Ο Γιάννης Δελόγλου, αριστερά, με τον αλησμόνητο βάρδο του Ελληνικού Τραγουδιού Στέλιο Καζαντζίδη τον Οκτώβριο του 1977 σε αποκλειστική συνέντευξη για την εφημερίδα των Αθηνών «Ακρόπολις» στο El Greco του Kornwestheim

Γιάννης ΔελόγλουΣτουτγκάρδη: Γράφει ο Γιάννης Δελόγλου. Κάθε συζήτηση μαζί του ήταν και ένα μάθημα ανθρωπιάς, μια ελπίδα για το μέλλον, μια ευχή για όλα τα καλά, μια συμβουλή μεγάλου αδελφού. Ήταν ο αγνός καλλιτέχνης, που δεν λύγισε ποτέ σε συντεχνίες της νύχτας και του κατεστημένου, που επικρατούσε στο σκοτεινό τούνελ των ελαχίστων τότε δισκογραφικών εταιρειών. Ήταν για όλους ο Στέλιος. Αυτός που πρώτος έγινε σύμβουλο μόνο με το μικρό του όνομα σε μικρούς και μεγάλους σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Αυτός που έζησε τις στερήσεις και τις έκανε τραγούδι και σημαία στους νέους. Ο άνθρωπος που αγαπήθηκε και αγάπησε τους απανταχού Έλληνες. Αυτός που έσκυψε το βλέμμα του στο πληγωμένο κομμάτι του Ελληνισμού. Στους αδικημένους, τους αγρότες, τους εργάτες. Εκείνους που ξερίζωσαν από μέσα τους τον πόνο και ξενιτεύτηκαν αφήνοντας πίσω τους ανήμπορους γονείς, μικρά αδέλφια, γυναίκες και παιδιά. Αυτούς που δημιούργησαν μια αγνή Ελλάδα και δεν συμμετείχαν στις δεξιώσεις τού «… μαζί τα φάγαμε». Αυτούς που γέμιζαν τότε την Ελλάδα με συνάλλαγμα και τώρα με συντάξεις τού εξωτερικού ενισχύουν και πάλι την Εθνική Οικονομία αλλά και συντηρούν μέλη των οικογενειών τους που μαστίζονται από την ανεργία. Αυτούς που στην Ελλάδα είναι … ξένοι και στα ξένα Έλληνες. Αυτούς που και τώρα άγγιξαν τα λέιζερ πονηρών πολιτικών μας, που άνοιξαν τραπεζικό λογαριασμό για την ενίσχυση της στραπατσαρισμένης οικονομίας, που έφεραν τα δικά τους χάλια, με τα κάθε είδους ρουσφέτια, παράνομους διορισμούς, παράνομες συντάξεις και κάθε είδους παράλογης διαχείρισης.

Ήταν ο Στέλιος όλων των Ελλήνων, ήταν ο Στέλιος της καρδιάς μας. Ο καλλιτέχνης εκείνος που παράτησε πολύ νωρίς τις εμφανίσεις του στα νυχτερινά κέντρα αλλά δεν ξεχάστηκε από την πλατιά μάζα του Ελληνισμού. Αυτός που τραγούδησε το λαϊκό, το ρεμπέτικο, το δημοτικό, το ανατολίτικο.

Ο Γιάννης Δελόγλου, αριστερά, με τον αλησμόνητο βάρδο του Ελληνικού Τραγουδιού Στέλιο Καζαντζίδη τον Οκτώβριο του 1977 σε αποκλειστική συνέντευξη για την εφημερίδα των Αθηνών «Ακρόπολις» στο El Greco του Kornwestheim

Tête-á-tête με τον μεγάλο βάρδο

Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα τον Οκτώβριο του 1977 όταν συνάντησα τον 46χρονο τότε μεγάλο βάρδο Στέλιο Καζαντζίδη στο Kornwestheim του νομού Ludwigsburg Βάδης Βυρτεμβέργης της τότε Δυτικής Γερμανίας. Όταν του είπα την ιδιότητά μου, δεν δέχτηκε απλά μόνο να μιλήσει αλλά δέχτηκε και την παρέα μου, για να γεμίσουμε ένα τραπέζι με χαμόγελα, να σφίξουμε τα χέρια και να θυμηθούμε πολλά. Ο πολυσύνθετος καλλιτέχνης του Ελληνικού τραγουδιού μου μίλησε τότε για όλους και για όλα.

Ο Στέλιος γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1931 από πρόσφυγες γονείς, που ήλθαν από τα Κοτύωρα του Πόντου, στη Νέα Ιωνία και κατά τα χρόνια της κατοχής ακολούθησε τους γονείς του σε συγγενείς που είχαν στα χωριά Μανδράκι Σερρών και Μουριές Κιλκίς, χωριά που είναι μεταξύ τους πολύ κοντά.

Η ανάδειξη του Στέλιου στο Ελληνικό τραγούδι είναι σε όλους γνωστή μέσα από τηλεοπτικές εκπομπές. Εκείνο όμως που τον έκανε να φύγει από τα νυχτερινά κέντρα μας το είπε το 1977: «Το παλκοσένικο το απεχθάνομαι, το σιχαίνομαι γιατί η δουλειά μας έχει χαλάσει. Έφυγε εκείνος ο σεβασμός του καλλιτέχνη προς τον πελάτη. Σήμερα πρέπει να αλλάξει κανείς τα πράγματα τελείως και είναι κάτι που δεν μ’ αρέσει, διότι δεν είναι στο κλίμα μου, γι’ αυτό από τότε που τέλειωσε η τουρνέ μου στη Γερμανία επιστρέφοντας στην Ελλάδα δεν ξαναεμφανίστηκα στο κοινό γιατί το σέβομαι και το αγαπώ. Τώρα επιστρέφω από την Αμερική γιατί στην Ελλάδα έχω ότι πιο πολύτιμο υπάρχει στη ζωή, τη μητέρα μου και αυτή πάνω να δω».

Σε άλλη ερώτηση είπε: «Έχω κάνει πολλούς δίσκους, περίπου 5.500 τραγούδια στον αριθμό. Το τραγούδι που μιλάει πολύ στην ψυχή μου και μου αρέσει είναι το «Η ζωή μου όλη» του μεγάλου συνθέτη Άκη Πάνου. Μεγάλος συνθέτης είναι επίσης ο Χρήστος Νικολόπουλος αλλά και ο Απόστολος Καλδάρας, ενώ στο χώρο των τραγουδιστών ξεχωρίζω τον Στράτο Διονυσίου γιατί έχει την πιο αρρενωπή φωνή, που μοιάζει με την δική μου και έχει απήχηση στο κοινό».

Αυτά, λοιπόν, και πολλά άλλα το 1977 στην συνέντευξη που είχα πάρει από τον λεοντόκαρδο αυτοκράτορα του ελληνικού Πενταγράμμου. Τότε δηλαδή που μίλησε με ανοιχτή καρδιά. «Λέγε με Στέλιο, για να είμαστε προσγειωμένοι» …

Η προτομή τού Στέλιου Καζαντζίδη

Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, 14 Σεπτεμβρίου 2001, πάγωσαν τα πρόσωπα, έσβησαν τα χαμόγελα, σιώπησαν τα μικρόφωνα. Και εκείνοι που μεγάλωσαν «στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές», «μέσα στα έρημα τα ξένα» βλέποντας «ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι, μια καρέκλα πάντα αδειανή» συνειδητοποίησαν ότι «εκεί που πάω δεν περνά το δάκρυ και ο πόνος» και ας εκλιπάρησε «άσε με γιατρέ μου θέλω να πεθάνω» γιατί «έχω αγιάτρευτη πληγή και θα με φάει η μαύρη γη».

Ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο μεγάλος βάρδος του Ελληνικού τραγουδιού. Ο μεγάλος ερμηνευτής, ο μουσικός, ο συνθέτης, ο λεβέντης, ο φίλος και ψαράς στη ζωή και στη θάλασσα έφυγε γιατί «δυο πόρτες έχει η ζωή». Όταν όμως έχεις μπροστά σου αυτόν που «μέσα στο τραίνο της Γερμανίας – Αθηνών», να σιγοτραγουδάει «όταν παιδί μου μεγαλώσεις και βγεις στο δρόμο της ζωής» και «καλός θα μείνω στη ζωή» διαπιστώνεις ότι έμεινε όπως ήταν εκείνη την ημέρα. Αλήθεια, μπορείς εύκολα να ξεχάσεις αυτόν τον Άνθρωπο, τον Καλλιτέχνη που «στο άδειο προσκέφαλι στο σπίτι τ’ ορφανό» έδωσε αμέτρητες χαρές σε χιλιάδες πικραμένους, προδομένους, ερωτευμένους για να δεχτεί λυπημένα «άνθρωπε άδικε, γιατί» και να πάει στο «μεγαλύτερο σχολείο της ζωής είναι το πεζοδρόμιο», γιατί «πρόσφυγες κυνηγημένοι» ήταν ο πατέρας του Χαράλαμπος και η μητέρα του Γεθσημανή, το όνομά της που έφερε η ψαρόβαρκά του που τώρα τον συντροφεύει στον ανδριάντα του, που βρίσκεται μπροστά στο Κοιμητήριο τής Θέρμης επί της δημοσίας οδού Στέλιου Καζαντζίδη, μεταξύ Θέρμης – Θεσσαλονίκης με την ομώνυμη Στάση Λεωφορείων που τιμά τον ανεπανάληπτο τραγουδοποιό.

Ο Στέλιος έβαλε με ευλάβεια στο φόρουμ της δισκογραφικής του δουλειάς και τα Ποντιακά τραγούδια με τον πατριάρχη του ποντιακού τραγουδιού Χρύσανθο και τον Στάθη Νικολαϊδη. Γιατί «η μάνα εν κρύο νερόν και σο ποτήρ’ κε μπαίν» και «έρθαν οι εμπόρ’ να παίρνε τσάμπα τον καπνόν».

Αυτό το διαμάντι του Ελληνικού τραγουδιού, που συνέδεσε το όνομά του με το ρεμπέτικο τραγούδι και έκανε διάσπαση ήχου στα μικρόφωνα με την εγκεφαλική φωνή του, αφού τραγούδησε «στου πόνου το κρεββάτι», «τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή», «το τελευταίο βράδυ μου απόψε το περνάω» στις 11 η ώρα, Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2001, ημέρα του Τιμίου Σταυρού, πέταξε κοντά στους γονείς του που τόσο λάτρευε.

Είπε και είπαν

Οι φίλοι του Στέλιου Καζαντζίδη έχοντας ανάμεσά τους την προτομή του, από αριστερά: Ζήσης Μιχαηλίδης, Απόστολος Σαμαράς, Παντελής Ανθρακόπουλος, Αθανάσιος Κατσιόλας

Κάνοντας το δίσκο «Ελεύθερος» είχε πει: «Στην πιο δύσκολη και πικρή στιγμή της ζωής μου, ένας σεβαστός μου φίλος, που κι αυτός λείπει τώρα από κοντά μας, ο Παπαγιώργης Πηρουνάκης, με φίλησε και μου είπε: ’Στέλιο, μην την κλαις την μάνα σου, τραγούδησέ την’. Αυτό και έκανα. Με πολύ σεβασμό και αγάπη αφιερώνω αυτό το τραγούδι στο γλυκύτερο πλάσμα του κόσμου, στην αρχή τής ζωής, τη μάνα, για τους αγώνες και τις αγωνίες της, τους πόνους και τις λαχτάρες της, τη γλύκα της και τη στοργή της. Στη δική σου και στη δική μου, σε όλες τις μανάδες του κόσμου».

Ο Στέλιος, που μας άφησε μια χρυσή πολιτιστική κληρονομιά, που μας κράτησε το θαυμασμό, μας τραγούδησε «είμαι τραγούδι, είμαι λαός» και μας έδεσε, ξαναθυμίζοντάς μας, στο άρμα της πατρίδας των πατρίδων, φωτίζει τις καρδιές μας.

Ένας μεγάλος συνθέτης, ο στιχουργός Πυθαγόρας λέει: «Ένα σούρουπο τού 1966 – αν θυμάμαι καλά – συνάντησα στην οδό Πειραιώς τον ακριβό άνθρωπο και διάσημο συνθέτη Μάνο Χατζηδάκη. Με αφορμή μια προσωπική ιστορία του Καζαντζίδη ο Μάνος μου είπε με τη γνωστή ηρεμία και σιγουριά, που χαρακτηρίζουν το λόγο του ’… Για να γεννηθεί ένας καινούργιος Καζαντζίδης θα πρέπει να περάσουν τουλάχιστον δύο αιώνες …’ Ο Καζαντζίδης είχε τη σφραγίδα του Θεού: μια φωνή έντονη σαν το δράμα του λαού που τον γέννησε, σταθερή σαν την απόφαση των ξεριζωμένων για ζωή, πολυκύμαντη σαν την ιστορία τής Φυλής μας και τραγική σαν τη μοίρα τής φτωχολογιάς, που τον υιοθέτησε για να την εκφράσει. Και ο λαϊκός αυτός βάρδος στάθηκε άξιος. Δεν ξέχασε τη καταγωγή του, ούτε πρόδωσε τη αποστολή του. Με τα βιώματα τής Νέας Ιωνίας και τις εμπειρίες του συγκλόνισε την Εποχή μας, έγινε Σχολή.»

Ο Γιάννης Δελόγλου στις 23 Σεπτεμβρίου 2001 μεταξύ άλλων έγραψε: – Αυτό το ίνδαλμα εκατομμυρίων Ελλήνων ανά την υφήλιο, που τώρα φτερουγίζει στον Παράδεισο, θα πρέπει να θυμηθούν και να εκτιμήσουν τόσο ο υπουργός Πολιτισμού όσο και οι Νομάρχες και οι Δήμαρχοι όλης της χώρας. Αίθουσες που θα φέρουν τ’ όνομά του, δρόμοι και πλατείες, αεροπλάνα και πλοία να θυμίζουν ανά τους αιώνες το έργο και την προσφορά στον τόπο μας ενός αγνού καλλιτέχνη, ενός μεγάλου πατριώτη. Οι μεγαλουπόλεις θα πρέπει να στολίσουν τις πλατείες τους με το άγαλμα, το κορμί και τη μορφή τού ταπεινού αυτού τραγουδιστή της φτωχολογιάς. Οι αίθουσες και οι διάδρομοι των δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων να έχουν τη φωτογραφία του όχι απλά σε ένδειξη σεβασμού για την πολιτιστική του προσφορά, αλλά για ένδειξη σεβασμού στις νεότερες γενιές της αναγνώρισης και της εκτίμησης στον παράγοντα άνθρωπο. Η ευλογημένη του προσφορά, «Θεέ μου Παντοδύναμε και Παναγιά Παρθένα την μάνα μου νοστάλγησα βαρέθηκα τα ξένα …», στα τραγούδια και στις πράξεις του θα πρέπει να θυμίζουν πολλούς Ιερωμένους πως θα πρέπει να μνημονεύουν το όνομά του. Γιατί ο Στέλιος ήταν το χρυσό μεγάλο παιδί όλων των Ελλήνων. Δεν χωράει πολυήμερο Πανελλήνιο πένθος. Ένα πανεθνικό χειροκρότημα και μια πανεθνική αναγνώριση από όλους τους φορείς είναι η ελάχιστη υποχρέωσή μας».

Η βρυσούλα της δροσιάς τού Στέλιου δίπλα στην προτομή του, με την επιγραφή: ’Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ. Οι φίλοι σου Κώστας Τσιγγόπουλος, Βασίλης Χατζηπαναγής, Γιώργος Κούδας, Νίκος Πετρουλάκης, Αχιλλέας Ασλανίδης, Πανθεσσαλονεικός Σύλλογος Στέλιου Καζαντζίδη’

Τον Σεπτέμβριο του 2006, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του Στέλιου, ο Γιάννης Δελόγλου έγραψε: – Πέντε χρόνια αργότερα διαβάζω με ικανοποίηση και συγκίνηση σε εφημερίδα της Συμπρωτεύουσας: ’Σε οδό Στέλιου Καζαντζίδη μετονομάζεται ο δρόμος Θεσσαλονίκης – Θέρμης, που διέρχεται μπροστά από τα κοιμητήρια Αναστάσεως του Κυρίου, μετά από απόφαση που πήρε ομόφωνα η Επιτροπή Ονοματοθεσιών Δρόμων και Πλατειών της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας’.

Η θέληση και η τύχη έφεραν τα βήματά μου δέκα χρόνια μετά το θάνατο τού Στέλιου στην Οδό Στέλιου Καζαντζίδη και όχι μόνο. Εκεί σε ένα θαυμάσια διαμορφωμένο χώρο βρίσκεται και η προτομή τού αξέχαστου καλλιτέχνη που συνδυάζει την Οδό αλλά και τη Στάση της Αστικής Συγκοινωνίας Θεσσαλονίκης – Θέρμης. Εκεί και ο καρδιακός φίλος του Στέλιου, Κωνσταντίνος Τσιγγόπουλος, που έστησε αυτό το μοναδικό μνημείο, την προτομή, για να θυμίζει και να διδάσκει. Να θυμίζει στις γενιές που μεγάλωσαν με τα τραγούδια και τις μελωδίες του και να διδάσκει στους νεότερους τις ανθρώπινες αξίες στην κοινωνία … «μια καινούργια κοινωνία Θεέ να κάνω – απ’ τον κόσμο φτώχεια κι άδικο να γιάνω …».

Κωνσταντίνος Μαρκόπουλος: «Για πολλά χρόνια θα μιλούν μικροί και μεγάλοι για το φαινόμενο Καζαντζίδη. Η φωνή το ήθος και η προσφορά του δεν ξεχνιούνται. Απόδειξη αυτός εδώ ο χώρος που έγινε με το περίσσευμα αγάπης του κ. Τσιγγόπουλου και η Προτομή τού αγαπημένου μας τραγουδιστή, που μας κοιτάει με σιωπή. Μιλούν όμως τα τραγούδια του.»

Δήμος Πιστόλας: «Δεν ξέρω αν ο Στέλιος διάλεγε τα τραγούδια που τραγούδησε, η αυτά τον εύρισκαν. Ήταν όλα τόσο υπέροχα που θα μας μείνουν αξέχαστα, που θα τα τραγουδάμε συνεχώς.»

Απόστολος Σαμαράς: «Στα δύσκολα χρόνια της μετανάστευσης αυτός μας κρατούσε όρθιους στην ξενιτιά. Με τα τραγούδια του περνούσαμε όλο μας τον ελεύθερο χρόνο, με αυτά παρηγοριόμασταν, με αυτά γλεντούσαμε. Μας λείπει, αλλά και εκεί που είναι κάποιοι διασκεδάζουν με τη μουσική και τα τραγούδια του.»

Αθανάσιος Κατσιόλας: «Σε όποιο χωριό κι αν πήγαινες και όποιο ραδιόφωνο ή τζουκ μποξ άκουγες ήταν κολλημένα στα τραγούδια τού Στέλιου. Ο κόσμος τον αγάπησε γι’ αυτό που ήταν. Και ήταν άνθρωπος τής παρέας, άνθρωπος της ξενιτιάς, τραγουδιστής της αγάπης.»

Γιώργος Καραχάλιος: «Από τα παιδικά μου χρόνια στα Κύργια Δράμας και μέχρι τώρα νιώθω τόσο μέσα μου τον Καζαντζίδη, που νομίζω ότι είναι μέλος της οικογένείας μου. Ήταν ένας μεγάλος τραγουδοποιός, ένας ανεπανάληπτος καλλιτέχνης. Μας κέρδισε με την αξία του …»

Ηλίας Γερμανίδης: «Ήταν αυτός που μας αγκάλιασε με τη φωνή και τα τραγούδια του. Μας έκανε υπερήφανους Έλληνες, μας δίδαξε καλοσύνη, μας έδειξε δρόμους αγάπης με τα παραδείγματά του.»

Γιάννης Παπαδόπουλος: «Αυτός ο άνθρωπος για μένα ήταν ο φιλόσοφος του πενταγράμμου. Ένας πολυσύνθετος καλλιτέχνης, ένας στιχουργός, ένας μουσικός, ένας τραγουδιστής. Ήταν πάντα πρωταγωνιστής, ήταν αγωνιστής, ήταν δίκαιος, ήταν αυτό που τώρα λείπει στον κόσμο του τραγουδιού.»

Αθανάσιος Γεωργαμλής: «Μ’ αρέσουν τα τραγούδια τού Στέλιου. Ταιριάζουν σε όλους μας. Ο Στέλιος με αυτά μιλούσε, και όταν μιλούσε για άλλα είχε πάντα μπροστά του τη μάνα του. Γι’ αυτήν υπήρχε. Ήταν συγκινητικός και ευαίσθητος, κάτι που δεν έχουν άλλοι άνθρωποι της νύχτας.»

Ζήσης Μηχαηλίδης: «Ήταν η μεγάλη Σχολή του λαϊκού τραγουδιού. Συνεργάστηκε με κορυφαίους συνθέτες και στιχουργούς, άγγιξε όλους τους χώρους του λαϊκού και δημοτικού τραγουδιού και έβαλε σφραγίδα επιτυχίας σε όλα τα στοιχεία της Ελληνικής μουσικής.»

Γιώργος Καλαίτζίδης: «Ήταν μεγάλος τραγουδιστής. Σοβαρός, ταπεινός καλόψυχος. Η φωνή του είναι αδύνατο να βγει από άλλον στο λαϊκό μας τραγούδι. Είχε πολλά χαρίσματα και μιλούσε για αγάπη. Εμείς όμως, δεν μπαίναμε, τότε, στο βαθύτερο νόημα. Τραγουδούσαμε τα τραγούδια του χωρίς να δίνουμε σημασία στις λεπτομέρειες. Τώρα, όμως, που ακούω τα τραγούδια του ξεχωρίζω τη γλώσσα τους. Αυτός τώρα μας λείπει αλλά η εικόνα και η φωνή του θα είναι συνεχώς δίπλα μας.»

Και βέβαια θα είναι η φωνή του δίπλα μας. Δίπλα μας εκεί επάνω στα βράχια τής Πειραϊκής να τον βλέπουμε να ονειρεύεται, γιατί όλα τελικά είναι ένα όνειρο χωρίς ημερομηνία λήξης.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ