Στη σειρά βίντεο της DW με πορτραίτα Γερμανών που μιλούν στα ελληνικά για τη “δική” τους Ελλάδα, παρουσιάζουμε σήμερα την Άννε Γκάσελινγκ, που εργάζεται στην Telekom και έχει ως χόμπι της τα ελληνικά.«Τα ελληνικά είναι μια υπέροχη γλώσσα για να τη μάθει κανείς. Όταν μιλάω ελληνικά στα ταξίδια μου στην Ελλάδα, οι Έλληνες στην αρχή ξαφνιάζονται. ‘Γιατί μιλάς τόσο καλά ελληνικά;’ με ρωτούν. Έλα μέσα, έλα να πιούμε έναν καφέ!». Κάπως έτσι περιγράφει με απλό αλλά γλαφυρό τρόπο την επαφή της με την ελληνική γλώσσα, την Ελλάδα και τους Έλληνες η Άννε Γκάσελινγκ, υπάλληλος της γερμανικής Τelekom στην Κολωνία σήμερα, που σπούδασε όμως πριν χρόνια αγγλική και γαλλική μετάφραση και διερμηνεία. «Για μένα γλώσσα σημαίνει κουλτούρα και επικοινωνία. Οι άνθρωποι επικοινωνούν μέσα από τον διάλογο» λέει με κάθε ευκαιρία η ίδια. Αυτή η αγάπη της για τις γλώσσες και την επικοινωνία ήταν που την ώθησε μετά τις σπουδές της να ανακαλύψει μια άγνωστη και όχι και τόσο «μοδάτη» ξένη γλώσσα, όπως τα ελληνικά. «Έψαχνα να μάθω στον ελεύθερο χρόνο μου μια γλώσσα που δεν την μιλούν πολλοί. Αποφάσισα να στραφώ στα ελληνικά και δεν το μετάνιωσα», θυμάται η Άννε.

«Στην Ελλάδα το φως, ο ήλιος, τα χρώματα είναι διαφορετικά»

Μέχρι σήμερα δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς ήταν εκείνο που την τράβηξε στα ελληνικά, μιας και ούτε ελληνικές ρίζες είχε, ούτε είχε ταξιδέψει ως τότε στην Ελλάδα. «Γεννήθηκα στο Χέρτεν στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ. Εκεί είχε πολλούς Έλληνες εργάτες και μια κοπέλα Ελληνίδα πήγαινε στο σχολείο μου. Στην πόλη μου υπήρχε και μια μεγάλη ελληνική εκκλησία.» Aυτές ήταν και οι μόνες εικόνες για την Ελλάδα που ως παιδί είχε η ίδια. Πρώτη φορά στην Ελλάδα ταξίδεψε το 1993 για μαθήματα ελληνικών στη Θεσσαλονίκη. Ακολούθησαν ταξίδια για μαθήματα γλώσσας και διακοπές στην Αθήνα, την Κρήτη, την Ικαρία. Τα ελληνικά δεν τα είδε ποτέ ως «δουλειά». Ήταν περισσότερο κάτι σαν χόμπι. Ή μάλλον κάτι παραπάνω από χόμπι. «Ταξίδεψα πολύ στην Ελλάδα για να γνωρίσω καλά τη γλώσσα αλλά και τη χώρα. Μια ωραία γλώσσα και μια ωραία χώρα γεμάτη φως. Στην Ελλάδα το φως, ο ήλιος, τα χρώματα είναι διαφορετικά», λέει η Άννε. Αγαπημένα μέρη της είναι το Σούνιο, το φαράγγι της Σαμαριάς, η Ύδρα.

Όσο κι αν λατρεύει την Ελλάδα και τους Έλληνες, που κάθε φορά της ανοίγουν εγκάρδια τα σπίτια τους, κάποια πράγματα εξακολουθούν να την ενοχλούν κάθε φορά που επιστρέφει στην Ελλάδα. «Η πλειοψηφία δεν αγαπά το περιβάλλον και είναι κρίμα. Οι πρώτες μέρες στην Ελλάδα είναι για μένα πάντα ένα σοκ. Φασαρία παντού, πλαστικές σακούλες, πλαστικά μπουκάλια, λεωφορεία που έρχονται καθυστερημένα… Ο ρυθμός της ζωής είναι διαφορετικός. Μετά από τις τρεις πρώτες μέρες όμως συνηθίζω και μου αρέσει» αναφέρει η Άννε γελώντας. Όσο για το τι θαυμάζει στους Έλληνες, η ίδια ξεχωρίζει τη στάση πολλών Ελλήνων που στα χρόνια της κρίσης δεν το έβαλαν κάτω, έμειναν στην Ελλάδα και συνέχισαν να παράγουν. «Χαίρομαι όταν βλέπω ελληνικά τοπικά προϊόντα σε γερμανικά ράφια. Νομίζω ότι οι Έλληνες έχουν καταλάβει ότι πρέπει να εξάγουν αυτά τα εκλεκτά προϊόντα. Πρέπει να είναι περήφανοι γι’ αυτό που κάνουν».

«Με συναρπάζει ο Παπαδιαμάντης και αγαπώ τα βιβλία του Μάρκαρη»

Για την Άννε ωστόσο πέρα και πάνω από όλα αυτά η Ελλάδα και η ελληνική γλώσσα είναι συνυφασμένη με τη λογοτεχνία της, που η ίδια τόσο πολύ αγαπά. Τη συναρπάζει κάθε φορά η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, αν και η γλώσσα του είναι δύσκολη, αλλά και τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη, τα οποία, όπως λέει, «είναι ένας καθρέφτης της ζωής στην Ελλάδα εν μέσω κρίσης». Από τη μεγάλη βιβλιοθήκη της φυσικά δεν λείπει ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος. Μάλιστα η Άννε στον ελεύθερο χρόνο της είναι μέλος μιας ερασιτεχνικής πλην όμως δραστήριας και με υψηλούς στόχους μεταφραστικής ομάδας από τη Βόννη, της LEXIS. Εκεί λοιπόν έχει συμβάλει στη μετάφραση της «Ελένης» του Γιάννη Ρίτσου. «Για μια λέξη μπορεί να παλεύουμε ακόμη και μέρες για το πώς θα τη μεταφράσουμε”, λέει ξεφυλλίζοντας με περηφάνια τις σελίδες της γερμανικής μετάφρασης, στην οποία και η ίδια έβαλε το λιθαράκι της.

Δήμητρα Κυρανούδη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ