Γράφει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς Νίκος Κοτζιάς.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τις εκλογές τις κέρδισε η ΝΔ και ο Σύριζα. Αντίθετα, αν παρακολουθήσει κανείς την συμπεριφορά των στελεχών των δύο άλλων κομμάτων που συμμετέχουν στην συγκυβέρνηση, καταλήγει εύκολα στο συμπέρασμα, ότι οι δυνάμεις που δεν τις κέρδισαν συμπεριφέρονται είτε ως να γνωρίζουν κάτι άλλο, από τα παρασκήνια, είτε ως να μην κατάλαβαν τι έγινε, πιθανά και τα δύο. Αναφέρομαι στις ενδιάμεσες δυνάμεις. Κύρια στο ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως στη ΔΗΜΑΡ.

Η δημόσια παρουσία των μικρότερων εταίρων

Η δημόσια παρουσία του ΠΑΣΟΚ είναι ως να μην πρόκειται για ένα κόμμα που έχει συνθλιβεί ηθικά, πολιτικά, αριθμητικά, σε δύο αλλεπάλληλες εκλογές μάχες, αλλά ως να πρόκειται για ένα κόμμα που τα δύσκολα βρίσκονται ήδη πίσω του. Ως οι συνέπειες για όσα έκανε να έχουν ήδη τελειώσει. Η δημόσια παρουσία στελεχών του είναι συχνά ως να λένε «εμείς συνεχίζουμε να κυβερνάμε αδιάκοπα», είτε έχουμε λάβει 45% των ψήφων, είτε 12%. Είμαστε πλασμένοι να σας κυβερνάμε έστω και ως αποτυχημένοι. Ως να πιστεύουν, ότι το κύριο, προκειμένου να συμμετάσχει κανείς σε μια κυβέρνηση, δεν είναι το πόσους ψήφους του έδωσε ο λαός, αλλά το πόσο απαραίτητος είναι για το σύστημα που έχω ονομάσει ως Ολιγαρχικό (κάτι εντελώς διαφορετικά από τις ανάγκες της χώρας). Έτσι την απώλεια 32% του συνόλου των ψήφων, σχεδόν ¾ του ίδιου του ΠΑΣΟΚ, μπορεί κανείς να την θεωρήσει ως συντριβή, που επιβεβαιώθηκε δύο φορές. Μπορεί, βέβαια, σύμφωνα με στελέχη του ΠΑΣΟΚ, να την ερμηνεύσει και ως «την απόφαση από τον λαό» ότι δεν μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση χωρίς ΠΑΣΟΚ.

Τα στελέχη του σκληρού πυρήνα του ΠΑΣΟΚ δείχνουν ως να έχουν ξεχάσει την καταστροφή που επέφεραν στην Ελλάδα μετά την παραλαβή της πράγματι προβληματικής κατάστασης από την ΝΔ. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι ότι παραμένουν «φεουδάρχες» των κυβερνήσεων, είτε αυτές είναι με τη ΝΔ, είτε με τη ΔΗΜΑΡ ή το Λάος. Είτε με άλλα πολιτικά κόμματα, είτε με τραπεζίτες και δήθεν τεχνοκράτες.

Ανάλογα η δημόσια παρουσία στελεχών της ΔΗΜΑΡ έχει εγκλωβιστεί στο μοτίβο, ότι «το ειδικό βάρος μας, είναι μεγαλύτερο από εκείνη που μας έδωσαν οι ψηφοφόροι μας». Η σύγκριση αυτών των δύο μεγεθών βάρους απαιτεί αποσαφηνίσεις. Αν το βάρος των ψήφων, είναι το βάρος που έχει κανείς στον λαό, το ειδικό βάρος σε ποιόν αναφέρεται και ως προς τι; Μήπως, θα έπρεπε εκεί στη ΔΗΜΑΡ να αναρωτηθούν μήπως το «ειδικό βάρος τους» προκύπτει από αποφάσεις κέντρων; Κέντρων που για τους δικούς τους λόγους επιθυμούσαν να εισέλθει η ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση, και ας μην είναι αριθμητικά «απαραίτητη» η παρουσία της; Δεν είμαι σε θέση να απαντήσω, ή ορθότερα να τεκμηριώσω τις πρώτες σκέψεις μου, όμως το ερώτημά μου είναι νομίζω εύλογο. Είμαι ανοικτός να ακούσω και να πειστώ ότι υπάρχουν κάποιες άλλες δυνάμεις, άγνωστες σε εμένα, οι οποίες θελαν ή και απαίτησαν να εισέλθει η ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση. Δυνάμεις, δηλαδή, εκτός των συστημάτων της τρόικας και της διαπλοκής. Οι οποίες, ας υποθέσω, κατέφεραν να επιβάλλουν τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στη κυβέρνηση παρά τη θέληση του συστήματος. Ας τις ονοματίσουν οι ίδιοι και εγώ θα τους πιστέψω χωρίς δεύτερη κουβέντα. Προκειμένου δε, να μην υπάρχει παρανόηση και να είμαι σαφής, διευκρινίζω, ότι δεν ρωτώ γιατί συμμετέχουν, αυτό είναι δική τους πολιτική επιλογή και θα κριθεί η ΔΗΜΑΡ μελλοντικά για αυτήν. Ρωτώ κάτι άλλο: για πιο λόγο -κατά τη δική τους γνώμη τη ΔΗΜΑΡ- κάποια συμφέροντα την επιθυμούσαν στη σημερινή κυβέρνηση, ή έστω δεν είχαν αντιρρήσεις. Προς το παρόν μένω με τα ερωτήματα και τις απορίες.

 

Το «νέο» (;)  προσωπικό

Με τις εκλογές μεγάλο μέρος του προσωπικού ανανεώθηκε, ιδιαίτερα χάρη στην άνοδο του Σύριζα και εν μέρει του προσωπικού της ΔΗΜΑΡ και των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Σε ένα βαθμό, επίσης, τιμωρήθηκαν παλαιότεροι υπουργοί και δεν επανεξελέγησαν. Σε κάθε περίπτωση, θα περίμενε κανείς ότι ορισμένα νέα πρόσωπα θα στελέχωναν την παρούσα κυβέρνηση σε συνδυασμό, βέβαια, με πετυχημένους και έμπειρους πολιτικούς, και ας είναι ο αριθμός των τελευταίων περιορισμένος. Πράγματι υπάρχουν ορισμένοι ενδιαφέροντες υπουργοί, κύρια προτάσεις της ΔΗΜΑΡ, που ελπίζω να κάνουν καλό έργο και να αντέξουν την διαγραφόμενη οικονομική πολιτική της νέας κυβέρνησης.

Δίπλα, όμως, στους πιο πάνω, ξεχωρίζω πρόσωπα του κατεστημένου, ιδιαίτερα των τραπεζών και των εργολάβων καθώς και άλλων ενδιαφερόμενων για τα σκουπίδια (την πιο φθηνή πρώτη ύλη της σύγχρονης βιομηχανίας). Πριν απ’ όλα ξεχωρίζει ο κ.Ράπανος, που σίγουρα είναι άνθρωπος με ειδικές διασυνδέσεις με το τραπεζικό σύστημα και τους τραπεζίτες. Ο ίδιος, μαζί με αρκετά άλλα στελέχη της νέας κυβέρνησης στον τομέα της οικονομίας, ξεχωρίζουν από το γεγονός ότι υπηρέτησαν με πίστη το μνημόνιο. Έχουν δε, βαθιά ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση της χώρας.

Σε μια δεύτερη ομάδα, ξεχωρίζω ορισμένους νεοφιλελεύθερους αναχρονιστές που υπηρέτησαν και υπηρετούν στενά ολιγαρχικά συμφέροντα. Δυστυχώς είναι δύσκολο να έχει κανείς αμφιβολίες ότι δεν θα εξακολουθήσουν να το κάνουν και μετά τον διορισμό τους ως υπουργών ή σε άλλες θέσεις της σημερινής κυβέρνησης. Πρόκειται για ανθρώπους που δεν έχουν καμία αναστολή να υπηρετήσουν ακόμα και με αυταρχικό τρόπο πολιτικές που ο φιλελεύθερος Ραλφ Ντάρεντορφ ονόμασε ως «βίαιο εκσυγχρονισμό».

Εντύπωση κάνει, επίσης, το γεγονός ότι στη νέα κυβέρνηση η θέση των γυναικών είναι άκρως υποβαθμισμένη. Ανάμεσα σε 24 μέλη του υπουργικού συμβουλίου (14 υπουργοί και 7 υπουργοί αναπληρωτές) υπάρχει μόνο μια γυναίκα. Ανάλογα, ανάμεσα στους 15 υφυπουργούς διακρίναμε, επίσης, μόνο μία γυναίκα. Αυτή η κυβέρνηση, δηλαδή, αναπαράγει τις χειρότερες αντιλήψεις για το γυναικείο ζήτημα της συντήρησης με την ανοχή ενός κόμματος όπως η ΔΗΜΑΡ (για το σημερινό ΠΑΣΟΚ δεν χρειάζεται να συζητάμε). Αλλά και ως προς την κοινωνική προέλευση των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών, διακρίνουμε εφοπλιστές, τραπεζίτες, μεγαλοπαράγοντες με άμεση διασύνδεση με μεγαλοεπιχειρηματίες, γόνους πολιτικών «τζακιών», επαγγελματίες πολιτικούς, όχι, όμως, άτομα προερχόμενα από την μισθωτή εργασία και την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Αυτά τα στοιχεία μπορούν να μην λένε σε πολλούς πολλά, αλλά είναι μια πρώτη ένδειξη για την οπτική με την οποία θα κάνει πολιτική η κυβέρνηση.

Ποιος τοποθετεί το προσωπικό;   

Κανονικά, σε μία κυβέρνηση ο πρωθυπουργός έχει την πρώτη ευθύνη για την κυβέρνηση που διορίζει. Προσπαθεί να διασφαλίσει το μέγιστο αποτέλεσμα, ιδιαίτερα στους κρίσιμους τομείς, που αυτή τη στιγμή είναι η οικονομία. Να περνά σε αυτούς τους κρίσιμους τομείς τις απόψεις του, να προωθεί τους στόχους για τους οποίους εκλέγεται, να εξασφαλίζει συνέχεια και συνοχή στην κυβερνητική πολιτική. Όταν δεν κυβερνά μόνο το κόμμα ενός πρωθυπουργού, αλλά και άλλα κόμματα, κυβέρνησης, να διασφαλίζει τη συνεργασία και την αποτελεσματικότητα αυτής της συνεργασίας.

Το ερώτημα είναι ποιος επέλεξε τους πιο πάνω αναφερθέντες νεοφιλελεύθερους μνημονιακούς για θέσεις σε παραγωγικά υπουργεία; Είναι ο ίδιος ο κ. Πρωθυπουργός; δικές του επιλογές; Ως προϊόν εσωκομματικών ισορροπιών; Είναι τα συμμαχικά και συγκυβερνώντα κόμματα; Είναι τρίτοι παράγοντες; Και αν ναι οι τελευταίοι άμεσα με πιέσεις στον κ.Πρωθυπουργό ή μέσω των συγκυβερνώντων; Με άλλα λόγια, πόσο μεγάλη είναι η επιρροή εξωθεσμικών κέντρων στην συγκρότηση της κυβέρνησης. Σε πιο βαθμό ελήφθησαν υπόψη τα συμφέροντα αυτών των κέντρων και γιατί απουσιάζουν οι άνθρωποι φορείς πλατύτερων κοινωνικών συμφερόντων και αναγκών;  Έχω και ορισμένα ειδικά ερωτήματα: ο κ. Αβραμόπουλος έφυγε από το υπουργείο άμυνας ως μη επιτυχών; Ο κ.Δήμος ως υπουργός εξωτερικών δεν πέτυχε και έμεινε εκτός κυβέρνησης; Η κ.Μπακογιάννη θεωρεί ότι αυτή η κυβέρνηση δεν θα αντέξει και δείχνει τον δρόμο της υπομονής;

Προκειμένου να βγάλω τα τελικά μου συμπεράσματα ως προς το προσωπικό της νέας κυβέρνησης, περιμένω να δω τις τοποθετήσεις των νέων γενικών και ειδικών γραμματέων, ιδιαίτερα στα παραγωγικά υπουργεία. Να δω ποιοι θα αναλάβουν τις τράπεζες, τις μεγάλες επιχειρήσεις στις οποίες υπάρχει συμμετοχή του δημοσίου, αλλά και άλλες αρχές. Συνήθως, σε αυτό το «δεύτερο» επίπεδο αποκαλύπτονται και οι πιο κρυφές συμφωνίες των κομμάτων και οι πραγματικές προθέσεις της πολιτικής. Δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος. Αλλά θα περιμένω για να ολοκληρώσω τα συμπεράσματά μου.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ