Του Ιωάννου Φ. Αθανασοπούλου,
Θεολόγου – Φιλολόγου.

1. Είναι ευρέως ανά τους αιώνες διαδεδομένη η ιστορική αλήθεια, η οποία είναι θεμελιωμένη σε εξωβιβλικές μαρτυρίες και στην Παράδοση της Εκκλησίας, ότι ο Απόστολος Ανδρέας είναι εκείνος ο οποίος ίδρυσε την Εκκλησία των Πατρών και ότι υπέστη υπό των Ρωμαίων μαρτυρικό διά σταυρού θάνατο «προς το χείλος της θαλάσσιας ψάμμου». Έκτοτε το αδιάψευστο αυτό γεγονός αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της τρισχιλιετούς θρησκευτικής και πολιτιστικής ιστορίας της πόλεως των Πατρών και της ευρύτερης περιοχής.

Ευτυχήσασα συνεπώς η Εκκλησία των Πατρών να θεμελιωθεί διά του κηρύγματος και του μαρτυρίου του Πρωτοκλήτου μαθητού του Κυρίου, διεδραμάτισε κατά την διαδρομή των αιώνων σημαντικό ρόλο στην ζωή τής πόλεως και συνεδέθη με σημαντικά γεγονότα, εθνικά και θρησκευτικά, τα οποία την ανέδειξαν περίλαμπρη και επιφανή.

Παρά ταύτα, τα στοιχεία που έχουν έλθει μέχρι σήμερα στο φως της δημοσιότητας από το παρελθόν της τοπικής Εκκλησίας, δεν διαφωτίζουν επαρκώς την ιστορική της διαδρομή, κυρίως κατά τους τρεις πρώτους αλλά και τους μεταγενέστερους αιώνες, προφανώς διότι οι εθνικές και ιδίως οι τοπικές περιπέτειες εξηφάνισαν το αρχειακό υλικό κατά μέγιστο μέρος, ό,τι δε γίνεται γνωστό, τούτο προέρχεται από ευρήματα ανασκαφών και από ελάχιστες γραπτές πηγές, οι οποίες σχεδόν στο σύνολό τους έχουν διασωθεί έξω των Πατρών.

Κάτι ανάλογο παρατηρείται και ως προς τα πρόσωπα των Αρχιερέων οι οποίοι ανήλθαν στον Αποστολικό θρόνο της πόλεως από της εποχής του Αποστόλου Ανδρέου και εντεύθεν. Παρακολουθούντες δηλαδή τα ονόματα αυτών, κατά την σειρά που περιέχονται στους επισκοπικούς καταλόγους που έχουν μέχρι σήμερα δημοσιευθεί [1. Επισκοπικό κατάλογο των Πατρών επεχείρησαν να συντάξουν κατά καιρούς οι: Ernst Gerland, Στέφανος Ν. Θωμόπουλος, Β. Μυστακίδης, ο Μητροπ. πρ. Λήμνου Βασίλειος Γ. Ατέσης, ο Κ.Ν. Τριανταφύλλου, ο Μητροπ. Ύδρας Ιερόθεος Τσαντίλης, ενώ μεγάλως συνέβαλε διά των πολλών δημοσιευμάτων του αναφερομένων σε πρόσωπα και πράγματα της Εκκλησίας των Πατρών αλλά και της γενικώτερης εκκλησιαστικής ιστορίας ο χαλκέντερος ιστορικός ερευνητής, αείμνηστος Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος.], παρατηρούμε όχι μόνον κενά και χάσματα, αλλά επί πλέον αντιφατικές και ενίοτε αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες για τις δραστηριότητες επωνύμων και ανωνύμων Ιεραρχών, ως και περί του χρόνου της αρχιερατείας ωρισμένων εξ αυτών. Παρά ταύτα οι επισκοπικοί κατάλογοι, προϊόντα πολυμαθών και φιλοπόνων ερευνητών, περιέχουν σημαντικές εκκλησιαστικές ειδήσεις και στοιχεία άξια ιδιαίτερης προσοχής, τα οποία προέρχονται ως επί το πλείστον από Πατριαρχικά έγγραφα, που και αυτά έχουν διασωθεί, κατά το μέγιστο μέρος των, εκτός των Πατρών, αποτελούν δε αφορμή προς περαιτέρω συστηματική έρευνα, η οποία θα καλύψει πλήρως την όλη ιστορική διαδρομή της επισκοπικής έδρας των Πατρών, από της ιδρύσεώς της και επέκεινα.

Μικρή συμβολή στην Επισκοπική Ιστορία των Πατρών αποτελεί και η παρούσα εργασία, έχουσα ως βάση τους ήδη εκδεδομένους καταλόγους, καθώς και μεμονωμένα έργα διαπρεπών ιστορικών, οι οποίοι με συναφείς μελέτες των αναφέρονται στο θέμα αυτό.

2. Σύμφωνα με ασφαλείς στην παράδοση της Εκκλησίας ειδήσεις, η πρώτη ολιγάριθμη χριστιανική κοινότητα των Πατρών είχε ως πρώτον επίσκοπο τον Στρατοκλή, αδελφό του Αιγεάτου, τον οποίον ο Απόστολος Ανδρέας «τη των χειρών επιθέσει της αρχιερωσύνης ηξίωσε», λίγο πριν οδηγηθεί στο μαρτύριό του. [2. Ο επισκοπικός βαθμός, ως αυτοτελής ιερατικός βαθμός, μαρτυρείται στην Καινή Διαθήκη, όπου όμως παρατηρείται εναλλαγή των ονομάτων επίσκοπος και πρεσβύτερος. Βλ. Π.Ν. Τρεμπέλα, Δογματική τ. Β’, Αθήναι 1959, σ. 387.]

Αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι πολύ ενωρίς είχαν δημιουργηθεί και διετηρούντο στην Πελοπόννησο επισκοπές υπό τον επίσκοπο Κορίνθου, [3. Η επισκοπή Κορίνθου, ως επισκοπή πρωτευούσης πόλεως της τότε χριστιανικής Ελλάδος ήταν Μητρόπολις όλων των επισκοπών αυτής με υπερτριάκοντα επισκοπές, είχε δε υπό την δικαιοδοσία της και την Αχαΐα. Βλ. Χρυσοστόμου Α. Παπαδοπούλου, Η Εκκλησία της Ελλάδος. Έκδ. Β’ Επιμελεία Γρηγ. Παπαμιχαήλ. Εν Αθήναις 1954, σ. 14.] εν τούτοις μετά τον Στρατοκλή ακολουθεί κενό στον επισκοπικό κατάλογο των Πατρών και μόλις περί το τέλος του 3ου μ.Χ. αιώνος μαρτυρείται το όνομα του επισκόπου Πλουτάρχου, ο οποίος παρίσταται στην Σύνοδο της Σαρδικής (342 ή 343) και υπογράφεται στα πρακτικά ως «Πλούταρχος από Αχαΐας των Πατρών» αντί «από Πατρών της Αχαΐας», αν δεν πρόκειται περί λάθους. Διότι εν εναντία περιπτώσει, ο εν λόγω Ιεράρχης, φαίνεται ότι ήταν επίσκοπος της Αχαΐας και χηρευούσης τότε προφανώς της επισκοπής Πατρών ανεπλήρωνε τον επίσκοπο αυτής [4. Παναγ. Καράμπελα, Ιστορία της Κάτω Αχαΐας. Αθήνα 1987, σ. 49.]. Ως γνωστόν, με την συγκατάθεση του Πλουτάρχου ανακομίζονται τα λείψανα του Αποστόλου Ανδρέου εκ Πατρών στην Κωνσταντινούπολη, φυλασσόμενα στον ναό των Αγίων Αποστόλων εντός λάρνακος που έφερε την επιγραφή «Θησαυρός Πατρέων».

Ακολούθως στην υπό του Μ. Θεοδοσίου συγκληθείσα Β’ Οικουμενική Σύνοδο το 381 στην Κωνσταντινούπολη, επικεφαλής ολίγων επισκόπων εξ Αχαΐας [5. Κατά τους Ρωμαίκούς χρόνους η Αχαΐα ώριζε γεωγραφικώς ευρύτερη επαρχία περιλαμβάνουσα πλην της Πελοποννήσου τμήμα της Στερεάς μέχρι της Θεσσαλίας και την Εύβοια. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου. Εκκλησιαστική Ιστορία Κορινθίας. Τ. Α’. Αθήναι 1973, σ. 109, ενώ από του Η’ αιώνος ο όρος Ελλάς – Αχαΐα αντιστοιχεί στην αρχιεπισκοπή Πατρών. Βλ. Θ.Η.Ε., τ. 5ος, στ. 622.] παρίσταται ο Κορίνθου Δωρόθεος, πιθανώς δε και ο Πατρών, του οποίου δεν είναι γνωστό το όνομα. [6. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, έ.α. σ. 89.]

Μετά τον διαχωρισμό του Ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό, κατά τον Δ’ αιώνα, προήλθαν στην περιοχή της Βαλκανικής δύο αντίστοιχα τμήματα, το Ανατολικό και το Δυτικό Ιλλυρικόν, αμφότερα εξαρτώμενα εκκλησιαστικώς από την δικαιοδοσία του Πάπα. Η επαρχία των Πατρών εξακολουθεί όχι μόνον να αποτελεί ιδίαν επισκοπή, αλλά και να κατέχει επιφανή θέση. Διότι, όταν ο επίσκοπος Κορίνθου Αλέξανδρος, κατ’ εντολήν του Πάπα Βονιφατίου Α’, εχειροτόνησε επίσκοπο Πατρών τον Περιγένη, το 418, κληρικό της Εκκλησίας της Κορίνθου, «άνδρα ευρείας παιδεύσεως, αρετής και ευφυΐας ου μικράς», αυτός δεν έγινε δεκτός από τον λαό των Πατρών, διότι εχειροτονήθη χωρίς την συγκατάθεση των κατοίκων, γεγονός που καταδεικνύει την επιφανή και ζωτική θέση που είχε ήδη η Εκκλησία των Πατρών. [7. Κων. Άμαντου, Ιστορία του Βυζ. Κράτους, Αθήναι 1939, τ. Α’, σ. 172.]

Επόμενο γνωστό όνομα επισκόπου Πατρών είναι ο Ιωάννης, ο οποίος, με μέγα μέρος επισκόπων της Ελλάδος, μετέχει στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Χαλκηδόνα το 451. [8. Χρυσοστόμου Α. Παπαδοπούλου, έ.α. σ. 24.]

Ακολούθως, γνωστός αρχιερεύς Πατρών είναι ο Αλέξανδρος, ο οποίος μετέχει σε τοπική Σύνοδο της Κορίνθου το έτος 458, υπό την προεδρία του επισκόπου Κορίνθου Πέτρου. [9. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, έ.α. σ. 100.]

Η εξάρτηση του Ανατολικού Ιλλυρικού από την εξουσία του Πάπα διακόπτεται το 732, όταν ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος (717-741) υπήγαγε τις επισκοπές της Ελλάδος υπό το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, εκ των οποίων τις σπουδαιότερες, μεταξύ των οποίων και αυτήν των Πατρών, κατέστησε αυτοκεφάλους. Τότε απέβαλε οριστικώς την ιδιάζουσα θέση που κατείχε η Μητρόπολις Κορίνθου. Η ανύψωση της Εκκλησίας των Πατρών σε αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή, η οποία μαρτυρείται και εκ των πρακτικών της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, συνδέεται και με την κρατούσα ισχυρή παράδοση στο Βυζάντιο περί του κηρύγματος του Αποστόλου Ανδρέου στην Πάτρα. [10. Γερασίμου Κονιδάρη, Αι Μητροπόλεις και Αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Αθήναι 1934, σ. 77-78, σημ. 2.] Τότε υπήχθησαν υπό τον Μητροπολίτη Πατρών και οι επισκοπές Μεθώνης, Κορώνης και Λακεδαιμονίας. [11. Χρυσοστόμου Α. Παπαδοπούλου, έ.α. σ. 41.]

Αλλά και η νίκη των Πατρέων κατά των Σλάβων το 805 «διά τολμηράς εξόδου των κατοίκων επικαλεσθέντων την βοήθειαν του πολιούχου των Αγίου Ανδρέου», συνετέλεσε στην έτι περαιτέρω ακμή των Πατρών εις βάρος της Κορίνθου.

Μαρτυρούμενος επίσκοπος κατά την περίοδο αυτή είναι ο Αθανάσιος, επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου (865-879) και ακολουθούν οι:

Θεόδωρος Σανταβαρηνός (865-879). Πρόκειται όμως για τιτλούχο μητροπολίτη, διότι ουδέποτε ήλθε στην Πάτρα.

Σάββας (879). Έλαβε μέρος στην επί Πατριάρχου Φωτίου Η’ Σύνοδο.

Ανδρέας (895-925), επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου Α’.

Γαβριήλ Μορμόριος (975-1025), μετατεθείς στην Μητρόπολη Κορίνθου.

Κωνσταντίνος Α’ (1025-1043). Παρέστη στις Συνόδους Κωνσταντινουπόλεως των ετών 1027 και 1029.

Ευάρεστος (Ι’ ή ΙΑ’ αιών). Λόγιος Μητροπολίτης, συνέθεσε ύμνους στην εορτή των Χριστουγέννων «εις την Λαμπράν», «εις Άγιον Ανδρέαν» και «εις τον Άγιον και θαυματουργόν Νικόλαον», «αλλά και την Εκκλησίαν διοικών εν μέσω δυσχερειών». [12. Στεφ. Ν. Θωμοπούλου, Ιστορία της πόλεως των Πατρών. Εκδ. Β’ Πάτραι 1950, σ. 286.]

Νικήτας ο Σύγγελος (1067). Είναι παρών στην Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως το 1067 και υπογράφει Συνοδική απόφαση περί μνηστείας.

Λέων (1070). Πολύπειρος και κάτοχος ευρείας παιδείας Αρχιερεύς.

Πέτρος (1084, 1099). Παρίσταται στην Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως το 1099 και υπογράφει «ψήφισμα επικροτούν την προσκύνησιν των αγίων εικόνων», επί αυτοκράτορος Αλεξίου Α’ του Κομνηνού. [13. Βασιλείου Γ. Ατέση, Μητροπ. πρ. Λήμνου, Επισκοπικοί Κατάλογοι της Εκκλησίας της Ελλάδος απ’ αρχής μέχρι σήμερον. Εν Αθήναις 1975, σ. 121.]

Φίλιππος, αχρονολογήτως, πιθανώς κατά τον Ι’ ή ΙΑ’ αιώνα.

Κωνσταντίνος (1156, 1157). Έλαβε μέρος στην Σύνοδο κατά του Πατριάρχου Αντιοχείας Σωτηρίχου το 1157 και υπογράφεται «ο ευτελής Μητροπολίτης Πατρών Κωνσταντίνος». Αρχιεράτευσε επί Μανουήλ του Κομνηνού. [14. Πλείονα περί αυτού βλ. εις Στεφ. Ν. Θωμοπούλου, έ.α. σ. 287-290.]

Θέων (1164, 1166). Μετέσχε στην Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως το 1166 επί Πατριάρχου Λουκά του Χρυσοβέργη και υπογράφεται στην 8η και τελευταία πράξη της Συνόδου: «Προκαθημένου Λουκά Πατριάρχου, ο ευτελής Μητροπολίτης Πατρών Θέων». [15. Γερασίμου Κονιδάρη, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, εν Αθήναις 1970, τ. Β’ σ. 55.]

3. Από τις πλέον δυσάρεστες σελίδες της Εκκλησιαστικής Ιστορίας των Πατρών η περίοδος της Φραγκοκρατίας (1205-1429), ευρίσκει επίσκοπο Π. Πατρών τον Ευθύμιο Τορνίκη (1180-1209), άλλοτε διάκονο της Αγίας Σοφίας, τον οποίο εξεδίωξαν οι Φράγκοι, όταν κατέλαβαν την Πάτρα. Είναι ο Αρχιερεύς που υπογράφεται για πρώτη φορά ως «Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών», προς διάκρισιν από του Επισκόπου Νέων Πατρών (Υπάτης) Ευθυμίου Μαλάκη, του οποίου ήταν ανεψιός εκ της αδελφής του. [16. Ωσαύτως παλαιότερο κείμενο στο οποίο απαντά ο όρος «Παλαιαί Πάτραι» είναι ο επιτάφιος λόγος Πέτρου του Σικελιώτου εις Αθανάσιον επίσκοπον Μεθώνης, ενώ από της εποχής του Καποδίστρια παραλείπεται οριστικώς η προσθήκη «Παλαιαί». Βλ. Κ.Ν. Τριανταφύλλου, Έλληνες Μοναχοί της Ν. Ιταλίας καταφυγόντες εις Πάτρα τον Θ’ αι. «Εκκλησία» τ. Ζ’ (1970) σ. 206. Του Αυτού, Ιστορικόν Λεξικόν Πατρών τ. Α’ 19953, στ. 587. Βλ. και Χρυσοστ. Θέμελη, Ευβοϊκαί εκκλησιαστικαί προσωπικότητες. Αθήναι 1984, σ. 11-13.]

Μετά την εγκατάστασή τους στην Πελοπόννησο οι Φράγκοι ίδρυσαν δύο Λατινικές αρχιεπισκοπές, των Πατρών και της Κορίνθου. Υπό τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Πατρών υπήχθησαν και οι επισκοπές Ωλένης, Μεθώνης, Κορώνης, Αμυκλών, Ανδραβίδας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου. Ο Ορθόδοξος Ιεράρχης Πατρών αντικατεστάθη από τον νεοεκλεγέντα Λατίνο επίσκοπο Άντελμο, άνδρα δραστήριο και πολυμήχανο, ο οποίος υπήγαγε την αρχιεπισκοπή Πατρών απ’ ευθείας στον Πάπα και προέβαλε πιεστικώς την αξίωση οι Ορθόδοξοι να ομολογούν αυτόν «πρώτον αρχιερέα και τούτου μνημονεύειν εν τη λειτουργία». [Διονύσιου Ζακυνθηνού, Ο αρχιεπίσκοπος Άντελμος και τα πρώτα έτη της λατινικής επισκοπής Πατρών. ΕΕΒΕ, Ι (1933) σ. 40 κ.ε.]

Επόμενος γνωστός ορθόδοξος Αρχιερεύς Πατρών είναι ο Νικόλαος (1285-1315), ο οποίος το 1293 προΐστατο και της Μητροπόλεως Μονεμβασίας. [17. Βασιλείου Γ. Ατέση, έ.α. σ. 221.] Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Βυζαντινούς ακολουθούν στον επισκοπικό κατάλογο οι ακόλουθοι Ιεράρχες των Πατρών:

Μιχαήλ (1315). Προΐστατο και της Μητροπόλεως Λακεδαιμονίας ως έξαρχος πάσης Αχαΐας και υπέρτιμος.

Μητροφάνης (1329-1341). Υπογράφεται «ο ταπεινός Μητροπολίτης Π. Πατρών και υπέρτιμος». Το όνομά του αναφέρεται και στο Τριώδιον στο Συνοδικόν της Κυριακής της Ορθοδοξίας.

Ιωσήφ (1341-1348). Μετατεθείς στην Μητρόπολη Μονεμβασίας, διετήρησε και την προεδρία της επαρχίας αυτής μέχρι το 1353. [18. Του αυτού, έ.α. σ. 222.]

Μακάριος (1353), γενόμενος ισόβιος ηγούμενος της ιεράς Μονής Μ. Σπηλαίου, επί Πατριάρχου Κυρίλλου Καλλίστου Α’, «ένεκεν ενδείας».

Μελέτιος (1365). Αναφέρεται μόνον στο Τριώδιον το όνομά του (Κυριακή της Ορθοδοξίας).

Παρθένιος (1366), ο από Παμφύλου. Υπό την αιγίδα του ανηγέρθη ο ναός της Παναγίας Φανερωμένης Αιγίου.

Ιγνάτιος (1380, 1381), στον οποίον διά Συνοδικής πράξεως του εδόθη η Εκκλησία της Κρήτης εξαρχικώς. [19. Νικ. Τωμαδάκη, Η Αποστολική Εκκλησία της Κρήτης κατά τους αιώνας Η’-ΙΓ’ ΕΕΒΣ, τ. ΚΔ’ σ. 83.]

Μάξιμος (1389-1396). Επί των ημερών του Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, το 1389 υπό τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αντώνιο Δ’, απηγόρευσε την επέμβαση του Μητροπολίτου Π. Πατρών στις υποθέσεις του επισκόπου Μεθώνης.

Νήφων (1397), ο από ηγούμενος της ιεράς Μονής Παμμακαρίστου. Μετέχει σε δύο συνεδριάσεις της Πατριαρχικής Συνόδου τον Μάρτιο του 1397, μετά των Μητροπολιτών Μονεμβασίας και Κορίνθου.

Ιωακείμ, προ του 1450, ως Πρόεδρος των Πατρών. [20. Βασιλείου Γ. Ατέση, έ.α.]

4. Ακολουθεί η μακρά περίοδος της Α’ Τουρκοκρατίας (1460-1687), κατά την οποία τα εκκλησιαστικά πράγματα είναι μονίμως ταραγμένα, άλλοτε μέχρι απελπιστικού βαθμού και άλλοτε με σχετική ύφεση. Βασική αιτία είναι «η διαφθείρουσα συνειδήσεις δουλεία και σε ωρισμένες περιπτώσεις η αδυναμία χαρακτήρων, οι φιλόδοξες διαθέσεις, έτι δε η μετά της απαιδευσίας συναρτωμένη πενία και αντιστρόφως». [21. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Η Εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την Άλωσιν. Αθήναι 1992, σ. 59.]

Πρώτος Μητροπολίτης Πατρών μετά την Τουρκική κατάκτηση και πρώτο θύμα της Τουρκικής βαρβαρότητας υπήρξε ο εθνομάρτυς Νεόφυτος (1460-1466). Ηγηθείς επαναστατικού κινήματος κατά των Τούρκων και θεωρηθείς ως αίτιος της επιδρομής του Ενετικού στόλου εναντίον των Πατρών, συνελήφθη από τους Τούρκους και ανεσκολοπίσθη στις 10 Αυγούστου 1466, ημέρα Δευτέρα. [22. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, έ.α. σ. 47. Κ.Ν. Τριανταφύλλου, Οι Ιερομάρτυρες των Πατρών, Πρακτικά Επιστημ. Συνεδρίου «Κωνσταντίνος Υδραίος», Ύδρα 2007, σ. 391-394. Στεφ. Σκαρπέλλου, Εθνομάρτυρες Αρχιερείς Πατρών. Τρίπολη 2008. Ανάτυπον εκ των «Πρακτικών» Ιστορικού Συμποσίου ΓΑΚ Αρκαδίας για τους Νεομάρτυρες της Πελοποννήσου (Τρίπολη 2003). σ. 472-475.]

Διάδοχος του Νεοφύτου υπήρξε ο Κύριλλος. Εξελέγη τον Ιανουάριο του 1467 και περί αυτού μαρτυρεί πράξη του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Διονυσίου Α’, η οποία σώζεται στα αρχεία της Μονής Βατοπαιδίου.

Επόμενος Αρχιερεύς Π. Πατρών είναι ο Διονύσιος, λόγιος Ιεράρχης, ο οποίος κοσμεί την επαρχία του επί αρκετά έτη. Σωζόμενος αυτόγραφος κώδικας στην Βιβλιοθήκη της Δημητσάνας, περιέχει μουσικά γυμνάσματα και διαφόρους ύμνους Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών. Κατά την περίοδο της ποιμαντορίας του υπάρχουν ενδείξεις περί ωργανωμένου πνευματικού βίου στην Πάτρα, η δε Μονή Γηροκομείου είχε ήδη αναδειχθεί εστία λογίων αρχιερέων. [23. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Μητροπ. Π. Πατρών Διονυσίου, Στιχηρά προσόμοια εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου, «Εκκλησία» ΛΘ (1962) σ. 342-345. Μητροπ. Πατρών Νικοδήμου Βαλληνδρά. Π. Πατρών Διονυσίου, Υμνολογικαί ενασχολήσεις. Αθήναι 1996.]

Τον Διονύσιο διεδέχθη ο Μητροπολίτης Γρηγόριος το 1545, συνοδικός κατά το έτος 1547, και τούτον ο Γερμανός (1561-1571), λόγιος, ευσεβής και πατριώτης Αρχιερεύς Πατρών. Μετά την ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571, επανεστάτησε τον λαό των Πατρών, αλλά οι Τούρκοι, γενόμενοι κάτοχοι της καταστάσεως το επόμενο έτος τον συνέλαβαν ως υποκινητή της επαναστάσεως και μαζί με έναν ανεψιό του τον έκαψαν επί της πυράς. [24. Αθηνάς Ν. Κονταξή, Η εξέγερση της Πάτρας κατά των Οθωμανών (1571) και ο ηγετικός ρόλος του μητροπολίτου Πατρών Γερμανού Α.’ «Πρακτικά» εκτάκτου Αχαϊκού Πνευματικού Συμποσίου Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών (Αίγιον 2006). Αθήνα 2009, σ. 100 κ.ε. Στεφ. Σκαρπέλλου, έ.α. σ. 476-477.]

Κατά τον αείμνηστο Τάσο Γριτσόπουλο, μεταξύ των Μητροπολιτών Γρηγορίου και Γερμανού παρεμβάλλεται Μητροπολίτης με το όνομα Δανιήλ, ο οποίος προΐστατο του θρόνου των Πατρών, όταν την Πελοπόννησο επεσκέφθη ο Πατριάρχης Διονύσιος Β’ (1549-1550) και υπέγραψε με άλλους αρχιερείς της Πελοποννήσου την πράξη καθαιρέσεως του Μητροπολίτου Ναυπλίου Δωροθέου. [25. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Η Εκκλησία Πελοποννήσου, έ.α. σ. 49. Του αυτού, η Πελοποννησιακή Παιδεία μετά την Άλωσιν. Αθήναι 1981-82. Ανάτυπον εκ των «Πρακτικών» Β’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοπον. Σπουδών, σ. 233.]

Ακολούθως επληρώθη η έδρα της Μητροπόλεως Π. Πατρών διά της εκλογής του Μεθοδίου (1572-1575 και 1580-1585). Ο εν λόγω Ιεράρχης υπεδέχθη με άλλους αρχιερείς της Πελοποννήσου τον Πατριάρχη Ιερεμία Β’ τον Τρανό, όταν επεσκέφθη την Πάτρα το 1574 και υπέγραψε το υπό χρονολογία 1-4-1574 πατριαρχικό σιγίλλιο περί ανακηρύξεως σταυροπηγίου του ναού αγίου Νικολάου Μόλου Ζακύνθου.

Από του έτους 1575 εκλέγεται Μητροπολίτης ο Αρσένιος (1575-76 και 1579-80), λόγιος Αρχιερεύς και κάτοχος μεγάλης παιδείας. Κατά την εκλογή ως Πατριάρχου του από Φιλιππουπόλεως Θεολήπτου Β’ (1585-1586), ο Αρσένιος ήταν δεύτερος υποψήφιος. Από του έτους 1590 απαντά ως πρώην Πατρών, προφανώς διότι παρητήθη.

Μετά τον Αρσένιο απαντούν οι Αρχιερείς Διονύσιος (1578), Παρθένιος (1578-1579), Νεκτάριος (1585), ο οποίος παραιτηθείς του θρόνου έλαβε εξαρχικώς το 1594 και υπό την ιδιότητα του πρώην, την Επισκοπή Κερνίτζης εφ’ όρου ζωής. Ακολουθεί ο Γαβριήλ (1592-1593), ο οποίος «μη υποφέρων την προς αυτόν άκραν απείθειαν και ανυποταξίαν του Πατραϊκού λαού» παρητήθη του θρόνου όχι όμως και της αρχιερωσύνης.

Επόμενος γνωστός Αρχιερεύς ο Δανιήλ (1597). Απαντά σε Πατριαρχικό έγγραφο του έτους 1601 και χρησιμοποιείται ως Πατριαρχικός έξαρχος στην Αθήνα, κατόπιν Πατριαρχικής εντολής.

Από του έτους 1601 ποιμενάρχης των Πατρών είναι ο εκ Πανόρμου καταγόμενος Τιμόθεος Μαρμαρηνός, επί των ημερών του οποίου εκτίσθη το καθολικόν της Μονής Ομπλού από τον Γεώργιο Δεμένικα. [26. Λίνου Πολίτη, Η μονή Ομπλού, «Πελοποννησιακά» τ. Α’ Αθήναι 1956, σ. 240-241.] Σεμνός, λογιώτατος και περί τα θεία ευλαβής Ιεράρχης ανήλθε από Π. Πατρών στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, τον οποίον εκλέϊσε επί δεκαετίαν (1612-1621). Απέθανε δηλητηριασθείς την Μ. Τετάρτη του έτους 1621 και ετάφη στην Μονή Θεοτόκου της Καμαριωτίσσης στην Χάλκη.

Τον Τιμόθεο διεδέχθη ο Μητροπολίτης Σερρών Θεοφάνης Φλωράς, μετατεθείς στην Πάτρα το 1612. Υπήρξε διαπρεπής Αρχιερεύς και έφερε τον τίτλο «έξαρχος πατριαρχικός πάσης Δύσεως και Πελοποννήσου». Επί των ημερών του κυρώνεται διά σιγιλλιώδους γράμματος η ένωση και υποταγή των Επισκοπών Μεθώνης και Κορώνης στην Μητρόπολη Πατρών. [27. Χριστοφ. Κνήτη, Συμβολή εις την ιστορίαν της επισκοπής Μεθώνης. Εκκλησιαστική Αλήθεια, τ. Λ’ (1910) σ. 318-321.] Παρητήθη το 1638 υπέρ του ανεψιού του Παρθενίου και απέθανε το 1640. [28. Στεφ. Ν. Θωμοπούλου, Ο Π. Πατρών Θεοφάνης Α’ και τα ωμοφόρια αυτού. ΔΙΕΕ, τ. Η’ 1922-23, σ. 94-107. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Μονή Φιλοσόφου, εν Αθήναις 1960, σ. 374 κ.ε. Αγαμ. Τσελίκα, Τρία Πατρινά έγγραφα της Α’ Τουρκοκρατίας, «Πελοποννησιακά» τ. ΙΣΤ’, Αθήναι 1986, σ. 687 κ.ε.]

Παρ’ ότι διάδοχος του Τιμοθέου εμφανίζεται ο Θεοφάνης Φλωράς, εν τούτοις σε σιγιλλιώδες γράμμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1636 υπογράφει και ο Π. Πατρών Δανιήλ, υπό την ιδιότητα του Συνοδικού Συνέδρου, παρεμβαλλόμενος τοιουτοτρόπως στην χρονολογική σειρά του Θεοφάνους Φλωρά. [29. Βασιλείου Γ. Ατέση, έ.α. σ. 223.]

Διάδοχος του Θεοφάνους ο από Κερνίτζης Παρθένιος Λαμπαρδόπουλος. Εποίμανε την επαρχία από το 1639 μέχρι το 1641, οπότε «επιορκήσας και την ομολογίαν αυτού αρνηθείς καθηρέθη και μακράν της επαρχίας αυτού απηλάθη». Φιλοτάραχος, απησχόλησε επανειλημμένως την Εκκλησία. Επανήλθε εκ νέου στον Επισκοπικό θρόνο των Πατρών το 1646, κατά παραχώρησιν του ομωνύμου του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος φέρεται ως «δώροις διαφθαρείς και χρήμασι καταπεισθείς» υπό του Παρθενίου. [30. Πλείονα περί αυτού βλ. Δέσποινα Στ. Μιχάλαγα, Σύντομη αναφορά στον από Κερνίτσης Π.Π. Παρθένιο Γ’. «Πρακτικά» Εκτάκτου Αχαϊκού Συμποσίου Εταιρείας Πελοπ. Σπουδών (Αίγιον 2006). Αθήναι 2009 σ. 117-126. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Μονή Φιλοσόφου, έ.α. σ. 382-388.]

Στο αρχείο της Μονής Ομπλού σώζονται δύο έγγραφα της Α’ Τουρκοκρατίας, των ετών 1647 και 1648, αυτόγραφα του Παρθενίου. Είναι τα μόνα έγγραφα της Α’ Τουρκοκρατίας που υπάρχουν στα μοναστηριακά αρχεία όλης της περιοχής. [31. Αγαμ. Τσελίκα, έ.α. σ. 668.]

Ακολουθεί Μητροπολίτης Π. Πατρών ο από Φαναρίου και Γαρδικίου Θεοφάνης ο Ποκαμιστάς (1641-1646 και 1649-1650). Καθαιρεθείς επί απειθεία [32. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αναφέρονται δείγματα απειθαρχίας Ιεραρχών προς τις Πατριαρχικές εντολές, που μάλλον ισοδυναμούν προς δείγματα αδυναμίας εκπληρώσεως των οικονομικών υποχρεώσεών τους προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Βλ. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Η Εκκλησία Πελοποννήσου, έ.α. σ. 15.] αποκατεστάθη αργότερα στην προτέρα Μητρόπολή του. Απέθανε το 1650.

Μειωμένου κύρους Αρχιερεύς και με ολίγα περιθώρια δράσεως είναι ο επόμενος Μητροπολίτης Π. Πατρών Αντώνιος ο από Δρούτσας (1650-1653), Χίος την καταγωγήν, διατελέσας προ της εκλογής του μέγας πρωτοσύγκελλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Διάδοχός του ο πρωτοσύγκελλος του Κορίνθου Δανιήλ, τον Απρίλιο του 1653, ο οποίος «θηριοπρεπώς και ουκ ανθρωπίνως του ποιμνίου του προέστη». Καθηρέθη το 1674 επειδή ετόλμησε να χειροτονήσει δύο «απολελυμένους» επισκόπους επ’ ονόματι Μεθώνης και μάλιστα «κατεγνωσμένους όντας ως ετεροδόξους». [33. Μαν. Γεδεών, Κανον. Διατάξεις, τ. Α’ σ. 199.]

Ακολουθεί ο Παρθένιος ο από Ευχαΐτων (1674-1677) και έπεται ο Παΐσιος (1677-1678), ο οποίος καλύπτει επί δύο έτη τον μητροπολιτικό θρόνο των Πατρών. Καθηρέθη το 1678 επί Πατριάρχου Διονυσίου Δ’, διότι εφάνη «αχρείος και αδόκιμος και ανάξιος» αρχιερεύς και στην επαρχία του «ουδέν ευσεβές και θεάρεστον και χριστιανικόν έργον διενοήθη διαπράξασθαι». Το γράμμα της καθαιρέσεως του έχει δημοσιεύσει ο Στέφανος Θωμόπουλος. [34. Στεφ. Ν. Θωμοπούλου, Ιστορία της πόλεως των Πατρών, έ.α. σ. 458-459.]

Κατά τα έτη 1678-1683 και 1684-1687 ποιμενάρχης Πατρών αναφέρεται ο Γερμανός, για τον οποίον δεν υπάρχουν πληροφορίες.

5. Το 1687 τερματίζεται η Α’ Τουρκοκρατία, οι Ενετοί εκδιώκουν τους Τούρκους και δημιουργείται η 30ετής κατάκτηση της χώρας, γνωστή ως Ενετοκρατία, μέχρι του έτους 1715, οπότε επανεγκαθίστανται οι Τούρκοι. Κατά την περίοδο αυτή δημιουργούνται στον εκκλησιαστικό χώρο των Πατρών συνθήκες όμοιες με εκείνες της Φραγκοκρατίας. Οι Ενετοί επεδίωξαν την απαθλίωση του Ορθόδοξου κλήρου, πράγμα που δεν έπραξαν οι αλλόθρησκοι Τούρκοι. Το μεσοδιάστημα της Τουρκικής κατακτήσεως που καταλαμβάνουν οι Ενετοί, δύο Ορθόδοξοι Μητροπολίτες καλύπτουν τον επισκοπικό θρόνο των Πατρών, ο Αρσένιος Δημητρακόπουλος (1687-1711) και ο Χριστοφόρος Αντωνόπουλος, ο οποίος εξελέγη Μητροπολίτης βάσει ψηφίσματος της Ενετικής Γερουσίας την 19η Μαΐου 1696. Μετά την εκδίωξη των Ενετών και την επάνοδο των Τούρκων (Β’ Τουρκοκρατία) ο Χριστοφόρος εκδιωχθείς κατέφυγε στην Ζάκυνθο, όπου απαντά μέχρι το 1719.

Κατά την περίοδο της Β’ Τουρκοκρατίας (1715 κ.ε.) πρώτος Αρχιερεύς είναι ο Παΐσιος, ο οποίος καλύπτει τα έτη 1716-1717 και 1727-1733. Εταξίδευσε για την συλλογή εράνων στην Ευρώπη κατ’ εντολήν του Πατριάρχου Ιερεμίου Γ’, για την ανοικοδόμηση του Πατριαρχικού ναού και εν συνεχεία για συλλογή χρημάτων με σκοπό την απελευθέρωση αιχμαλώτων.

Τούτον διεδέχθη ο Δανιήλ (1717-1727). Παραιτηθείς του θρόνου, ως πρώην Πατρών, είχε προεδρικώς τα Καλάβρυτα και την Κερνίτζα. Ως Μητροπολίτης Π. Πατρών «κατέθλιβε τον υπ’ αυτόν επίσκοπον Ωλένης Ζαχαρίαν, δι’ ο και η Ωλένη απεσπάσθη της μητροπόλεως Πατρών, κηρυχθείσα ανεξάρτητος αρχιεπισκοπή». [35. Βασιλείου Γ. Ατέση, έ.α. σ. 224, Στεφ. Ν. Θωμοπούλου, έ.α. σ. 566.]

Ακολουθεί ο Νικηφόρος (1727-1729), μετατεθείς στην Μητρόπολη Μονεμβασίας [36. Βασιλείου Γ. Ατέση, έ.α.] και έπεται ο Γεράσιμος Σαντορινέος (1733-1750 και 1757-1759), ο από Θηβών. Πολυπράγμων Αρχιερεύς, προήρχετο από την μοναχική αδελφότητα της Πάτμου, όπου στην Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου διασώζεται ενεπίγραφος ποιμαντορική του ράβδος. Εφησυχάζων στην πατρίδα του Θήρα εκοιμήθη εκεί την 20ή Μαΐου 1772.

Κάτοχος μεγάλης παιδείας και αυστηρός τα ήθη υπήρξε ο μετά τον Γεράσιμο Μητροπολίτης Παρθένιος ο εξ Ιωαννίνων. Εξελέγη την 29η Μαΐου 1750. Αναγκασθείς υπό του προκατόχου του Γερασίμου παρητήθη του θρόνου και επανήλθε μετά τέσσερα έτη, όταν εκείνος απεσύρθη οριστικώς. Κατά τα Ορλωφικά έλαβε μέρος στην προετοιμασία της εξεγέρσεως των Πατρών (1770) και πρώτος ύψωσε την σημαία της επαναστάσεως κατά των Τούρκων. Μετά την αποτυχία της επαναστάσεως κατέφυγε στην Αγία Πετρούπολη, όπου ετιμήθη από την Αικατερίνη Β’. Απέθανε εκεί εξόριστος το 1786. [37. Στεφ. Σκαρπέλλου, έ.α. σ. 478.]

Μετά τα Ορλωφικά η Μητρόπολις Π. Πατρών απέκτησε Αρχιερέα τον από Ιωαννίνων Γαβριήλ (1777-1780). Υπήρξε ευπρεπής και αγαθός στους τρόπους, γνώστης της Αγίας Γραφής, θερμός εραστής της εκκλησιαστικής τάξεως και εδίδασκε με πολύ ζήλο και αγάπη τον λαό. Μετά τριετίαν από της ενθρονίσεώς του εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης το 1780. Εκοιμήθη την 20ή Ιουλίου 1785. [38. Στεφ. Ν. Θωμοπούλου, έ.α. σ. 575.]

Διάδοχός του υπήρξε ο Γρηγόριος Καλαμαράς, Μεσσήνιος την καταγωγήν. Εποίμανε την επαρχία από το 1781 μέχρι το 1799, οπότε μετετέθη στην Μητρόπολη Ναυπλίου. Υπήρξε εκ των θερμοτέρων μελών της Φιλικής Εταιρείας και ανέπτυξε πλούσια εθνική δράση. Απεβίωσε από τις κακουχίες στις φυλακές της Τριπόλεως, λίγο προ της αλώσεως της Τριπολιτσάς υπό των Ελλήνων «ως μάρτυς της πατρίδος».

Τον Γρηγόριο διεδέχθη ο Μακάριος (1799-1806). Σεμνός και σώφρων Αρχιερεύς, μετετέθη στην Μητρόπολη Κυζίκου το 1806, θέση την οποίαν του παρεχώρησε ο τότε Κυζίκου Ιωακείμ, παραιτούμενος του θρόνου του, προκειμένου να τον διαδεχθεί στην Μητρόπολη Πατρών ο διάκονός του Γερμανός, ο μετέπειτα πρωτεργάτης της επαναστάσεως του 1821. [39. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, τ. Α’. Εν Αθήναις 1966, σ. 412.]

Επισφραγίζει τον μέχρι της Επαναστάσεως του 1821 επισκοπικό κατάλογο των Πατρών ο Ιεράρχης της Ελευθερίας Γερμανός (1806-1826), το όνομα του οποίου είναι συνδεδεμένο με την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνος των Ελλήνων. Απέθανε τον Μάιο του 1826 εκ λοιμικής νόσου στο Ναύπλιο, σε ηλικία 55 ετών.

6. Μετά την απελευθέρωση, τον επισκοπικό θρόνο των Πατρών καταλαμβάνει ο από Ευδοκιάδος τιτουλάριος επίσκοπος Γρηγόριος Δενδρινός, τοποτηρητής το 1828 και Επίσκοπος από το 1842-1852, αντικατασταθείς από τον Μητροπολίτη πρ. Αγκύρας και Θηβών Αγαθάγγελο Μυριανθούση, Κύπριο την καταγωγήν. [40. Κ.Ν. Τριανταφύλλου, Ο Κύπριος ιεράρχης Αγαθάγγελος Μυριανθούσης εις Πάτρας (1830-1832). Ανάτ. εκ των Πρακτικών του Α’ Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου. Τ. Γ’ Λευκωσία 1973 σ. 422 κ.ε.] Πρωτοσύγκελλος τούτου εχρημάτισε ο Θεόφιλος Βλαχοπαπαδόπουλος, μετέπειτα Μητροπολίτης Αιτωλίας και ακολούθως Αθηνών. [41. Βλ. Κ.Ν. Τριανταφύλλου, Το Αρχείον των Βλαχοπαπαδοπούλων Πατρών. Πάτραι 1983, σ. 28.]

Με το διάταγμα του 1833, διά του οποίου η Εκκλησία της Ελλάδος ανεκηρύχθη αυτοκέφαλος, η Επισκοπή Π. Πατρών και η Επισκοπή Ωλένης συνεχωνεύθησαν σε μίαν Αρχιεπισκοπή, την των Πατρών και Ηλείας. Πρώτος Επίσκοπος μετά την συγχώνευση ανεδείχθη ο πρ. Μετρών Μελέτιος Γημαράκης.

Διακεκριμένος Επίσκοπος Πατρών, με βαθειά πνευματική καλλιέργεια, παιδεία, αρετή και ήθος υπήρξε ο Μισαήλ Αποστολίδης (1852-1861), αναδειχθείς τον Δεκέμβριο του 1861 σε Μητροπολίτη Αθηνών. Διάδοχός του ήταν ο Κύριλλος Χαιρωνίδης (1866-1874), ο οποίος διεκρίθη ιδιαιτέρως ως φιλάνθρωπος Αρχιερεύς. Ακολουθεί ο Αβέρκιος Λαμπίρης (1874-1878), επί των ημερών του οποίου ανεφύη το μέγα σκάνδαλο των «Σιμωνιακών», ένεκα του οποίου αναγκάσθηκε να παραιτηθεί. Μετά πενταετίαν η κενωθείσα θέση επληρώθη από τον Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Νικηφόρο Καλογερά (1833-1885), ο οποίος μετά διετίαν παρητήθη για λόγους υγείας. Ο διάδοχός του Δαμασκηνός Χριστόπουλος (1886-1892) υπήρξε ο Αρχιερεύς εκείνος, ο οποίος προώθησε το θέμα της ανεγέρσεως νέου περικαλλούς ναού του πολιούχου των Πατρών Αγίου Ανδρέου.

Μετά τον Δαμασκηνό, διαπρεπής Ιεράρχης των Πατρών αναδεικνύεται ο Ιερόθεος Μητρόπουλος (1892-1903), εκ των πρωτεργατών του νεοελληνικού θρησκευτικού κινήματος, διακριθείς για το αγωνιστικό του φρόνημα και την εν γένει πνευματική του ακτινοβολία. Επί των ημερών του απεσπάσθη η επαρχία Ηλείας και έκτοτε αποτέλεσε ιδίαν επισκοπή. Τον Ιερόθεο διεδέχθη ο Αντώνιος Παράσχης (1906-1944), «ιεροπρεπής Ιεράρχης κατά την εμφάνισιν και επιβλητικός κατά την θείαν λειτουργίαν», και τούτον ο από Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Θεόκλητος Παναγιωτόπουλος (1944-1957), του οποίου η συμβολή για την αποπεράτωση του ναού του Αγίου Ανδρέου υπήρξε καθοριστική. Ο Θεόκλητος τον Αύγουστο του 1957 ανήλθε στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο των Αθηνών.

Επόμενος Αρχιερεύς των Πατρών ο από Σερβίων και Κοζάνης Κωνσταντίνος Πλατής (1957-1972), επί των ημερών του οποίου επεστράφη η Τίμια Κάρα του Αποστόλου Ανδρέου, κατόπιν συντόνων ενεργειών του.

Προικισμένος υπό πολλών φυσικών και επικτήτων αρετών και ικανοτήτων υπήρξε ο από Ζιχνών και Νευροκοπίου διάδοχός του Νικόδημος Βαλληνδράς (1974-2005). Άριστος θεολόγος και ελληνομαθής, λειτουργός υψιπέτης, εμπνευσμένος εκκλησιαστικός ρήτωρ και δόκιμος υμνογράφος και μελωδός, άγων το 90ό έτος της ηλικίας του παρητήθη της θέσεώς του το 2005. Εκοιμήθη την 16η Νοεμβρίου 2008.

Επιστέφει τον επισκοπικό κατάλογο της εν λόγω Μητροπόλεως, από τον Φεβρουάριο του 2005, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ. Χρυσόστομος Σκλήφας, εκ των αρίστων νέων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά πάντα ιεροπρεπής, διαθέτων ενάρετο βίο, παιδεία και διοικητική εμπειρία, αναδεικνυόμενος άξιος διάδοχος των γεραρών προκατόχων του.

7. Αναντιρρήτως έγκαρπη υπήρξε η ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας των Πατρών και τούτο διότι, όπως καταδεικνύεται και εκ του επισκοπικού καταλόγου, στον Αποστολικό θρόνο της επαρχίας αυτής, ανήλθαν κατά καιρούς επώνυμοι και ανώνυμοι διαπρεπείς Αρχιερείς, ενάρετοι και πεπαιδευμένοι, οι οποίοι όχι μόνον διετήρησαν το ορθόδοξο φρόνημα του ποιμνίου των σε χρόνους χαλεπούς, αλλά και «συνέβαλον εις την καθ’ όλου διαμόρφωσιν και αναγωγήν της Μητροπόλεως εις την ην κατέλαβε και έχει μέχρι σήμερον εξαιρετικήν θέσιν εν τη καθ’ όλου του Χριστού Εκκλησία». [42. Βασιλείου Γ. Ατέση, έ.α., σ. 220.]

Τρεις εξ αυτών ανεδείχθησαν εθνομάρτυρες, ένας εθνεγέρτης, δύο ανήλθαν στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και έτεροι δύο στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο των Αθηνών.

Βεβαίως υπήρξαν και Αρχιερείς, οι οποίοι δεν άφησαν «ίχνη της διελεύσεώς των», ή εφάνησαν κατώτεροι των περιστάσεων, ενώ μερικών εξ αυτών η χρονολογία της υπάρξεως και δράσεώς των παραμένει εισέτι άγνωστη ή υπόκειται σε ιστορικές ανακρίβειες, αμφισβητήσεις και διευκρινίσεις, μέχρις ότου έλθουν στο φως της δημοσιότητος άγνωστα αρχεία, έγγραφα και άλλα γραπτά μνημεία, τα οποία θα συμπληρώσουν τα υπάρχοντα και θα καλύψουν πλήρως την όλη ιστορική πορεία που ακολούθησε ανά τους αιώνες η Επισκοπική καθέδρα της Αποστολικής Εκκλησίας των Πατρών.

Συνοπτικός κατάλογος Επισκόπων της Αποστολικής Εκκλησίας των Πατρών

Ανδρέας ο Απόστολος
Στρατοκλής, α’ αιών
Πλούταρχος, 343
Ιωάννης, 451
Αλέξανδρος, 451, 458
Αθανάσιος, 784-806
Θεόδωρος, 865-879
Σάββας, 879-;
Ανδρέας, 895-925
Γαβριήλ, 975-1025
Κωνσταντίνος, 1025-1043
Ευάρεστος, Ι’ ή ΙΑ’ αιών
Νικήτας, 1067-;
Λέων, 1070-;
Πέτρος, 1084, 1099
Φίλιππος, πιθανώς κατά τον ΙΑ’ αιώνα
Κωνσταντίνος, 1156, 1157
Θέων, 1164, 1166, 1170
Ευθύμιος, 1180-1209
Νικόλαος, 1285-1315
Μιχαήλ, 1315, 1316
Μητροφάνης, 1329-1341
Ιωσήφ, 1341-1348
Μακάριος, 1353, 1354
Μελέτιος, 1365-;
Παρθένιος, 1366-;
Ιγνάτιος, 1380, 1381
Μάξιμος, 1389-1396
Νήφων, 1397-;
Ιωακείμ, προ του 1450
Νεόφυτος, 1460-1466
Κύριλλος, 1467- ;
Διονύσιος, 1541, 1542
Γρηγόριος, 1545-1461
Γερμανός, 1561-1571
Δανιήλ, 1549-;
Μεθόδιος, 1572-1575, 1580-1585
Αρσένιος, 1575-1576, 1579-1580, 1585
Διονύσιος, 1576-1578
Παρθένιος, 1578-1579
Νεκτάριος, 1585-1592
Γαβριήλ, 1592-1593
Δανιήλ, 1597
Τιμόθεος, 1601-1612
Θεοφάνης, 1612-1638
Παρθένιος, 1639-1641
Θεοφάνης, 1641-1646 και 1649-1650
Αντώνιος, 1650-1653
Δανιήλ, 1653-1674
Παρθένιος, 1674-1677
Παΐσιος, 1677-1678
Γερμανός, 1678-1683 και 1684-1687
Αρσένιος, 1687-1711
Χριστοφόρος, 1719
Παΐσιος, 1716-1717 και 1727-1733
Δανιήλ, 1717-1727
Νικηφόρος, 1727- 1729
Γεράσιμος, 1733-1750 και 1757-1759
Παρθένιος,1750-1756 και 1759-1770
Γαβριήλ, 1771-1780
Γρηγόριος, 1781-1799
Μακάριος, 1799-1806
Γερμανός, 1806-1826
Γρηγόριος, 1828, 1842-1852
Αγαθάγγελος, 1830-1832
Μελέτιος, 1833-1840
Μισαήλ, 1852-1861
Κύριλλος, 1866-1874
Αβέρκιος, 1874-1878
Νικηφόρος, 1833-1885
Δαμασκηνός, 1886-1892
Ιερόθεος, 1892-1903
Αντώνιος, 1906-1944
Θεόκλητος, 1944-1957
Κωνσταντίνος, 1957-1972
Νικόδημος, 1974-2005
Χρυσόστομος, 2005-

Πηγή: Εφημερίδα “Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ”

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ