Το Ινστιτούτο Γκαίτε της Αθήνας συμπλήρωσε μια εβδομηκονταετία παρουσίας και δράσης στην Αθήνα: όχι μόνο γλωσσική διδασκαλία, αλλά και στήριξη των πνευματικών ανθρώπων όταν χρειάστηκε.Την Τετάρτη το βράδυ τα φώτα ήταν αναμμένα στο κτήριο της οδού Ομήρου. Το Ινστιτούτο Γκαίτε της Αθήνας γιόρτασε τα 70 του χρόνια, καθώς ιδρύθηκε λίγα μόλις χρόνια μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1952. Ήταν μάλιστα το πρώτο παράρτημα του ινστιτούτου στο εξωτερικό. Η γερμανική πλευρά ήθελε να ξεκινήσει τις πολιτιστικές της δραστηριότητες από μια χώρα σημαδιακή για την ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τις αξίες της οποίας η ίδια είχε ποδοπατήσει λίγα χρόνια πριν. Παρ’ όλα αυτά η Αθήνα στάθηκε φιλόξενη στο Γκαίτε και, παρά τις όποιες εντάσεις της πολιτικής επικαιρότητας κατά διαστήματα, το Γκαίτε έμεινε πιστό στην Αθήνα. Αλλά τι σημαίνει σήμερα το ινστιτούτο για τους μαθητές του που στις τάξεις του έμαθαν γερμανικά όλα αυτά τα χρόνια, και τι σημαίνει για τους Έλληνες των γραμμάτων και της τέχνης που ήρθαν σε επαφή μαζί του;

Μια νησίδα του πνεύματος

Στην εκδήλωση η πρόεδρος του Γκαίτε Καρόλα Λεντς θυμήθηκε συμβολικά πως όταν η ίδια σπούδαζε το 1972 φιλοσοφία στο Γκαίτινγκεν και είχε δάσκαλο τον Κοσμά Ψυχοπαίδη, το Γκαίτε στην Αθήνα παρουσίαζε έργα του αδελφού του Γιάννη Ψυχοπαίδη στα πλαίσια μιας έκθεσης των Νέων Ελλήνων Ρεαλιστών που έστελνε δημοκρατικά μηνύματα μεσούσης της δικτατορίας. Και ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης είπε στην εκδήλωση ότι νοιώθει το Γκαίτε σαν «πνευματικό σπίτι» του και θυμήθηκε τον ρόλο που έπαιξε τον καιρό της χούντας.

Όντως το Ινστιτούτο ανέπτυξε τη μεγαλύτερη ακτινοβολία του στην ελληνική κοινωνία κατά την περίοδο εκείνη. Στους δικούς του χώρους μίλησε τότε ο συγγραφέας Γκύντερ Γκρας, δικοί του άνθρωποι έφεραν στην Αθήνα τον Χάινριχ Μπελ, που ως πρόεδρος του διεθνούς ΡΕΝ είχε δώσει συνέντευξη Τύπου στη «Μεγάλη Βρετανία» για τους Έλληνες διωκόμενους συναδέλφους του, υπάλληλοι του ινστιτούτου ήταν συγγενικά συνδεδεμένοι με τον Γκύντερ Βάλραφ που το 1974 αλυσοδέθηκε συμβολικά στην Πλατεία Συντάγματος, συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι την πτώση της χούντας. Το Γκαίτε ήταν τότε μια φιλόξενη νησίδα για τους ασυμβίβαστους Έλληνες διανοούμενους και χώρος συντήρησης ενός αντιδικτατορικού πνεύματος.

Με τον τρόπο της λογοτεχνίας

Η συγγραφέας Μαρία Στεφανοπούλου που στο βιβλίο της «Άθος, ο δασονόμος», μεταφρασμένο στο μεταξύ και στα γερμανικά, αναμοχλεύει τις αναμνήσεις του παππού της από τη σφαγή των Καλαβρύτων, μίλησε αυτή τη βραδιά για τον τρόπο που χειρίζεται και τακτοποιεί το παρελθόν η ιστορία από τη μια και η λογοτεχνία από την άλλη. Από τη μια το έπος και από την άλλη η ελεγεία. Κατ’ εξοχήν αρμόδια η ίδια για το δεύτερο μας υπενθύμισε ότι μόνο όταν θρυμματιστούν τα καύκαλα που διαιωνίζουν τους παγιωμένους ρόλους του θύτη και του θύματος θα μπορέσουν και οι μεν και οι δε να προχωρήσουν. Με το ένα και με το άλλο, με τη δράση τον καιρό της χούντας και με την καλλιέργεια της μνήμης για το δύστηνο παρελθόν της Γερμανίας και της Ελλάδας, το Γκαίτε μας προχώρησε τελικά όλους, όσοι ήρθαμε σε επαφή μαζί του. Όσοι για παράδειγμα μαθαίναμε γερμανικά στο Γκαίτε στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα ερχόμασταν αντιμέτωποι με αναγνώσματα αδιανόητα τότε για τη στυφή παιδεία του ελληνικού σχολείου: με το «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» του Χάινριχ Μπελ ή με το «Ένα ιπτάμενο άλογο» του Μάρτιν Βάλζερ. Και τότε ο κόσμος μας μεγάλωνε υπέρογκα.

Σπύρος Μοσκόβου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ