Η «Υπέρβαση Εξουσίας» είναι το χρονικό της δράσης του «εξελιγμένου» φορολογικού μηχανισμού της Γερμανίας, στα «πρότυπα» της οικονομικής αστυνομίας που προωθείται και στην Ελλάδα.

Αποστέλλεται στην ειδική τιμή των 14,50 €
(400 σελίδες, με αντικαταβολή, συν τα ταχυδρομικά).

Παραγγελία στο mail viliardos@kbanalysis.com ή στο τηλέφωνο 210-6627711.

Μία μεγάλη εταιρεία εισαγωγής και διανομής Ελληνικών προϊόντων σε πάνω από 5.000 εστιάτορες και πολλές αλυσίδες λιανικής, με υποκαταστήματα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Γερμανίας, καταγγέλλεται από το μεγαλύτερο γερμανό ανταγωνιστή της στην Εφορία.

Ένα κοινωνικοπολιτικό βιβλίο-θρίλερ, μία συγκλονιστική ιστορία στην καρδιά της Ευρώπης, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα

Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος ©,
viliardos@kbanalysis.com.

Η εταιρεία μπαίνει στο στόχαστρο της Οικονομικής Αστυνομίας (ΣΔΟΕ) της χώρας, με αποτέλεσμα την κινητοποίηση ενός τεράστιου μηχανισμού άνω των 100 εφοριακών και εισαγγελέων. Την ίδια ημέρα και ώρα ολόκληρος αυτός ο μηχανισμός οργανώνει μία πραγματική εισβολή, μία συντονισμένη επιχείρηση έρευνας όλων των εγκαταστάσεων, των ιδιωτικών χώρων του ιδιοκτήτη, των στελεχών και των συνεργατών του σε όλη τη Γερμανία.

Με δεδομένο ότι η απλή υποψία φοροδιαφυγής στη Γερμανία επιτρέπει στην Οικονομική Αστυνομία τη νόμιμη εισβολή στους ιδιωτικούς χώρους μετά τις 4 το πρωί, την έρευνα των χώρων, την ανάκριση και την προφυλάκιση των υπόπτων (σύμφωνα με το Focus Online 27.02.08), ο τρόμος κυριαρχεί παντού. Τα πάντα ερευνώνται εξονυχιστικά, διενεργούνται ανακρίσεις και κατάσχονται όλα τα έγγραφα και οι Υπολογιστές της εταιρείας, τα οποία μεταφέρονται αργά το βράδυ με μεγάλα φορτηγά στα γραφεία της Οικονομικής Αστυνομίας.

Ένα στέλεχος της εταιρείας τρελαίνεται από την πίεση που ασκείται επάνω του, ένα άλλο οδηγείται από αστυνομικούς στην εισαγγελία, όλοι κατατρομοκρατούνται για να ομολογήσουν αυτά που θέλουν να τους επιβάλλουν οι θύτες τους. Όμως, οι έρευνες, οι ανακρίσεις και τα στοιχεία δεν δικαιολογούν όλως παραδόξως την προφυλάκιση κανενός.

Αντικείμενο της επιδρομής είναι η προσπάθεια εύρεσης αποδεικτικών στοιχείων εναντίον του Έλληνα ιδιοκτήτη, τα οποία να στηρίζουν την πρωτοφανή κατηγορία της «Ηθικής αυτουργίας σε συνεργία για φοροδιαφυγή». Τυχόν επαλήθευση αυτής της κατηγορίας θα σήμαινε αυτόματα την υποχρέωση του να καταβάλλει αυτός όλα τα ποσά της ενδεχόμενης φοροδιαφυγής των περίπου 5.000 επαγγελματιών πελατών του – άνω των 80 εκ. € σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ένα τεράστιο ποσόν για το 1993. Στα πλαίσια της συλλογικής ευθύνης που θεωρείται δεδομένη από τους διώκτες του επιχειρηματία, γίνεται προσπάθεια ενοχοποίησης ακόμη και της συζύγου του.

Η πρώτη εισβολή, καθοδηγούμενη από τον νεαρό και φιλόδοξο αρχηγό της Οικονομικής Αστυνομίας του Αμβούργου, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Δεν καλύφθηκαν επομένως τα έξοδα της τεράστιας αυτής κινητοποίησης του κρατικού μηχανισμού, η οποία συνέβαινε για πρώτη φορά στη χώρα. Ο μέχρι τότε επιτυχημένος αρχηγός βρέθηκε να διακινδυνεύει σοβαρά τη θέση του, αφού η Υπηρεσία του πρέπει πάντα να κερδίζει, όταν τοποθετεί τον οποιονδήποτε στο στόχαστρο της και κινητοποιεί τον κοστοβόρο μηχανισμό της.

Ακολουθούν επιδρομές στους πελάτες της εταιρείας σε διάφορες πόλεις. Μέσα σε ένα και μόνο πρωινό, επίλεκτα «συνεργεία» της ΣΔΟΕ σηκώνουν από το κρεβάτι ένα μεγάλο αριθμό εστιατόρων του Αμβούργου – κάποιος αργότερα αυτοκτονεί. Ο νεαρός αρχηγός της ΣΔΟΕ ψάχνει απεγνωσμένα στοιχεία και αρχίζει να αυτονομείται επικίνδυνα, οδηγώντας την ομάδα του στα όρια της νομιμότητας. Χρησιμοποιεί απίστευτες μεθοδεύσεις, δωροδοκώντας φανερά ακόμη και τους πελάτες της εταιρείας που θεωρεί ότι φοροδιαφεύγουν, προσφέροντας «άφεση αμαρτιών» με σκοπό να καταθέσουν εναντίον του Χάρη Βεντούρη, του ιδιοκτήτη της εταιρείας.

Ένας και μόνο Τούρκος πελάτης καταθέτει πολύ αργότερα, απαλλάσσεται από την κατηγορία της φοροδιαφυγής που τον βαραίνει και εγκαταλείπει τη χώρα. Ο νεαρός αρχηγός εισβάλλει για δεύτερη φορά στους χώρους της Ελληνικής εταιρείας, συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας δύο απλούς υπαλλήλους της. Ο ιδιοκτήτης όμως δεν βρίσκεται εκεί, δεν μπορεί να τον προφυλακίσει και να μεθοδεύσει έτσι την ομολογία που απαιτεί η ΣΔΟΕ. Έχει κάνει το μοιραίο λάθος – έχει ενεργήσει χωρίς να έχει βεβαιωθεί για την παρουσία του θύματος του.

Ο ζηλόφθονος και αυτονομημένος υπάλληλος της Εξουσίας νοιώθει το έδαφος να καταρρέει κάτω από τα πόδια του. Στην απελπισία του εγκαταλείπει ακόμη και τα τελευταία όρια της νομιμότητας, μπαίνοντας κρυφά τη νύχτα στο σπίτι του ιδιοκτήτη, αφού διέρρηξε την πόρτα του υπογείου, χωρίς να έχει το απαιτούμενο ένταλμα. Ψάχνει όλη τη νύχτα απελπισμένος για να βρει τα στοιχεία εκείνα που θα τον βοηθήσουν να ξαναβρεί την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, να ικανοποιήσουν τη ζηλοφθονία του και να αιτιολογήσουν την τεράστια, κοστοβόρα και μακρόχρονη κινητοποίηση του πανίσχυρου κρατικού μηχανισμού της γερμανικής ΣΔΟΕ.

Υπερβαίνει κατά πολύ την εξουσία που του παρέχει το Κράτος Δικαίου, θυσιάζοντας τα πάντα στο βωμό της προσωπικής του φιλοδοξίας. Είναι σίγουρος ότι υπάρχουν στοιχεία, ότι υπάρχουν κρυφοί λογαριασμοί καταθέσεων σε χώρες του εξωτερικού, ότι το θύμα του παρανομεί. Άλλωστε ο ίδιος πιστεύει ότι όλοι είναι ένοχοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ότι είναι αδύνατον να υπάρχει φορολογικά η έννοια αθώος, αφού όλοι οι πολίτες είναι «αξιωματικά» ένοχοι απέναντι στη συγκεκριμένη Υπηρεσία του κράτους.

Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου η ένταση και η αγωνία κορυφώνονται, καθώς το «παιχνίδι» των δύο «θέσει» αντιπάλων εξελίσσεται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Στην Αθήνα, στο Αμβούργο και στη Ζυρίχη, τα πιόνια και οι φιγούρες παίρνουν την τελική τους θέση στο σκάκι της ζωής, με τις παράλληλες και πολλαπλές ενέργειες των συμμετεχόντων να οδηγούν στην τελική, στην αναπόφευκτη σύγκρουση.

Σήμερα, 15 χρόνια μετά, ακόμη και ο γνωστός γερμανός πρωταθλητής της Φόρμουλα 1 Michael Schumacher, ο οποίος εγκατέλειψε τρομαγμένος τη Γερμανία και ζει πλέον στην Ελβετία, λέει σε κάποια πρόσφατη συνέντευξη του, (Spiegel 18.02.08): «Στην πατρίδα ήμουν δυστυχώς υποχρεωμένος να πληρώνω συνεχώς μία στρατιά δικηγόρων, για να μην καταλήξω κάποιο πρωί στη φυλακή».

Εννοεί προφανώς τις προσπάθειες κάποιων «Κυνηγών Κεφαλών» της Γερμανικής Γραφειοκρατικής Εξουσίας οι οποίοι, ακολουθώντας την οσμή των χρημάτων του, προσπαθούν να ικανοποιήσουν τις δικές τους προσωπικές φιλοδοξίες, αμβλύνοντας ταυτόχρονα τα συναισθήματα του φθόνου και της ζήλειας που διακατέχουν τις σκοτεινές τους ψυχές.

Πρόκειται για κάποιους ανθρώπους που, δυστυχώς για τους ίδιους, ποτέ δεν ξεχνούν. Επανέρχονται ακόμη και αν περάσουν δεκαετίες, σαν τον εγκληματία που επιστρέφει πάντοτε στον τόπο του εγκλήματος, υποκινούμενος από τα συναισθήματα ενοχής που τον βαραίνουν. Τέλος, χρησιμοποιούν ασύστολα το διασυρμό για να προετοιμάσουν και να αιτιολογήσουν τις απίστευτες μεθοδεύσεις τους, ενώ έχουν κυριολεκτικά σαν «θρησκεία» τους τα χρήματα που πρέπει να εξασφαλίσουν για την Υπηρεσία τους προς όφελος της καριέρας τους – απολύτως τίποτα άλλο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ