Ο Σπύρος Γόγολος γεννήθηκε το 1975 στα Γιάννενα. Είναι φιλόλογος και έχει εργαστεί στη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση. Από το 2001 διδάσκει στο Κέντρο Διδασκαλίας Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Έχει ασχοληθεί με τη νεότερη και σύγχρονη βαλκανική ιστορία καθώς και με την τελευταία περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.Το βιβλίο “Στην καρδιά της αυτοκρατορίας”, για τη συγγραφή του οποίου ταξίδεψε επανειλημμένα στα Βαλκάνια και την Τουρκία, αποτελεί την πρώτη του συγγραφική προσπάθεια. Σήμερα μιλάει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ.gogolos

Συνέντευξη Σπ. Γόγολου στον Ελπίδοφόρο Ιντζέμπελη.

 

Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί το βιβλίο «Στην Καρδιά της Αυτοκρατορίας, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη 1905-1912, εκδόσεις Επίκεντρο;

 

Νομίζω ότι δεν υπήρξε μία συγκεκριμένη αφορμή αλλά πολλές. Ενδεικτικά σας αναφέρω κάποια ταξίδια στην Ανατολή (Τουρκία, Αίγυπτο, Λίβανο) και σε όλα τα Βαλκάνια, την εντατική ενασχόληση με την ιστορία αλλά και την επαφή με ανθρώπους που είχαν βιώματα από τους χώρους της ελληνικής διασποράς κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, οι οποίοι ήταν φορείς ενός «καλού» κοσμοπολιτισμού απαλλαγμένου από φοβίες και εθνικισμούς. Αφορμή μπορεί ακόμη να θεωρηθεί ότι μιλάμε για τρεις πολύ όμορφες πόλεις με τεράστια ιστορία, η οποία ακόμη και σήμερα συναρπάζει. Όλα αυτά μαζί κάποια στιγμή «συνωμότησαν» μέσα μου και βγήκε αυτό το βιβλίο.    

 

Το βιβλίο σας είναι ιστορικό μυθιστόρημα ή οδοιπορικό;

Η αλήθεια είναι ότι όταν το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 2011, είχαμε πρόβλημα σε ποια κατηγορία θα μπορούσαμε να το κατατάξουμε. Οι δύο βασικές ήταν τα ιστορικό αφήγημα και το ιστορικό μυθιστόρημα. Καταλήξαμε τελικά στο ιστορικό μυθιστόρημα γιατί ήταν πιο γνωστός ο όρος στο ευρύ κοινό, αν και πολλοί ήταν αυτοί που το θεώρησαν και ως ένα καλό δείγμα της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, μιας και η πρώτη εικόνα και περιγραφή της Θεσσαλονίκης, της Πόλης και της Σμύρνης μπορεί άνετα να ενταχθεί και σ’ αυτή την κατηγορία. Κατά βάση όμως θεωρώ ότι είναι ιστορικό μυθιστόρημα με μια αναλογία 60/40, υπέρ της ιστορίας.

 

Ο Άλκης Αναγνωστάκης αναλαμβάνει δημοσιογραφικές αποστολές στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και τη Θεσσαλονίκη. Το εντυπωσιακό όμως είναι ότι συναντά υπαρκτούς πρωταγωνιστές της ιστορίας. Αλήθεια δεν είναι δύσκολο να αναπαραστήσουμε μέσω της μυθοπλασίας αυτά τα πρόσωπα;

Μου άρεσε πολύ η ερώτησή σας γιατί μου δίνετε η ευκαιρία να πω ότι αυτή είναι ίσως και η μεγάλη διαφορά του βιβλίου μου από τα άλλα. Η μεγάλη ιστορική έρευνα. Όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι απηχούν είτε πραγματικά προσωπικές τους απόψεις (για παράδειγμα η συνέντευξη με το Χιλμί πασά) είτε επίσημες πολιτικές των κυβερνήσεών τους (συνέντευξη του Βούλγαρου Σοπώφ). Φυσικά, όλα αυτά γράφτηκαν μετά από πάρα πολύ έρευνα και εξακρίβωση. Περιττό να σας πω ότι το βιβλίο πριν κυκλοφορήσει εγκρίθηκε επιστημονικά από τον διευθυντή του Ιστορικού και Εθνολογικού Μουσείου. Άρα λοιπόν, μιλάμε για ένα είδος της λογοτεχνίας με αναμφισβήτητο επιστημονικό περίβλημα. Πρέπει να ξέρετε ότι είναι απολύτως ακριβείς ακόμη και οι διευθύνσεις και οι περιγραφές των κτιρίων μέχρι την τελευταία λεπτομέρειά τους. Άρα, ήταν πράγματι δύσκολο να παντρευτεί η μυθοπλασία με την ιστορία.   

 

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου περιηγούμαστε στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία τότε που ζούσαν πολλοί Έλληνες. Γράφετε ότι παρά τη εργασία τους και τις επιχειρήσεις τους, αφού έμειναν επί αιώνες, έμοιαζαν σαν να έχτιζαν στην άμμο. Μπορείτε να σχολιάσετε τα γραφόμενά σας;

Κοιτάξτε, η αλήθεια είναι ότι σε διάφορες χρονικές στιγμές του 19ου αιώνα διαμορφώθηκαν συνθήκες που επέτρεψαν στους Έλληνες να εγκατασταθούν στα Βαλκάνια, τη μεσημβρινή Ρωσία και την Αίγυπτο. Συμπατριώτες μου από το Ζαγόρι για παράδειγμα εγκαταστάθηκαν και στις τρεις αυτές περιοχές. Εκεί οι Έλληνες στην κυριολεξία μεγαλούργησαν, μέχρι του σημείου να μιλάμε για την «καθ’ ημάς Ανατολή» και τον πλήρη έλεγχο της οικονομικής, πολιτιστικής και πολλές φορές πολιτικής ζωής των παραπάνω περιοχών. Δυστυχώς όμως, αυτό δεν κράτησε πολύ γιατί η περίοδος ήταν μεταβατική, όπως και η σημερινή άλλωστε. Ήταν η περίοδος, μετάβασης από την αυτοκρατορία στο εθνικό κράτος. Οι Έλληνες αυτών των περιοχών ήταν καλοδεχούμενοι όσο δραστηριοποιούνταν ως πολίτες κάποιας αυτοκρατορίας (Οθωμανικής, Αυστροουγγρικής, Ρωσικής) αλλά εχθροί όταν δημιουργήθηκαν τα εθνικά κράτη. Γι’ αυτό και εκδιώχθηκαν από παντού είτε με καλό τρόπο (Αίγυπτο), είτε με βίαιο (Τουρκία).

 

Η περιπλάνηση μας γνωρίζει σπουδαία πράγματα και νέες πληροφορίες, όπως και τον τρόπο που ζούσαν τότε οι άνθρωποι. Έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος ζωής και οι συνήθειές μας από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα;

Αρχικά, εδώ θα ήθελα να πω ότι στο βιβλίο περιγράφεται κυρίως ο τρόπος ζωής των μεγαλοαστών της Θεσσαλονίκης, της Πόλης και της Σμύρνης και λιγότερο των φτωχών ανθρώπων. Κατά μία έννοια δεν έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος ζωής γιατί πολλές από αυτές τις μεγαλοαστικές τότε συνήθειες, αποτελούν τη δική μας σημερινή καθημερινότητα, όπως για παράδειγμα η παρακολούθηση θεαμάτων και η διασκέδαση, τα θαλάσσια λουτρά, η ενασχόληση με τη μόδα και τα ταξίδια.

 

Από τις πόλεις που αναφέρετε ποια κατά τη γνώμη σας ήταν η πιο πλούσια και είχε την καλύτερη υποδομή;

Νομίζω αναμφισβήτητα η Κωνσταντινούπολη. Στο βιβλίο γίνεται λόγος για τα υπέροχα σουλτανικά παλάτια, τα γιαλιά του Βοσπόρου, τα μοναδικά κτίρια των  πρεσβειών με τις κοσμικές δεξιώσεις, τα εξαίσια υπερπολυτελέστατα ξενοδοχεία και ευρωπαϊκά πολυκαταστήματα, τις πολύβουες αγορές και το λιμάνι, τα αναρίθμητα μνημεία, χριστιανικά ή μουσουλμανικά αλλά και τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, όπως το τραμ και ο υπόγειος σιδηρόδρομος στο Τουνέλ.

 

Η περιγραφή της συνάντησης του δημοσιογράφου με τον Σουλτάνο είναι εξαιρετική. Στην πραγματικότητα έχει πάρει έλληνας δημοσιογράφος συνέντευξη από τον Σουλτάνο;

Από όσο γνωρίζω όχι γιατί ο Αμπντούλ Χαμίτ έδινε πολύ επιλεκτικές συνεντεύξεις και κάπως σπάνια, γιατί έπασχε από διάφορες φοβίες και ανασφάλειες. Υπάρχει όμως στα ελληνικά η πιο αξιόπιστη βιογραφία του Αμπντούλ Χαμίτ, από τον πρίγκιπα Μιχαήλ της Ελλάδος, ο οποίος είναι εξαιρετικά πετυχημένος συγγραφέας στη Γαλλία. Θα σας πω όμως κάτι άλλο που με εντυπωσίασε. Σε μία παρουσίαση που έγινε για το βιβλίο μου μία κυρία μου αποκάλυψε ότι υπήρχε δημοσιογράφος της «Ακροπόλεως» ονόματι Μωραϊτίδης, οποίος την ίδια ακριβώς εποχή επισκέφτηκε τις τρεις συγκεκριμένες πόλεις και έκανε σχεδόν τη δουλειά του ήρωα του βιβλίου μου. Μάλλον η φαντασία μου κάπου συνάντησε την πραγματικότητα. Ή η λογοτεχνία την ιστορία!

 

Ο Άλκης Αναγνωστάκης λέει ότι αυτός που ξέρει ιστορία έχει σίγουρο μέλλον γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται. Τι γίνεται όμως αν ένας λαός δεν γνωρίζει καλά την ιστορία του;

Σίγουρα είναι υποχρεωμένος να ξανακάνει τις ίδιες λανθασμένες επιλογές! Εξάλλου, σε όλες τις περιπτώσεις η άγνοια σκοτώνει! Στ’ αλήθεια λοιπόν θεωρώ ότι πρέπει να γνωρίζουμε ιστορία γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται. Και επαναλαμβάνεται γιατί πάντα βασικός πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο άνθρωπος. Και ο άνθρωπος πάντα χαρακτηρίζεται και διακατέχεται από εγωισμό, αρχομανία, ματαιοδοξία, φιλαργυρία, μανία για υστεροφημία. Και αν το σκεφτείτε πιο ψύχραιμα, όλα τα παραπάνω αποτελούν τα μόνιμα ελατήρια που ωθούν τους ανθρώπους στις επιλογές τους και τις πραγματικές γραφίδες που γράφουν την ιστορία. Γι’ αυτό και η ιστορία επαναλαμβάνεται!

 

Μια από τις πληροφορίες που αναφέρετε είναι ότι στην πόλη της Σμύρνης κυκλοφορούσαν έντεκα ελληνικές εφημερίδες. Διάβαζαν τόσο πολύ οι Έλληνες;

Κοιτάξτε, η Σμύρνη πριν την καταστροφή ήταν μια ξεχωριστή πόλη. Δεν ήταν μόνο οι έντεκα ελληνικές εφημερίδες και οι δεκάδες άλλες τοπικές εθνικές και ξένες που κυκλοφορούσαν. Η Σμύρνη ήταν μια πόλη με κυρίαρχο πάντα το ελληνικό στοιχείο και πρωτιές πανευρωπαϊκά στην κατανάλωση καλλυντικών μετά το Παρίσι, την άμεση υιοθέτηση της παρισινής μόδας, το μοναδικό ιππόδρομο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το μοναδικό γήπεδο γκολφ και τέννις ενώ ο κινηματογράφος έφτασε στην πόλη μόλις πέντε χρόνια μετά την εμφάνισή του στο Παρίσι. Οι Έλληνες λοιπόν και οι Λεβαντίνοι ήταν ένα συγκλονιστικό υβρίδιο, το οποίο συνδύαζε τις ευρωπαϊκές μεγαλοαστικές συνήθειες, όπως η ανάγνωση των εφημερίδων και τη χαρά της ζωής των μεσογειακών λαών

 

Το βιβλίο σας έκανε δεύτερη έκδοση και μεταφράστηκε και στην τουρκική γλώσσα. Πού οφείλεται αυτή η επιτυχία;

Θα σας πω τι μου είπαν κατά καιρούς οι αναγνώστες του βιβλίου μου Έλληνες και ξένοι. Είναι ίσως το μόνο βιβλίο που δεν χαρακτηρίζεται από εθνική μεροληψία. Έτσι, απαλλαγμένο από εθνικά και εθνικιστικά στερεότυπα και προκαταλήψεις, δε θίγει κανέναν λαό, προσπαθεί να βρει την αλήθεια, όσο αυτό είναι δυνατό και αναπαριστά μια εποχή, όσο πιο κοντά στις πραγματικές της διαστάσεις.  Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο επιλέχτηκε και από τον αξιόλογο βιβλιοκριτικό Δημοσθένη Κούρτοβικ, ως το καλύτερο στην κατηγορία του για το 2012. Οι Τούρκοι εκδότες λοιπόν, αμέσως κατάλαβαν και εκτίμησαν αυτές τις αρετές του βιβλίου και στην κυριολεξία αμέσως δέχτηκαν να το μεταφράσουν. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στην Τουρκία τον Οκτώβριο και εδώ μπορώ να σας αποκαλύψω ότι υπάρχει μια συζήτηση με τούρκους κινηματογραφικούς παραγωγούς για τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη.

 

Διδάσκετε στο Κέντρο Διδασκαλίας Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Μπορείτε να αναφέρετε τις δραστηριότητές σας;

Το γεγονός ότι διδάσκω για 13 χρόνια την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό σε ξένους φοιτητές για μένα ήταν μεγάλη τύχη. Και αυτό γιατί στα 13 αυτά χρόνια, δίδαξα κυριολεκτικά σε όλους τους λαούς της Γης αλλά διδάχτηκα και εγώ μάλλον πολύ περισσότερα από αυτά που δίδαξα. Έμαθα για παράδειγμα ότι και οι άλλοι έχουν ιστορία και πολιτισμό και ότι αισθάνονται περήφανοι γι’ αυτό. Σήμερα, 13 χρόνια μετά, έχω φίλους σε όλον τον κόσμο, έχω κάνει πολλά ταξίδια, τα οποία με απάλλαξαν από κάθε είδους προκαταλήψεις και προπαγάνδες και με έκαναν να αισθάνομαι πολίτης του κόσμου. Και σίγουρα αυτή η εμπειρία έπαιξε το ρόλο της στη συγγραφή του βιβλίου.

 

Θα μπορούσατε να προτείνετε για το καλοκαίρι στους αναγνώστες μας μερικά ιστορικά μυθιστορήματα για να διαβάσουν;  

 Βεβαίως. Θα σας προτείνω ένα ιστορικό μυθιστόρημα και ένα καθαρά ιστορικό επιστημονικό βιβλίο, το οποίο μου άρεσε πάρα πολύ. Το πρώτο είναι το «Μέρες Αλεξάνδρειας» του Δ. Στεφανάκη και το άλλο είναι το «Λεβάντε. Μεγαλείο και Καταστροφή στη Μεσόγειο» του Φίλιπ Μάνσελ. Και τα δύο αφορούν στο ωραιότερο, συναρπαστικότερο και πιο αγαπημένο μου σημείο του πλανήτη, την ανατολική Μεσόγειο!

 

Σας ευχαριστώ πολύ και εύχομαι σ’ αυτούς που θα διαβάσουν το βιβλίο μου καλή ανάγνωση!

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ