Προδημοσίευση

Από το βιβλίο του καθηγητή Δημήτρη Τσαρδάκη “Όταν ο Αδάμ δάγκωσε το μήλο”  σε εκδόσεις “ΣΚΑΡΑΒΑΙΟΣ”  -Παπάγου 6 Βούλα-Αττικής, Μάιος 2014, τηλ. (210) 8959004 κιν. 6937 153052.

Ε-mail: press@ebdomi.com

O Δημήτρης Τσαρδάκης είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Φρανκφούρτης και Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών

Κεφ. 3ο Η ανάδυση των θρησκειών

Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο, ότι, πριν ακόμη να υπάρξουν άνθρωποι, ως έλλογα και νοήμονα όντα, δηλαδή κατά την προανθρώπινη εποχή του homo habilis και homo erectus (περίπου δύο εκατομμύρια χρόνια πριν), δεν υπήρχαν ούτε Θεοί, ούτε θρησκείες, ούτε δαίμονες. Αυτό είναι πάρα πολύ απλό, για να το συμπεράνει κανείς, αν σκεφτεί ότι σε κανένα άλλο ζωικό είδος δεν υπάρχουν Θεοί και θρησκείες, ούτε τελούνται προσευχές και δεήσεις προς ένα δημιουργό-Θεό. Δεν θα δούμε ποτέ τα ζώα (ακόμη και τα ποιό αναπτυγμένα νοητικά, όπως είναι τα δελφίνια) να θρησκεύονται και να προσεύχονται σε κάποιο είδος θεότητας, εκτός αν κάποια “στιγμή” στο απώτερο μέλλον, για λόγους φυσικής επιλογής, εξελίξουν κι αυτά έναν έλλογο εγκέφαλο και μία έγχρονη συνείδηση, όπως συνέβη κάποτε στο βαθύ ιστορικό παρελθόν με το ανθρώπινο είδος. Αυτή τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, το μοναδικό έμβιο ον, που θρησκεύεται σ΄αυτόν εδώ τον πλανήτη Γη, είναι ο άνθρωπος. Αυτό μας το βεβαιώνει και ο Thomas Hobbes στην ανάλυσή του “Περί θρησκείας”, όταν σημειώνει ότι “το σπέρμα της θρησκείας ενυπάρχει μόνον στον άνθρωπο σε κάποια ιδιαίτερη ποιότητα ή τουλάχιστον σε κάποιον εξαιρετικό βαθμό της, που δεν απαντάται σε κανένα άλλο πλάσμα.”1 (βλ. Thomas Hobbes: Λεβιάθαν, τόμος Α΄, σ. 181). Αυτό και μόνον το γεγονός, μας κάνει να διερωτηθούμε, γιατί, άραγε, μόνον το ανθρώπινο είδος θρησκεύεται; Γιατί δεν θρησκεύονται οι χιμπατζήδες, τα άλογα, οι ελέφαντες, οι κροκόδειλοι: Η απάντηση είναι μία και απλή: Όλες οι θρησκείες του κόσμου, με μικρές παραλλαγές, αναδύθηκαν στην αρχέγονη εποχή της ανθρώπινης εξέλιξης, μέσα από τους μύθους, την μαγεία και την δεισιδαιμονία και έχουν ως ανθρωπολογικό υπόβαθρο, κυρίως, την ενοχή και τον φόβο του θανάτου. Η θρησκεία, με άλλα λόγια, είναι προϊόν του εσωτερικευμένου φόβου του θανάτου και της επιστημονικής άγνοιας της φυσικής δομής του κόσμου. Η ζωή του ανθρώπου ήταν πάντοτε συνδεδεμένη και εξαρτημένη από τις δυνάμεις της φύσης και τις μεταβολές του καιρού. Αυτό ισχύει, σε έναν βαθμό και κατά έναν τρόπο, ακόμη και σήμερα, που ο άνθρωπος έχει όλα τα επιστημονικά εργαλεία στη διάθεσή του.

Ο ήλιος, η ξηρασία, η φωτιά, οι άνεμοι, οι καταιγίδες, οι πλημμύρες, οι κατακλυσμοί,   οι σεισμοί, οι κεραυνοί, οι βροχές είναι τα φυσικά φαινόμενα, από τα οποία εξαρτήθηκε η ίδια η ζωή και η επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Στην εποχή της γεωργίας και της καλλιέργειας της γης (νεολιθική εποχή) οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την λειτουργία των δυνάμεων της Φύσης, ούτε είχαν τα επιστημονικά και τεχνολογικά μέσα, για να αντιμετωπίσουν τις φυσικές καταστροφές, από τις οποίες κινδύνευε άμεσα η σοδειά τους και η ίδια η ζωή τους. Έτσι, άρχισαν να αποδίδουν τα φαινόμενα αυτά “εις την μήνιν των θεών και των δαιμόνων”, που βρίσκονται πίσω από όλα αυτά τα φαινόμενα. Από την εποχή, λοιπόν, που ο άνθρωπος αρχίζει να καλλιεργεί την γη, υπάρχουν θεοί που ενδιαφέρονται για την συγκομιδή της σοδειάς (Δήμητρα), θεοί που χορηγούν την θερμότητα (Ήλιος), την βροχή και τους κεραυνούς (Δίας) και εξασφαλίζουν την κανονικότητα των εποχών.

Ενώ, λοιπόν, κυριαρχούσαν ο φόβος, η άγνοια αλλά και η ελπίδα, -που είναι οι γενεσιουργές αιτίες όλων των θρησκειών και των θεοτήτων,- οι άνθρωποι επενδύουν σε μύθους και σε λατρευτικά σύμβολα, προκειμένου να εξευμενίσουν τους θεούς και να αποσπάσουν την βοήθειά τους. Επειδή, ακριβώς, δεν είχαν την γνώση και την εμπειρία, ώστε να κατανοήσουν τις αιτίες των φυσικών φαινομένων, τα απέδιδαν συλλήβδην σε υπερφυσικές δυνάμεις, που κρύβονταν πίσω από αυτά. Η Emma Goldman σε ένα κείμενό της “Η φιλοσοφία του αθεϊσμού”, αναφερόμενη σε απόψεις του Μιχαήλ Μπακούνιν, σημειώνει: “Όλες οι θρησκείες, με τους ημίθεους και τους προφήτες τους, τους μεσσίες και τους αγίους τους, δημιουργήθηκαν από την προκατειλημμένη φαντασία ανθρώπων, που δεν είχαν αναπτύξει τις πνευματικές τους δυνάμεις. Κατά συνέπεια, τα θρησκευτικά ουράνια δεν είναι παρά ο καθρέφτης στον οποίο ο άνθρωπος, μεταρσιωμένος από την άγνοια και την πίστη, ανακάλυψε την δική του εικόνα, αλλά μεγεθυσμένη και ανάστροφη- δηλαδή θεοποιημένη.”2 (Emma Goldman: στο συλλογικό έργο: Η βίβλος του αθέου, σ. 176)

Έκτοτε, οι άνθρωποι εγκαθιδρύουν σχέσεις αλληλεξάρτησης με τους θεούς, οι οποίοι έρχονται αρωγοί στις δυσκολίες των ανθρώπων. Πέρα από όλα αυτά, το συνταρακτικό γεγονός του θανάτου και οι μυθολογίες που συνδέονται για την ζωή μετά τον θάνατο, αποτελεί το θεμέλιο κάθε ενορατικής και μεταφυσικής σκέψης. Στην συνάφεια αυτή, ο Sam Harris παρατηρεί: “Χωρίς τον θάνατο, η επιρροή της θρησκείας που βασίζεται στην πίστη θα ήταν αδιανόητη. Είναι φανερό ότι η πραγματικότητα του θανάτου μάς είναι ανυπόφορη, και η πίστη δεν είναι κάτι πολύ περισσότερο από την σκιά που ρίχνει η ελπίδα μας για μία καλύτερη ζωή πέρα από τον τάφο.”3 (βλ. Sam Harris: Το τέλος της πίστης, σ. 47).  Κανένα ζώο δεν γνωρίζει ότι θα πεθάνει, μολονότι σε έναν βαθμό αντιλαμβάνεται τον άμεσο κίνδυνο, την στιγμή που απειλείται η ζωή του. Στους χιμπατζήδες, λόγου χάριν, το πλησιέστερο στον άνθρωπο είδος (κατά 99 τοις εκατό έχουν το ίδιο DNA), μελέτες έδειξαν ότι εκδηλώνεται ένα αίσθημα λύπης και αποχωρισμού, κυρίως όταν πεθαίνει κάποιο από τα μικρά τους, και μπορούν να διακρίνουν το ζωντανό από το πεθαμένο. Αλλά ως εκεί. Δεν έχουν ούτε κηδείες, ούτε μνημόσυνα, ούτε θρησκείες, ούτε προσευχές. Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον εδώ σ΄αυτόν τον πλανήτη, που έχει συνείδηση του τραγικού γεγονότος του θανάτου. Γνωρίζει εμπειρικά, από πολύ μικρή ηλικία, ότι κάποια μέρα, όταν μεγαλώσει, θα πεθάνει, όπως πεθαίνουν οι γονείς και οι παππούδες. Έτσι, στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, αντιπαραθέτει την ιδέα της συνέχισης της ζωής μετά τον θάνατο.4 (βλ. Henri Bergson: Οι δύο πηγές της ηθκής και της θρησκείας, σσ. 120,121). Τελικά, μέσα από την   δυστυχία της ζωής και την ελπίδα της μελλοντικής “σωτηρίας”, δηλαδή μέσα από   τον πόνο και τα ανθρώπινα δεινά, αναδύθηκαν οι θεοί και οι θρησκείες, ως παρηγοριά στην αρρώστια, στην δυστυχία, στον θάνατο και στον ανθρώπινο πόνο.

Έκτοτε, όλες οι θρησκείες, με τις διάφορες παραλλαγές και τις δογματικές διαφορές τους (αναφέρομαι πάντοτε στις μεγάλες ιστορικές θρησκείες), αποτελούν μέρος της κουλτούρας των λαών και συγκροτούν έναν συνεκτικό δεσμό προσδιορισμού της ταυτότητας του ανθρώπου (χριστιανός, μουσουλμάνος, βουδιστής, ινδουϊστής) και αλληλοτροφοδότησης του μυστικιστικού και μεταφυσικού αισθήματος του θείου. Κατά τον Wilhelm Reich, “οι θρησκευτικές μορφές, καθώς και διάφορα περιεχόμενα της θρησκείας, εξαρτώνται από τα στάδια της κοινωνικής και οικονομικής εξέλιξης. Έτσι, λόγου χάριν, οι ζωολατρικές θρησκείες είναι συνδεδεμένες με τον βίο των πρωτόγονων κυνηγητικών λαών. Οι παραστάσεις, που σχηματίζουν οι άνθρωποι για τα θεία υπερφυσικά όντα, καθορίζονται, κατά κανόνα, από το επίπεδο ανάπτυξης της οικονομίας και του πολιτισμού.”5 (Wilhelm Reich: Η μαζική ψυχολογία του φασισμού, σ.194). Πίσω, όμως, από όλα αυτά υπάρχει και ένα φιλοσοφικό ερώτημα “για το νόημα της ζωής”, το οποίο   εμπνέει και τροφοδοτεί τις θρησκείες και την μεταφυσική σκέψη του ανθρώπου. Κατά τον Zeldin, “oι μεγάλες θρησκείες γεννήθηκαν από μία αναζήτηση του νοήματος της ζωής, πολύ κοντινή σε αυτή που κυριαρχεί σήμερα, και δεν καθιερώθηκαν παρά μόνον αφού κατόρθωσαν να επιβληθούν σε εκατοντάδες άλλες ανταγωνιστικές μυστικιστικές κινήσεις και αιρέσεις, ξεχασμένες πια.”6 (Theodore Zeldin: Η κρυφή ιστορία της ανθρωπότητας σ. 186).

Συγχρόνως, οι μεγάλες θρησκείες, ως ιστορικά μορφώματα μεταφυσικής πίστης σε ένα υπερβατικό Ον, το οποίο διαφεντεύει τον κόσμο, έχουν εγκαθιδρύσει μία απίστευτα τυραννική μορφή μεταφυσικής εξουσίας και μία άκαμπτη γραφειοκρατία επάνω στον άνθρωπο. Όλες οι θρησκείες στηρίζονται στα συναισθήματα της ενοχής και της αιδούς και διδάσκουν την υπομονή και την εγκαρτέρηση. Ο Wilchelm Reich μας πληροφορεί, ότι “οι καθολικοί μεταθέτουν την ειρηνική ζωή σε έναν υπεργήινο κόσμο, διακηρύσσουν πως πρέπει να υπομένει κανείς την ένδεια σ΄αυτόν εδώ τον κόσμο και αφανίζουν, έτσι, συστηματικά την ικανότητα των ανθρώπων να εξουσιάσουν και να κατακτήσουν με τίμιο τρόπο την ελευθερία τους.”7 (W. Reich: στο ίδιο, σ. 290). Επιπλέον, η αγωνία για το άγνωστο και απροσδιόριστο, ενδυναμώνει την θρησκευτική πίστη και την καθιστά συνώνυμη της φυσικής αναγκαιότητας. Πολλοί άνθρωποι, συχνά, θέτουν μεταφυσικά ερωτήματα του τύπου : Γιατί υπάρχει η ζωή, το νερό, ο ουρανός, η Γη, τα ζώα, τα φυτά, τα πουλιά, τα σύννεφα κ.ο.κ. Η απάντηση είναι μία και απλή:   Όλα αυτά υπάρχουν “επειδή υπάρχουν” και επειδή, επιπλέον, υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι θέτουν τέτοιου είδους ερωτήματα. Κανένα ζώο δεν θα ρωτούσε γιατί υπάρχει η ζωή, ο θάνατος, ουρανός, η θάλασσα, η μέρα και η νύχτα.

Κατά τα άλλα, όλα αυτά τα όντα, υπάρχουν τυχαία, δηλαδή ως αποτέλεσμα τυχαίων φυσικοχημικών αντιδράσεων και για κανένα άλλο λόγο ή σκοπό. Τι θα μας έλειπε, δηλαδή, αν δεν υπήρχε ο βάτραχος; Και τι ερώτηση θα ήταν, φερ΄ειπείν, να ρωτήσει κάποιος γιατί υπάρχω εγώ; Υπάρχω μόνο και μόνο γιατί κάποτε οι γονείς μου συνευρέθησαν και η μητέρα μου “έδωσε ως καρπόν κοιλίας”, εμένα, και μάλιστα χωρίς να με ρωτήσουν αν ήθελα να γεννηθώ (και να πεθάνω κάποτε) σ΄αυτόν εδώ τον κόσμο. Με την ίδια έννοια, προεκτείνοντας την σκέψη μου, ίσως είναι καλύτερα που δεν γεννήθηκε ποτέ ο αδερφός μου και γι΄αυτό και δεν θα πεθάνει ποτέ. Η πιθανότητα να υπάρχει κανείς μέσα στην χρονικότητα ως ζώσα ύπαρξη συνιστά, εκ των προτέρων, την μη-επιλεγμένη συνθήκη να πεθαίνει όχι μόνον ως φυσική ύπαρξη, αλλά και ως έγχρονη συνείδηση μαζί με τα φυλογενετικά του αποθέματα.8 (βλ. Δ. Τσαρδάκης: Απόκλιση και Εκκρεμότητα, σ. 148). Και τι ερώτηση θα ήταν να ρωτήσει κάποιος, στη συνέχεια, γιατί υπάρχουν οι πελαργοί, οι σκίουροι, οι ελέφαντες και τα ποντίκια; Από ένα κόκκο άμμου ή από ένα σπόρο φυτού μέχρι τα τερατώδη βουνά, τις λίμνες και τις θάλασσες, όλα αυτά είναι συστατικά της ύλης, η οποία συγκροτεί το σύμπαν. Μία τυχαία πρόσμιξη ορισμένων χημικών συστατικών, μέσα σε κατάλληλες βιοχημικές συνθήκες, μπορεί να δημιουργήσει ζωή, όπως ένας σπόρος μπορεί να δώσει ένα φυτό και ένα σπερματοζωάριο να γονιμοποιήσει ένα ωάριο και να δώσει μία νέα ζωή. Ωστόσο, τέτοια ερωτήματα θέτουν μόνον τα έλλογα όντα, που είναι οι άνθρωποι. Κανένα ζώο ή πουλί δεν θα μας ρωτήσει ποτέ γιατί υπάρχουν ο ουρανός, η Γη, τ΄αστέρια, οι γαλαξίες, το σύμπαν. Τους είναι παγερά αδιάφορο γιατί υπάρχουν όλα αυτά και άλλα τόσα.

Από την “στιγμή”, λοιπόν, που οι άνθρωποι, ως έλλογα όντα της έγχρονης συνείδησης, θέτουν τέτοια ερωτήματα, προϋποθέτουν ήδη την ύπαρξη ενός υπερφυσικού Όντος, έναν δημιουργό-Θεό, παντοδύναμο, παντοκράτορα και πανεπόπτη. Κάτι τέτοιο ικανοποιεί και την ίδια την αναγκαιότητα της ερώτησης. Η αφήγηση, λοιπόν, της δημιουργίας μάς λέει πολύ απλά: Κάποια “στιγμή”, απροσδιόριστη στον χρόνο, ή καλύτερα έξω από κάθε χρόνο και χώρο, ένας μηχανικός –τεχνίτης-Θεός, αποφασίζει, και μάλιστα ex nihilo, να δημιουργήσει τον κόσμο, τον ουρανό και τη Γη και στο τέλος τον άνθρωπο, ως κορωνίδα όλων των γήινων έμβιων όντων. “Εναρχή εποίησενο Θεός τον Ουρανόν και την Γην….και είπεν ο Θεός’ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν.” (Γένεσις).

Μετά το πολυσυζητημένο προπατορικό αμάρτημα και την πτώση των πρωτοπλάστων, εγκαθιδρύεται στους ουρανούς η “βασιλεία του Θεού”, στην οποία έκτοτε οι άνθρωποι, οι πιστοί και οι θρησκευόμενοι, προσβλέπουν σε μία θέση στον “Παράδεισο”, όταν “με το καλό” επισυμβεί ο θάνατός τους. Η πτώση των πρωτοπλάστων στην αμαρτία θεμελιώνει την αναγκαιότητα ενός “Σωτήρα” της ανθρωπότητας. Η αμαρτία, δηλαδή, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση, για να απολαύσει κανείς αργότερα όλη την μακαριότητα της θεϊκής χάριτος. Το σχήμα αυτό, ψυχοδιανοητικά, είναι λειτουργικό, στον βαθμό που λύνει, κατά κάποιον τρόπο, το παράδοξο της ζωής και του θανάτου και, συγχρόνως, απαντά και στο ερώτημα: Τι υπάρχει, άραγε, μετά τον θάνατο; Αλλά μία τέτοια μετάβαση ή μεταγωγή προς το θείον μπορεί να γίνει δυνατή μόνον μέσα από την πίστη, την προσευχή και την μετάνοια. Συνεπώς, η θρησκευτική πίστη θεμελιώνεται πάντοτε στην ανταποδοτική λειτουργία της “σωτηρίας” του “εκ γενετής” αμαρτωλού, την οποία “σωτηρία” ο Θεός ευμενώς προσφέρει στους ανθρώπους ως δωρεά.

Με την έννοια αυτή, η πίστη αποτελεί τον συνδετικό κρίκο του θρησκευόμενου πιστού προς το θείον. Κατά την Karen Armstrong, “σήμερα τείνουμε να ορίζουμε την πίστη σαν μια διανοητική αποδοχή μιας ορισμένης πεποίθησης”9 (Karen Armstrong : Η ιστορία του θεού, σ. 45), για μία πραγματικότητα, η οποία υποτίθεται ότι βρίσκεται σε ένα “επέκεινα”, το οποίο δεν προσδιορίζεται ποτέ. Ωστόσο, όποιος και να είναι ο ορισμός της πίστης, αυτή, κατά την γνώμη μου, δεν αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, παρά μόνον στον βαθμό που έχει δηλωτικο-στατιστικό χαρακτήρα. Άλλωστε, κατά τον Immanuel Kant, “η πίστη μιας υπηρετικής του Θεού θρησκείας είναι μια δουλική και μισθωτή πίστη και δεν μπορεί να θεωρείται ως η πίστη που οδηγεί στη μακαριότητα, επειδή δεν είναι ηθική.”10 (Immanuel. Kant: Η θρησκεία στα όρια του λόγου και μόνο, σ. 214). Η πίστη αυτή, κατά τον Kant, είναι μία ψευδοπίστη, η οποία απορρέει από τον φόβο μιας επικείμενης τιμωρίας του δικαστή Θεού και την ελπίδα της συγχώρεσης του αμαρτωλού πιστού, μέσω της προσευχής και της μετάνοιας. Στην εποχή μας οι μεγάλες ιστορικές θρησκείες του μονοθεϊσμού (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ) έχουν επενδύσει στο δόγμα της Αποκάλυψης. Ο Θεός έχει τους τοποτηρητές-προφήτες του (Μωϋσής, Χριστός, Μωάμεθ) και αποκαλύπτεται επιλεκτικά, μέσω ονείρου ή οράματος, προκειμένου να παραδώσει την διαθήκη του, την οποία οι προφήτες μεταφέρουν στους ανθρώπους.

Κατά τα άλλα, ο Θεός παραμένει “ακατάληπτος”, γιατί βρίσκεται “πέραν των ορίων της ανθρώπινης νόησης”. Με άλλα λόγια, η επιστήμη δεν μπορεί να απαντήσει στο πρόβλημα για την ύπαρξη ή την μη ύπαρξη του Θεού και καλά θα κάνει να μην ασχολείται με αυτό το θέμα. Έτσι, εξασφαλίζεται και το απόρρητο της κατοικίας του Θεού, ενώ συγχρόνως βρίσκεται παντού και πουθενά. ( ο “πανταχού παρών και τα πάντα πληρών”). Αλλά ποιά είναι η σχέση επιστήμης και θρησκείας; Η επιστήμη μελετά αυτό που υπάρχει, έχει ως μέθοδο την παρατήρηση και το πείραμα και οι προτάσεις της μπορούν να ελεγχθούν εμπειρικά. Όταν υπάρχουν νέα ερευνητικά δεδομένα, τότε η θεωρία ή εκπίπτει ή επαναδιατυπώνεται. Η επιστήμη μας δείχνει τον δρόμο, που οδηγεί στη γνώση και στην απομάγευση της πραγματικότητας. Αντίθετα, η θρησκεία,   επειδή η αλήθεια της είναι “εξ αποκαλύψεως”, δεν μπορεί να ελεγχθεί εμπειρικά και, συνεπώς, είναι μία υπόθεση προσωπικής πίστης. Άλλωστε, οι θεολόγοι ισχυρίζονται, ότι η Βίβλος είναι ο γραπτός Λόγος του Θεού και, εξ΄αυτού και μόνον, όλοι οι ισχυρισμοί που περιέχονται σ΄αυτήν είναι αληθείς.

Πρόκειται, δηλαδή, για δύο εκ διαμέτρου διαφορετικές σφαίρες και διαφορετικά συστήματα σκέψης της ανθρώπινης διανόησης. Η επιστήμη στηρίζεται στην λογική, ενώ η θρησκεία στην πίστη.11 (βλ.Ευτύχης Μπιτσάκης: Από την πυρά στον άμβωνα, σ.25). Στην ίδια συνάφεια, ο μαθηματικός και φιλόσοφος Bertrand Russel παρατηρεί, ότι η θρησκεία και η επιστήμη είναι δύο διανοητικές σφαίρες του ανθρώπου ασύμβατες μεταξύ τους. “Οι θρησκείες είναι πεποιθήσεις με πολλές δογματικές αρχές που κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και δεν βασίζονται σε πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία, αλλά ούτε και τα αντικρούουν. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι θρησκείες, για να κατευθύνουν το πνεύμα των ανθρώπων, βασίζονται στο συναίσθημα ή στη δύναμη μάλλον παρά στην λογική.”12 (Bertrand Russel: Κείμενα για τη θρησκεία, σ.113). Στηνίδια συνάφεια, ο Hitchens διαπιστώνει ένα παράδοξο στον βασικό πυρήνα της θρησκείας: “Σύμφωνα με τους τρεις μεγάλους μονοθεϊσμούς, ο άνθρωπος πρέπει να είναι ταπεινόφρων, να θεωρεί τον εαυτό του άθλιο και ένοχο αμαρτωλό, που πρέπει να προσκυνάει έναν οργίλο και ζηλόφθονο Θεό, ο οποίος, σύμφωνα με τις διάφορες περιγραφές, τον έπλασε είτε από πηλό, είτε από έναν θρόμβο αίματος (…). Το μήνυμά τους είναι μήνυμα μόνιμης υποταγής, ευγνωμοσύνης και φόβου. Η ζωή είναι καθ΄εαυτήν ασήμαντη: το διάστημα που χρειάζεται για να προετοιμαστεί ο άνθρωπος για το επέκεινα ή την έλευση –τη δευτέρα παρουσία- του Μεσσία.”13 (βλ. Christopher Hitchens: Ο θεός δεν είναι μεγάλος, σσ. 94, 95).

Αυτό, λοιπόν, το καθεστώς της “μισθωτής” και υποτακτικής θρησκευτικής πίστης, ως αφήγημα, καθαγιάζεται με την θυσία επιλεγμένων προσώπων, τα οποία, επίσης, θυσιάζονται για την “σωτηρία” του ανθρώπου. Άλλωστε, γνωρίζουμε ότι η θυσία ζώων και ανθρώπων, ακόμη και παιδιών, ήταν μία προσφιλής εξαγνιστική πρακτική σε όλες τις θρησκευτικές τελετουργίες της πρωτόγονης αρχαιότητας. Στον χριστιανισμό η θυσία του Χριστού, του επονομαζόμενου υιού του Θεού, αποτελεί την ανώτερη εκδήλωση της ευμένειας του χριστιανικού Θεού προς την διεφθαρμένη κοινωνία της ρωμαϊκής εποχής. Ο Θεός, βλέποντας την ανθρώπινη ηθική κατάπτωση, αποφασίζει να “θυσιάσει” τον μονογενή υιό του, προκειμένου να σώσει την ανθρωπότητα από την ηθική κατάπτωση και την αμαρτία. Η “εκ γενετής” αμαρτωλότητα του ανθρώπου, που τον ακολουθεί εξαιτίας του λεγόμενου προπατορικού αμαρτήματος (η ανυπακοή των πρωτοπλάστων και ο απαγορευμένος καρπός του δένδρου της γνώσης) -ανεξάρτητα αν έχει συμβολικό χαρακτήρα-, συνιστά μία κατάσταση εγκλωβισμού του ανθρώπου σε ένα φοβικό σύνδρομο μιας επικείμενης κρίσης, ενώπιον του δικαστηρίου της αιώνιας “βασιλείας του Θεού”.

Με την έννοια αυτή, συνιστά, συγχρόνως, μία μορφή ψυχολογικής τρομοκρατίας (“κρίναι ζώντας και νεκρούς”) του ανθρώπου, ο οποίος καθ΄όλη την διάρκεια της ζωής του βρίσκεται υπό την απειλή ενός θείου δικαστηρίου, για ένα αμάρτημα το οποίο, ενώ ο ίδιος δεν διέπραξε ποτέ, το χρεώνεται και μάλιστα εκ γενετής. Παρ’ όλο, ότι, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο και ο χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας αυτονόητος, οι χριστιανοί πιστοί βρίσκονται καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής τους κάτω από ένα εξοντωτικό face control από έναν “φιλεύσπλαχνο”, κατά τα άλλα, πατέρα-Θεό, ο οποίος αναλαμβάνει τον ρόλο του Μεγάλου Αδελφού. Με άλλα λόγια, ένας Θεός (ανεξάρτητα πώς τον ονομάζουν οι άνθρωποι) “μαστιγώνει” τους ανθρώπους για τα αμαρτήματά τους και επειδή οι άνθρωποι δεν τολμούν να αντιδράσουν στο ιερό “μαστίγιο” του Θεού, προτιμούν να αυτομαστιγώνονται, προκειμένου να δείξουν την πίστη τους και την αφοσίωσή τους εις το θείον. Ανάλογες συμπεριφορές τις συναντάμε συχνά στους πιστούς του Ισλάμ, οι οποίοι, για να τιμήσουν τον Ιμάμη τους, διοργανώνουν τελετές αυτομαστιγώματος, μια μορφή κάθαρσης του σώματος από την αμαρτία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ