχω δει… Και μη με διακόπτεις, γιατί θα το κλείσω… εξυπνάδες. Μ’ ακούς τώρα; Εμπρός… Ναι, ποντίκια μεγάλα, σαν γάτες… καλά… λίγο μικρότερα.  Που λες, προσπάθησα, τίποτα. Είναι πολύ έξυπνα. Τρέχουν και ξαφνικά σταματούν. Με ακούνε… με μυρίζονται… είναι παμπόνηρα σου λέω. Και βέβαια καθαρίζω. Όχι εγώ, η Ελένη. Πού να σου λέω τώρα… Με κυνηγά κοντά σαράντα χρόνια. Εγώ ήθελα την αδερφή της. Πάει αυτή… φυματίωση… Μου θύμιζε την Πολυδούρη. Άσε… η Ελένη έρχεται συχνά, καθαρίζει, ρίχνει ποντικοφάρμακο, φεύγει. Ξέρεις τι πονηρή είναι; Τόσα χρόνια δεν άλλαξε, θ’ αλλάξει τώρα; καμιά φορά μου μαγειρεύει. Και το περίεργο είναι που τα ποντίκια μασουλάνε μπροστά μου τα κουφέτα με το δηλητήριο… κατάλαβες; Με κοροϊδεύουν. Τελευταία, δε μ’ αφήνουν καθόλου να δουλέψω. Στήνω το τελάρο, ρίχνω φως, κάνω να  φωτογραφίσω το έργο, να σου, βλέπω το ένα ποντίκι απέναντί μου… ξουτ… τίποτα. Το φέρνω στην οθόνη, λέω δεν μπορεί θα το φοβηθεί το φλας, τίποτα.  Κοίτα τι κάνει. Λυγίζει ελαφρά και σηκώνεται στα  ποδάρια. Όχι, όχι… μα τι ’ναι αυτά που λες; Δε χορεύει, κάθεται και με κοιτά. Το άλλο; Εδώ σε θέλω. Τι κάνει το άλλο… τελευταία ανακάλυψα ότι αναβαίνει στο τραπέζι κι αρχίζει να ροκανίζει ότι φαγώσιμο βρει. Τι να κάνω… Το λυπάμαι. Α, ξέχασα να σου πω. Με πήρε η γυναίκα του Βλάση. Τον θυμάσαι; Καλό παιδί… Στα ογδόντα κι αυτός. Πάει, έφυγε… Έγραφε στίχους. Στάσου… στάσου… ήρθαν πάλι… γεια σου…”

Πριν δυο μήνες έστειλα στον Μιχάλη τα δραστικά “κουφέτα” που του υποσχέθηκα. Τι το ’θελα το “Μιχάλη, πρόσεχε τα κουφέτα είναι μόνο για τα ποντίκια!” Μέσα σε δέκα μέρες ο ταχυδρόμος έφερε πίσω το κουτί με την ιδιόγραφη σημείωση “Άγνωστος παραλήπτης”. Όχι δεν τηλεφώνησα. Ωστόσο, δεν έπαψα να ανησυχώ.

  

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ