Ενώ αυξάνονται τα κρούσματα

Του Καθηγητή Γιώργου Πιπερόπουλου

Αφορμή για τη σημερινή μου blog-άποψη μου δίνουν οι συχνές πρωτοσέλιδες αναφορές στον πολλαπλασιασμό των αυτοκτονιών στην Ελλάδα εξαιτίας της δραματικής αύξησης οικονομικών προβλημάτων που οδηγούν στην καταστροφή αμέτρητους Έλληνες και Ελληνίδες επιχειρηματίες.

Ο θάνατος βρίσκεται αναμφίβολα στο τραγικότερο σημείο στο ευρύ φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων. Ο θάνατος, όμως, από αυτοκτονία, πέρα από την εγγενή τραγικότητά του εμπεριέχει και τα καταθλιπτικά στοιχεία που δημιουργούν οι υποκειμενικές ενοχές συγγενών και φίλων για την αδυναμία τους να προβλέψουν και να αποτρέψουν το γεγονός! Επιπρόσθετα η κοινή γνώμη θέτει το φαινομενικά απλό, αλλά φοβερά δύσκολο να απαντηθεί, μονολεκτικό ερώτημα του “γιατί”.

Στην εποχή μας τα άτομα που αυτοκτονούν δεν το κάνουν μόνο για τους κλασικά γνωστούς λόγους της ερωτικής απογοήτευσης, επειδή αδυνατούν να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις της στρατιωτικής ζωής ή επειδή απέτυχαν στις Πανελλήνιες Εξετάσεις. Κυρίαρχη αιτία είναι πλέον η οικονομική καταστροφή (και εδώ υπογραμμίζω το γεγονός ότι καθώς βουλιάζουμε στην οικονομική δυσπραγία και ύφεση φοβάμαι ότι θα βιώσουμε και στη χώρα και διεθνώς μεγάλη αύξηση στα κρούσματα αυτοκτονιών.)

Η κλασική τυπολογία της αυτοκτονίας έγινε από τον Γάλλο κοινωνιολόγο Emile Durkheim, ο οποίος καθόρισε τρεις συγκεκριμένους τύπους:

  • πρώτον “την αλτρουιστική”, όπου το άτομο στην προσπάθειά του να διασώσει κάποιον ή κάποιους συγγενείς, φίλους, γνωστούς ή ακόμη και εντελώς άγνωστους συνανθρώπους του από άμεσο κίνδυνο “θυσιάζει” την προσωπική του ύπαρξη,
  • δεύτερον, “την εγωιστική”, όπου το άτομο τερματίζει τη ζωή του για καθαρά προσωπικούς του λόγους όντας εντελώς αποστασιοποιημένο από τον πόνο και την οδύνη που αυτή του η πράξη μπορεί να προκαλέσει σε συγγενικά πρόσωπα και φίλους και,
  • τρίτον την «ανομική», όπου το άτομο προτιμά να διακόψει αμετάκλητα τη συνέχιση της υπαρξιακής του οντότητας ακριβώς επειδή κάποιες φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πλημμύρες ή πόλεμοι), ή ακόμη και η ραγδαία κοινωνική αλλαγή που υφίσταται το σύστημα στο οποίο ζει μετουσιώνει τα γνωστά του πρότυπα διαπροσωπικών σχέσεων, αλλάζουν τα νοήματα και οι αξίες της ζωής και επικρατεί “κοινωνική ανομία”, την οποία το άτομο την αισθάνεται ως μείωση της ικανότητάς του να ζήσει και να λειτουργήσει όπως ήξερε.

Μέσα στα πλαίσια του παρόντος προβληματισμού, καθώς η προσπάθεια απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα και ευαισθησία στην προσέγγισή μας για να αποφευχθούν τυχόν παρερμηνείες, χρειάζεται να επισημάνω ότι το άτομο που αποπειράται να αυτοκτονήσει, άσχετα εάν το κατορθώνει ή όχι σε τελική ανάλυση, πιστεύει ότι βρίσκεται αντιμέτωπο με δύο μόνο επιλογές – δηλαδή να συνεχίσει την υπαρξιακή του πορεία όπως έχει, ή να την αναστείλει τελεσίδικα. Ο αυτόχειρας πριν πραγματοποιήσει την τελική επιλογή του δίνει πολλά μηνύματα, προειδοποιεί τους γύρω του αναφορικά με τον περιορισμό των επιλογών του σε ότι αφορά την επικείμενη πράξη του.

Δυστυχώς, μέσα στην πολύβουη, αγχωτική, καθημερινή μας ζωή οι πιο πολλοί από εμάς – γονείς, συγγενείς και φίλοι – ή αδυνατούμε να συλλάβουμε “τις κραυγές απόγνωσης του ατόμου” ή όταν τις συλλαμβάνουμε τις εκτιμούμε περισσότερο ως “κενές απειλές” ή ακόμη ως “παρατραβηγμένους θεατρινισμούς”

Σε γενικές γραμμές, γιατί η κάθε περίπτωση είναι αυτοτελής, μπορούμε να προσδιορίσουμε τα ακόλουθα ως ερμηνευτικά ψυχοκοινωνικά στοιχεία:

  1. Χρόνια επώδυνη μοναξιά και νευρωσική κατάθλιψη ή μελαγχολία. Το άτομο χωρίς βοήθεια από τον ειδικευμένο ψυχολόγο ή χωρίς φαρμακευτική αγωγή που θα του προσφέρει ο νευρολόγος-ψυχίατρος [ σε συνδυασμό πάντοτε με την ψυχοθεραπευτική υποστήριξη ] δεν βλέπει πλέον τον λόγο να δώσει συνέχεια στην άδεια του υπαρξιακή οντότητα.
  2. Το άτομο διακατέχεται από υποκειμενικό, ακατανίκητο συναίσθημα “ντροπής” ή και από υπερβολικό “φόβο” ότι θα τιμωρηθεί επειδή απέτυχε σε κάποιες σημαντικές του επιδιώξεις ή σε κάποιους στόχους που είχε θέσει.
  3. Υπάρχουν έντονα συναισθήματα “ενοχών” για πράξεις που το άτομο ποτέ δεν εκμυστηρεύθηκε σε οικείους του ή σε κάποιον φίλο του, σε κάποιον ιερέα ή σε κάποιον ψυχολόγο, ψυχοθεραπευτή.
  4. Το άτομο διακατέχεται από την αδήριτη ανάγκη της φυγής από ένα περιβάλλον που αντιλαμβάνεται ως καταπιεστικό, ή από πρόσωπα που καθημερινά το πληγώνουν και έτσι η πραγματικά οδυνηρή “φυγή με την αυτοκτονία” αποτελεί πράξη επιβολής συναισθηματικής “τιμωρίας” σε κάποιον ή κάποιους από τους οποίους το άτομο θέλει να … ξεφύγει!

Έχουν καθιερωθεί από τον Ιανουάριο του 2003 σε 24ωρη βάση οι γραμμές SOS στις Ένοπλες Δυνάμεις μας και τα άτομα που απασχολούνται εκεί έχουν επιτελέσει εκπληκτικά χρήσιμο έργο, παρά το γεγονός ότι στο μεταξύ χρονικό διάστημα κάποια στρατευμένα παιδιά πραγματοποίησαν την κακή-μεγάλη απόφαση της αυτοαναίρεσης.

Με δεδομένες τις οικονομικές δυσκολίες που ήδη αντιμετωπίζουν και θα αντιμετωπίσουν σύντομα όχι μόνο επιχειρηματίες αλλά και άλλοι συνάνθρωποί μας που θα στερηθούν εισοδήματα ή θα βρεθούν στις ουρές των ανέργων, θεωρώ απαραίτητο να δημιουργηθούν ΑΜΕΣΑ στα μεγάλα αστικά κέντρα ειδικοί συμβουλευτικοί σταθμοί βοήθειας για περιπτώσεις ψυχολογικών κρίσεων (οι γνωστές crisis lines ή hot lines) που να λειτουργούν σε 24ωρη βάση παρέχοντας στον ή στην πιθανή αυτόχειρα την έγκαιρη κάλυψη των έντονων στιγμιαίων συναισθηματικών του αναγκών και ψυχικών του κρίσεων με ανθρωπιά αλλά και με επιστημονική δεξιότητα ώστε να αποτραπεί το μοιραίο.

Είναι απαραίτητο γονείς, συγγενείς και φίλοι να ζητήσουν άμεσα τη βοήθεια οικογενειακού γιατρού ή κάποιου ειδικού μόλις γίνουν αντιληπτά τα πρώτα σημάδια ή αμέσως μετά την πρώτη “ανεπιτυχή απόπειρα”. Η μέχρι σήμερα προσφερόμενη νοσοκομειακή βοήθεια δεν εξαντλεί το πλήρες, το απαιτούμενο φάσμα ψυχοκοινωνικής αρωγής στο άτομο και τα μέλη της οικογενείας του.

Επαναλαμβάνω, και ας γίνω κουραστικός, ότι το κάθε άτομο πολύ πριν την τελική του πράξη δίνει σημαντικά σήματα “έκκλησης για βοήθεια”… Εάν τα πάρουμε στα σοβαρά και τα δούμε με αγάπη και κατανόηση οπωσδήποτε θα προλάβουμε την μετέπειτα ανείπωτη ψυχική οδύνη των συγγενών και φίλων του κάθε αυτόχειρα που κλείνει βίαια την “παρένθεση της εφήμερης προσωπικής του ύπαρξης”…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ