Οι γερμανικές εταιρείες Biontech και Curevac αποδείχθηκαν πολύτιμες στην κορωνοκρίση και ανέβασαν τα διεθνή στάνταρ. Τώρα η βιοτεχνολογία χρειάζεται επενδυτές.H πανδημία κορωνοϊού έφερε στο επίκεντρο της δημόσιας προσοχής έναν παραμελημένο κλάδο, την βιοτεχνολογία. Οι άνθρωποι που ασχολούνται με αυτόν ελπίζουν να δικαιωθούν και να δουν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα την προώθηση της βιοτεχνολογίας. «Η δημόσια αντίληψη της ύπαρξής της και η εκτίμηση στον συγκεκριμένο κλάδο έχει αισθητά αυξηθεί» υποστηρίζει η Βιόλα Μπρόνζεμα, διευθύντρια του Συνδέσμου Βιοτεχνολογίας Γερμανίας, με έδρα στο Βερολίνο. Θεωρεί την εξέλιξη πολύ θετική, αν και, όπως προσθέτει, θα ήθελε να είχε συμβεί χωρίς την πανδημική κρίση. Η επιτυχία της Biontech με έδρα το Μάιντς, που σε ένα χρόνο ανέπτυξε εμβόλιο κατά του κορωνοϊού και κατάφερε να το προωθήσει στην αγορά, δείχνει τις δυνατότητες του συγκεκριμένου κλάδου. Ιδιαίτερα όταν διαθέτει κονδύλια. Και εδώ ακριβώς έγκειται το κεντρικό πρόβλημα της ιατρικής έρευνας.

Χαμηλό το επενδυτικό ρίσκο στη Γερμανία

Συνήθως πρέπει να περάσουν δέκα χρόνια μέχρις ότου ένα νέο φαρμακευτικό σκεύασμα πάρει τη θέση του στα ράφια των φαρμακείων. Ένας από τους λόγους είναι ότι πολλές νεοφυείς επιχειρήσεις χρειάζονται πολύ χρόνο, μέχρις ότου γίνουν επικερδείς. «Στη Γερμανία ο κόσμος δεν έχει συνειδητοποιήσει τις ευκαιρίες της βιοτεχνολογίας για την ιατρική του μέλλοντος. Διαθέτουμε λαμπρούς επιστήμονες, αλλά εκείνο που μας λείπει είναι τα μέσα για να μεταφέρουμε πανεπιστημιακούς ερευνητές σε ιδιωτικές επιχειρήσεις» επισημαίνει ο Μίχαελ Μότσμαν, ιδρυτής του MIG-Fonds με έδρα το Μόναχο. Η επενδυτική επιχείρηση των αδελφών Τόμας και Αντρέας Στρούγκμαν ανήκει στους βασικούς χρηματοδότες της Biontech. Το 2008 επένδυσε σχεδόν 15 εκ. ευρώ στη συγκεκριμένη φαρμακευτική εταιρεία, που ξεκίνησε ως νεοφυής. Στις ΗΠΑ οι επενδυτές είναι πιο ανοιχτοί στην ανάληψη επενδυτικού ρίσκου, υποστηρίζουν ειδικοί του κλάδου.

«Ο ενθουσιασμός για το θέμα και την ιδέα της κοινής επιτυχίας είναι μεγαλύτερος» θεωρεί και η Μπρόνζεμα. «Ο καθένας μπορεί μέσω επενδύσεων με μετοχές ή κεφάλαια να συμμετάσχει σε νεοφυείς επιχειρήσεις και να γίνει πιθανότατα μέρος μιας επιτυχημένης ιστορίας, όπως αυτή της Biontech». Το 2020 ο κλάδος της βιοτεχνολογίας προσέλκυσε 3 δις ευρώ σε ίδια κεφάλαια. Ένα απόλυτο ρεκόρ. Μέχρι τώρα το μεγαλύτερο ποσό το 2018 ήταν 1,3 δις ευρώ. Βέβαια το ήμισυ των 3 δις ευρώ πήγαν στην Biontech και την Curevac.Ο τζίρος των 710 γερμανικών εταιρειών βιοτεχνολογίας αυξήθηκε κατά 36%, που ισοδυναμεί με 6,5 δις ευρώ. Το ερευνητικό κόστος σκαρφάλωσε στα 2,5 δις ευρώ. Το υπουργείο Έρευνας επένδυσε επιπλέον 627 εκ. ευρώ στις εταιρείες Biontech και Curevac. «Χαρακτηριστικό γνώρισμα των επενδύσεων στη φαρμακευτική έρευνα είναι η υπομονή και η διάθεση ανάληψης ρίσκου», λέει ο Μίχαελ Μότσμαν. «Ο κίνδυνος, μια θεραπεία ή μια δραστική ουσία να μην λειτουργήσει τελικά είναι μεγάλος. Στη Γερμανία οι ενδοιασμοί που αφορούν στην ασφάλεια των επενδύσεων είναι μεγάλοι, αλλά μήπως οι τραπεζικές αποταμιεύσεις είναι εξασφαλισμένες; Οι μετοχές των εισηγμένων στο χρηματιστήριο είναι ασφαλείς;». Στην περίπτωση της Biontech ο όμιλος επενδύσεων MIG-Fonds έδωσε μέρισμα στους επενδυτές 600 εκ. ευρώ, τη μεγαλύτερη απόδοση κεφαλαίου στην ιστορία της επιχείρησης. «Παρόλα αυτά λόγω του κινδύνου δεν θα συνιστούσε σε κανένα επενδυτή να βάλει όλα του τα χρήματα στην Biontech» τονίζει ο Μότσμαν. «Η Γερμανία κινδυνεύει να μείνει πίσω διεθνώς» φοβάται ο ειδικός σε συμμετοχικές χρηματοδοτήσεις και κάνει έκκληση για μεγαλύτερη ενίσχυση της καινοτομίας.

Τα παραδείγματα της Catalym και της T-Knife

Δύο νεοφυείς επιχειρήσεις βιοτεχνολογίας που το 2020 τράβηξαν την προσοχή λόγω μεγάλων ποσών που πήραν από επενδυτές είναι η Catalym από το Μόναχο και η T-Knife από το Βερολίνο. Και οι δύο εργάζονται στον τομέα θεραπείας καρκίνων. Η Τ-Knife συγκέντρωσε 66 εκ. ευρώ επιχειρηματικά κεφάλαια, η Catalym 50 εκ. ευρώ. Η T-Knife είναι θυγατρική του Κέντρου Max-Delbrück στο Βερολίνο. Η συνιδρύτρια της εταιρείας Ελίζα Κίμπακ αναφέρει ότι είναι εξαιρετικά σπάνιο για μια νεοφυή επιχείρηση να δέχεται οικονομική στήριξη τέτοιου ύψους. Η Κίμπακ κάνει έρευνες τα τελευταία 15 χρόνια σε θεραπείες καρκίνου και το 2011 συμπεριελήφθη από την πρωτοβουλία «Γερμανία-Χώρα Ιδεών» ανάμεσα στις 100 γυναίκες με τα πιο ισχυρά οράματα.

Η τεχνολογία, με την οποία εργάζεται η T-Knife, αναπτύχθηκε σε έρευνες αρχικά σε ακαδημαϊκό περιβάλλον. Σε αυτή τη βάση η εταιρεία επεκτείνει τη δράση της. «Αυτή η ειδική θεραπεία κυττάρων είναι πολύ ακριβή και η χρηματοδότηση από την Ευρώπη δεν επαρκεί, γι αυτό και απευθυνθήκαμε σε Αμερικανούς επενδυτές» λέει η Κίμπακ. Ίδια τύχη και για την Catalym. «Για να βρούμε επενδυτές για την έρευνα η εταιρεία απευθύνθηκε το 2018 σε 20 επενδυτές από το εξωτερικό παρουσιάζοντας τις θεραπευτικές της μεθόδους» σημειώνει ο Μάνφρεντ Ρίντιγκερ, που διαχειρίζεται τη χρηματοδότηση της νεοφυούς εταιρείας. «Δεν απευθυνόμαστε σε ταμιευτήρια, γιατί δεν πρόκειται να πάρουμε ούτε ένα ευρώ, οι περισσότερες εταιρείες συμμετοχικής χρηματοδότησης αυθόρμητα ενθουσιάστηκαν και με τα κεφάλαιά τους μπορούμε για δυόμιση χρόνια να προχωρήσουμε σε μεγάλες κλινικές δοκιμές θεραπειών καρκίνων».

Ανάμεσα στους επενδυτές της είναι το υποκατάστημα του ολλανδικού επενδυτή Forbion Capital στο Μόναχο. O επικεφαλής της Catalym Χόλγκερ Ράιτινγκεν καταγράφει αυξανόμενο ενδιαφέρον για επενδύσεις στη βιοτεχνολογία. «Είναι άνθρωποι που έχουν σχέση με την ηθική, γι αυτό το λόγο δεν επενδύουν σε μια αλυσίδα διανομής φαγητού, αλλά στην έρευνα για τον καρκίνο ή το αλτσχάιμερ». Σε αυτόν τον αγώνα της έρευνας ζητείται η ενισχυμένη στήριξη από την πολιτική. Λιγότερη γραφειοκρατία στην άδεια για πειράματα σε ζώα, ή σε αδειοδοτήσεις. «Η επιτυχία της Biontech στην παραγωγή εμβολίου είναι ένα καταπληκτικό παράδειγμα του πόσο γρήγορα μπορεί να κινηθούν διαδικασίες με τη στήριξη της Γερμανίας» επισημαίνει η επιδημιολόγος Κίμπακ.

Ούτε Βέσελς/dpa

Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ