Της Νατάσσας Πιπεροπούλου-Κωνσταντάρα,
Διδάκτορος Ψυχολογίας

Συχνά γνωστοί και φίλοι με ρωτούν «ακούμε σε συζητήσεις αναφορές σε άτομα που δείχνουν ότι είναι καλά προσαρμοσμένα και άλλα που μάλλον παρουσιάζουν στοιχεία στη συμπεριφορά τους που επιβεβαιώνει ότι μάλλον είναι απροσάρμοστα … Τί σημαίνει η έννοια της προσαρμογής και πόσο σημαντικό είναι να είμαστε προσαρμοσμένοι;»

Η προσαρμογή έχει δύο θεμελιακές όψεις. Η μια θεώρει το άτομο υπεύθυνο για τη συμπεριφορά του σε όλα τα επίπεδα των σχέσεων του σε όλη του τη ζωή και τοποθετεί την έμφαση στην ικανότητα του άτομου να καταστρώσει και να ακολουθήσει τη δικιά του πορεία στον χώρο και τον χρόνο ο άνθρωπος δηλαδή, θεωρείται «κυρίαρχος της μοίρας του …» Η άλλη άποψη διατείνεται ότι οι επιλογές προσαρμογής που κάνει το άτομο, οι πεποιθήσεις, τα πιστεύω, αλλά και η γενικότερη συμπεριφορά του κάθε ατόμου καθορίζονται από προγενέστερα βιώματα και εμπειρίες αλλά και από τα δεδομένα της δυναμικής αντιπαράθεσης με τα δεδομένα του ψυχοκοινωνικού του περιβάλλοντος.

Στη σύγχρονη ψυχοκοινωνική θεωρία είναι ευρύτατα αποδεκτό ότι «η προσαρμογή είναι μια δυναμική εξελικτική πορεία προς την ωρίμανση και την ολοκλήρωση που ξεκινά εξ απαλών ονύχων».

Γνωρίζουμε σχεδόν όλοι, και ιδιαίτερα όσες και όσοι έχουμε μικρά παιδιά ότι το μικρό παιδί είναι ένα πολύ εγωκεντρικό πλάσμα. Από την προσχολική του κιόλας ηλικία και από το δεδομένο προσχολικό περιβάλλον διαμορφώνει στάσεις και πεποιθήσεις που θα αποτελέσουν σημαντικά στοιχεία του συναισθηματικού ρεπερτορίου του αυριανού άνδρα ή της γυναίκας. Εφόσον οι νηπιαγωγοί και οι δάσκαλοι λειτουργήσουν ορθά κάθε παιδί θα μπορέσει να προσαρμόσει στις αντικειμενικές απαιτήσεις του περιβάλλοντος του και να αρχίσει να συναλλάσσεται με αλλά παιδιά σωστά και παραγωγικά.

Εδώ, όμως, πρέπει να τονισθεί και να αναφερθεί ότι το κάθε παιδί φέρνει μαζί του και τα προγενέστερα βιώματα της προσχολικής του ηλικίας. Έτσι, κάποια παιδιά θα επιδείξουν υπερβολική συστολή και φόβο απέναντι σε αλλά παιδιά, ενώ αλλά παιδιά θα δείξουν εξουσιαστικές τάσεις απέναντι σε συμμαθητές και συμμαθήτριες. Το ντροπαλό και συνεσταλμένο παιδί χρειάζεται ενθάρρυνση να συμμετέχει ενεργά και να αντλεί ικανοποίηση από τη συμμέτοχη στην ομάδα, ενώ το επιθετικό παιδί χρειάζεται να μετριάσει την ανταγωνιστικότητα και την κατακτητική του διάθεση και να μάθει να μοιράζεται και να ικανοποιείται από την ισοτιμία του ρόλου του.

Στην διάρκεια της εφηβείας, σε αυτό το «κρίσιμο σταυροδρόμι της ζωής» τα πράγματα αλλάζουν. Ο έφηβος, που διδάχτηκε την άρνηση από τους γονείς του μετουσιώνεται στον σύντροφο και συνεργάτη της καθημερινής ρουτίνας που διακατέχεται από συναισθήματα καχυποψίας, υπεροψίας και γίνεται καταπιεστικός στα αλλά μελή της δικής του οικογένειας την ίδια στιγμή που κατηγορεί τους πάντες και τα πάντα ότι είναι άδικοι μαζί του και προσπαθούν να του επιβληθούν …

Αντίθετα ο έφηβος που έμαθε από τους γονείς του να είναι εξαρτημένο άτομο στην εξελικτική του πορεία προς τις ώριμες ηλικίες μετουσιώνεται σε παθητικό, εξαρτημένο άνδρα η γυναίκα που δεν παίρνει καμία απόφαση μόνος του, μόνιμα συμβουλεύεται τους άλλους για κάθε του κίνηση ή υποκύπτει σε κάθε πίεση που του ασκούν οι γύρω του …

Άτομα μέσης ηλικίας, που έχουν επιτύχει το ποθητό, δηλαδή είναι άτομα καλά προσαρμοσμένα, είναι εκείνα που ηγούνται κοινών προσπαθειών στα Γράμματα, τις Τέχνες και το Εμπόριο και ίσως έπρεπε να δραστηριοποιηθούν και στον Πολιτικό στίβο …

Ένα καλά προσαρμοσμένο άτομο έχει την ικανότητα να επηρεάζει αλλά άτομα γύρω του και μπορεί να τα οδηγεί προς συγκεκριμένους στόχους και κατευθύνσεις ακριβώς επειδή εμπνέει εμπιστοσύνη και σιγουριά και μαζί εκείνη την μοναδική ζεστασιά την οποία όλοι γνωρίζουμε και αναγνωρίζουμε εμπειρικά σε μερικά άτομα αλλά δεν κατορθώνουμε να την περιγράψουμε με λέξεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ