Η Ελληνική Κοινότητα και το Λαϊκό Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν καλούν σε εκδήλωση για τα 100 χρόνια από τη (μαζική) άφιξη των πρώτων Ελλήνων στη Γερμανία.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΛΕΞΑΤΟΣ: διάλεξη με θέμα «Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς»
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΚΟΣ: προβολή ντοκιμαντέρ «Στα ίχνη των Ελλήνων του Γκαίρλιτς»
Στις 15 Ιανουαρίου 2016, στη μεγάλη αίθουσα του Λ.Π. , Friedrichstr. 19, Erlangen. Ώρα έναρξης: 19.30
Die griechische Gemeinde und die Volkshochschule Erlangen rufen anlässlich der 100 Jahre seit der Ankunft der ersten Griechen in Deutschland zur Veranstaltung mit
GERASSIMOS ALEXATOS: Vortrag zu dem Thema “Die Griechen von Görlitz 1916-1919”
JIANNIS KARAYIANNAKOS: Filmvorführung “Auf den Spuren der Griechen von Görlitz”.
15. Januar 2016 im Großen Saal der V.H. , Friedrichstr. 19, Erlangen, um 19.30.
http://www.griechische-gemeinde-erlangen.de/…/55-die-griech…
http://vhs-erlangen.de/…/semester…/autowert-CK_55d48233cdc4e
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ
Μιλάει σήμερα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ο Γεράσιμος Αλεξάτος, συγγραφέας βιβλίων για τους Έλληνες του Γκαίρλιτς.
Συνέντευξη-παρουσίαση: Αποστόλης Ζώης.
Ο Γεράσιμος Αλεξάτος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου για κάποιο διάστημα εργάσθηκε ως επιστημονικός συνεργάτης. Διετέλεσε διευθυντικό στέλεχος στη βιομηχανία και επί δύο δεκαετίες ερευνητής-ελεγκτής εφευρέσεων στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Ευρεσιτεχνιών. Παράλληλα ασχολήθηκε συστηματικά και επί πολλά χρόνια με τη μελέτη και την έρευνα σε ειδικά ιστορικά θέματα των ελληνογερμανικών σχέσεων, τα οποία κατά καιρούς παρουσιάζει σε διαλέξεις ή δημοσιεύει. Το κυρίως έργο του είναι η ανάδειξη της ξεχασμένης έως πρόσφατα «υπόθεσης Γκαίρλιτς», την οποία περιέλαβε στα βιβλία του «Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς, 1916-1919» (2010, υποψήφιο για κρατικό βραβείο λογοτεχνίας 2011) και στο συλλογικό έργο «Εν Γκαίρλιτς, 31/12/1917…» (2014). Ως ειδικός επί του θέματος συμμετείχε επίσης στον συλλογικό τόμο «Ορόσημα ελληνο-γερμανικών σχέσεων», που εκδόθηκε το 2010 από το Ίδρυμα Πολιτισμού της Βουλής των Ελλήνων. Σήμερα μιλάει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ, η οποία είχε ασχοληθεί αναλυτικά με το συγκεκριμένο θέμα με ανάρτηση στις 27-11-2012 σε ρεπορτάζ του Ευθύμη Χατζηϊωάννου.
«Το μυστικό των Ελλήνων του Γκαίρλιτς». Μπορείτε να αναφερθείτε στην ενδιαφέρουσα εκπομπή; Τι έδειξε η έρευνα;
«Όλα ξεκίνησαν τον Μάιο του 2011, όταν με αφορμή την έκδοση του βιβλίου μου «Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919», διοργανώσαμε -από κοινού με τον σύλλογο Εξάντας του Βερολίνου- το πρώτο μεγάλο ταξίδι-προσκύνημα 100 απογόνων και άλλων ενδιαφερομένων από Ελλάδα και Γερμανία στην πόλη εκείνη που 100 περίπου χρόνια πριν είχε υποδεχτεί με μεγάλες τιμές τους Έλληνες προγόνους τους. Ήταν τότε που η καταγόμενη από την ίδια πόλη Gesine Räbiger κατάλαβε πως είχε έρθει επιτέλους η στιγμή να προχωρήσει την έρευνα σε ένα προσωπικό της θέμα που από καιρό την απασχολούσε: Να κάνει ευρέως γνωστή την υπόθεσή της ελπίζοντας να ανακαλύψει κάτι περισσότερο για τον μυστηριώδη Έλληνα προπάππο της, την ύπαρξη του οποίου μέχρι πρότινος αγνοούσε.
Τι είχε συμβεί; Από μικρή η Gesine ένιωθε μια παράξενη έλξη για την Ελλάδα, τους ανθρώπους και τον πολιτισμό της. Περνούσε πάντα εκεί μαζί με την οικογένειά της τις διακοπές της, έμαθε αρκετά καλά την ελληνική γλώσσα, αγόρασε σπίτι στην Πελοπόννησο. Έως ότου, μετά από πολλά χρόνια, έμαθε από μια θεία της ότι ο επισήμως δηλωμένος ως «άγνωστος» πατέρας του παππού της ήταν ένας αγνώστων λοιπών στοιχείων Έλληνας. Η αποκάλυψη αυτή την αναστάτωσε τόσο πολύ που αφιέρωσε από τότε ένα μεγάλο μέρος του χρόνου της προκειμένου να συλλέξει στοιχεία για τον μυστηριώδη πρόγονο, στον οποίο βέβαια η Gesine απέδιδε –γι’ αυτό ήταν σίγουρη- την κλίση και την αγάπη της για τη σημερινή Ελλάδα.
Μετά από επίμονες δικές της έρευνες σε τοπικά και στρατιωτικά αρχεία, είχε και την πρώτη επιτυχία: Ο προπάππος βρέθηκε κάπου δηλωμένος ως Johannes Barutis, καταγόταν από μια πόλη ονόματι „Agwali“ και ήταν στρατιωτικός ιερωμένος του ελληνικού Δ΄ Σώματος Στρατού που παραδόξως είχε μεταφερθεί τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο στο Γκαίρλιτς της τότε Σιλεσίας. Η έρευνα μετά τη γνωριμία μας τον Μάιο του 2011 συνεχίστηκε στα δικά μου προσωπικά αρχεία, κυρίως από τότε που για την υπόθεσή της ενδιαφέρθηκε ο τηλεοπτικός σταθμός MDR στα πλαίσια της σειράς των δημοφιλών εκπομπών του «Τα ίχνη των προγόνων» („Die Spur der Ahnen“).
Για καλή της τύχη η έρευνα κι αυτή τη φορά ήταν ιδιαιτέρως αποδοτική: Σε ένα και μοναδικό δημοσίευμα στην καθημερινή εφημερίδα «Ελληνικά Φύλλα» που εξέδιδαν στο Γκαίρλιτς οι Έλληνες «φιλοξενούμενοι», υπήρχε μια μικρή αναφορά στον ιεροδιάκονο Ιωάννη Βαρούτη (και όχι Μπαρούτη όπως νόμιζε έως τότε η Gesine), ενώ ανάμεσα σε καρτ-ποτάλ της εποχής με σκηνές από την πάνδημη κηδεία του διοικητή του Σώματος Χατζόπουλου τον Απρίλιο του 1918, ξεπρόβαλλε ολοζώντανα σε πρώτο πλάνο η μορφή ενός νεαρού διακόνου («σα να ήθελε να βγει από την εικόνα», είπε κάποιος), που δεν μπορούσε να είναι άλλος από τον Έλληνα προπάππο. Έντονη και αυθόρμητη ήταν η συγκίνηση της δισέγγονης, όταν μπροστά στον φακό αντίκρυσε για πρώτη φορά το πρόσωπο του δικού της ανθρώπου, γεγονός που αποτυπώθηκε εμφανώς στην ταινία.
Υπήρξε όμως και κάτι άλλο ακόμα πιο συγκλονιστικό: Κάπου ανάμεσα στα ογκώδη και αδημοσίευτα έως τώρα αρχεία, όπου φυλάσσεται το πολύτιμο υλικό των ηχητικών καταγραφών λόγου και μουσικής που έλαβαν χώρα στο ελληνικό στρατόπεδο, βρέθηκε μια μικρή χειρόγραφη και δυσανάγνωστη υποσημείωση: «Βυζαντινή μουσική με συνοδεία του διακόνου στο ισοκράτημα». Ακούγεται απίστευτο, αλλά ανάμεσα σε 7000 απλούς και αφανείς ως επί το πλείστον στρατευμένους, που τραγικές ιστορικές συγκυρίες οδήγησαν στο στρατόπεδο της μακρινής τότε ξενιτιάς, στάθηκε δυνατό να εντοπιστούν 100 χρόνια αργότερα όχι μόνο το όνομα και η μορφή ενός εξ αυτών αλλά ακόμα και η καταγεγραμμένη σε κέρινο κύλινδρο φωνή του! Δυστυχώς, αυτό το τελευταίο για τεχνικούς λόγους δεν μπόρεσε να συμπεριληφθεί στην κατά τα άλλα λίαν ενδιαφέρουσα εκπομπή. Όσο για το „Agwali“ επρόκειτο φυσικά για το γνωστό Αϊβαλί, γεγονός που οδήγησε την Gesine μαζί με το τηλεοπτικό συνεργείο στην απέναντι Λέσβο και από εκεί στην Αθήνα, όπου και έγινε με έκδηλη συγκίνηση η πρώτη συνάντηση με κάποιους μακρινούς συγγενείς της».
-Πόσο σημαντικές είναι τέτοιες έρευνες για την αλήθεια των ιστορικών γεγονότων;
«Πρόκειται για ένα είδος «λαϊκής ιστορίας» ή «ιστορίας από τα κάτω», όπου οι απλοί άνθρωποι –οι αφανείς ήρωες της Ιστορίας- αποκαλύπτουν τα δικά τους βιώματα, τις δικές τους ερμηνείες, προσφέροντας πολύτιμο υλικό, καινούργιους δρόμους, «εξανθρωπίζοντας» κατά κάποιο τρόπο την Ιστορία. Ο φακός της έρευνας, δηλαδή, στρέφεται από την κεντρική πολιτική σκηνή και τους εκάστοτε πρωταγωνιστές της στη ζωή και τη δράση των καθημερινών ανθρώπων, φωτίζοντας τις «αφανείς πλειοψηφίες», τη βασική κινητήρια δύναμη του ιστορικού γίγνεσθαι. Σε συνδυασμό με τις συμβατικές ιστορικές πηγές, εμπλουτίζουν την εικόνα του παρελθόντος αμφισβητώντας ενίοτε τις καθιερωμένες ιστορικές αφηγήσεις. Παράλληλα ανταποκρίνονται και στην εσωτερική ανάγκη πολλών ανθρώπων να ερευνούν και να ανακαλύπτουν μέσα από το γενικό και το συλλογικό, τα ίχνη και την ιδιαίτερη ιστορία των προγόνων και των οικογενειών τους».
-Εκτιμάτε ότι οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα σε σχέση με τις εφαρμοσμένες πολιτικές;
«Πράγματι, όσο βαθύτερα εξετάζει κανείς τις σχέσεις μεταξύ κρατών ή χωρών ανατρέχοντας στο θεμελιώδες επίπεδο των καθαρά ανθρώπινων σχέσεων, επαφών και αναμνήσεων, τόσο διαπιστώνει ότι σε τελική ανάλυση αυτά που ενώνουν τους απλούς ανθρώπους είναι πολύ περισσότερα από εκείνα που τους χωρίζουν. Εντούτοις, η ειδυλλιακή αυτή εικόνα αλλάζει ριζικά όταν η ιστορική ανάλυση προχωρήσει από το ατομικό επίπεδο σε εκείνο των συλλογικοτήτων. Ας πάρουμε ένα ιστορικό παράδειγμα από την εποχή του Μεγάλου Πολέμου που πραγματευόμαστε. Πριν από το 1914 στις δύο χώρες που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος του πολέμου, τη Γερμανία και τη Γαλλία, υπήρχαν ισχυρά σοσιαλιστικά κόμματα τα οποία διακήρυσσαν ακριβώς αυτό, ότι δηλαδή θα ματαίωναν τον πόλεμο επειδή «οι λαοί δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν». Την κρίσιμη όμως στιγμή οι σοσιαλιστές ηγέτες–πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- όχι μόνο έσπευσαν οι ίδιοι ως καλοί εθνικιστές να εγκρίνουν τις πολεμικές πιστώσεις ανοίγοντας τον δρόμο για τον πόλεμο, αλλά και έμειναν κυριολεκτικά άφωνοι μπροστά στον πατριωτικό ενθουσιασμό των λαϊκών μαζών εκατέρωθεν, των ίδιων ακριβώς που μέχρι πρότινος ήταν αναφανδόν υπέρ της ειρήνης».
-Τι είναι αυτό που θα πρέπει να βάζουν πάνω από όλα οι λαοί;
«Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι μισούνται μεταξύ τους οι απλοί άνθρωποι που ανήκουν σε διαφορετικά εθνικά, ιδεολογικά ή κοινωνικά σύνολα, με αντίθετες πολλές φορές αξίες, συμφέροντα και συμπεριφορές. Κάθε άλλο. Πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Συνήθως οι άνθρωποι -αυτό εξαρτάται ασφαλώς και από τον βαθμό ανεκτικότητας και σεβασμού προς τον άλλο που έχουν κατακτήσει- είναι σε θέση να ξεχωρίζουν και να διαφοροποιούν τα πρόσωπα, τα άτομα από τις άνωθεν προβαλλόμενες ή επιβαλλόμενες πολιτικές. Αυτό το διαπιστώνουμε, εν μέρει τουλάχιστον, και εμείς που ζούμε εδώ σήμερα σε εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία, το διαπίστωσαν και πριν 100 χρόνια οι συμπατριώτες μας στο Γκαίρλιτς, όταν οι φιλικές σχέσεις τους με τους γηγενείς άντεξαν στον χρόνο, παρά τις δυσμενείς πολιτικές εξελίξεις και την επίσημη είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Αυτό που θα πρέπει λοιπόν να απαιτούν οι λαοί και να βάζουν πάνω από όλα, είναι η απάλειψη των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων, ο αλληλοσεβασμός και οι σχέσεις ισοτιμίας, ως αναγκαία προϋπόθεση για την επιθυμητή κορυφαία πολιτισμική κατάκτηση του μέλλοντος, την κατάργηση του πολέμου ως μέσου γαι την επίτευξη των οποιωνδήποτε πολιτικών στόχων».
-Μπορείτε να αναφερθείτε πιο αναλυτικά στους Έλληνες του Γκαίρλιτς;
«Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς, 7000 περίπου στρατιώτες και αξιωματικοί του Δ΄ Σώματος Στρατού μαζί με μέλη των οικογενειών τους, προέρχονταν από όλες τις γωνιές τού τότε ελληνικού κόσμου και από όλες τις κοινωνικές τάξεις, και ήταν οι πρώτοι που έζησαν επί δυόμισι χρόνια σε γερμανικό έδαφος ως αιχμάλωτοι-φιλοξενούμενοι του Κάιζερ (από τον Σεπτέμβριο του 1916 έως τον Φεβρουάριο του 1919). Η συγκυρία που οδήγησε στον αναγκαστικό εκπατρισμό τους ήταν πραγματικά τραγική: Το ανατολικό τμήμα της πρόσφατα απελευθερωμένης Μακεδονίας που είχαν ταχθεί να φυλάσσουν, βρέθηκε δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου στη δίνη της διαμάχης και των συγκρούσεων των εμπλεκόμενων δυνάμεων (Αντάντ και Κεντρικές Δυνάμεις). Έτσι, παρότι η Ελλάδα ήταν ακόμα επισήμως ουδέτερη, όταν εκδηλώθηκε η ένοπλη επέμβαση των Βουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία με τη σύμφωνη γνώμη των Γερμανών συμμάχων τους, το Σώμα βρέθηκε αποκλεισμένο από το εθνικό κέντρο και εγκαταλελειμμένο στην τύχη του, όπως και το σύνολο του άμαχου πληθυσμού. Τελικά, προκειμένου να αποφύγει την οδυνηρή βουλγαρική αιχμαλωσία, αλλά και λόγω αντιπαλότητας που είχε εντωμεταξύ ξεσπάσει με τις φιλοβενιζελικές δυνάμεις της Θεσσαλονίκης (Εθνική Άμυνα), η φιλοβασιλική ηγεσία του Σώματος πρότεινε αυτοβούλως τη μεταφορά του μαζί με τα όπλα του στη Γερμανία, όπου θα έμενε «φιλοξενούμενο» μέχρι το τέλος του πολέμου. Πρόταση που έγινε ασμένως αποδεκτή από τον στρατάρχη Hindenburg εξαιτίας του μεγάλου πλεονεκτήματος που προσέφερε στον αμείλικτο πόλεμο της προπαγάνδας. Οι συνέπειες βέβαια ήταν ολέθριες τόσο για τον ελληνικό πληθυσμό που έμεινε απροστάτευτος, όσο και λόγω της όξυνσης της εμφύλιας διαμάχης που προκάλεσε, οδηγώντας τον Εθνικό Διχασμό σε παροξυντική φάση.
Παλλαϊκή ήταν, ως εκ τούτου, η υποδοχή των ανίδεων στρατιωτών στο Γκαίρλιτς, διθυραμβικά υπέρ της Ελλάδας τα σχόλια του γερμανικού Τύπου, ενώ η μικρή πόλη της Σιλεσίας κατακλύστηκε από ελληνομαθείς καθηγητές και «φιλέλληνες» ποικίλων αποστολών και κινήτρων. Έτσι, εν μέσω του φονικότερου έως τότε πολέμου, πραγματοποιήθηκαν εκεί αξιόλογες έρευνες, μελέτες, διατριβές, μεταξύ αυτών και σπανιότατες ηχογραφήσεις διαλέκτων, δημοτικής και λαϊκής μουσικής, που μόλις σήμερα βγαίνουν στο φως προκαλώντας γενικότερο ενδιαφέρον. Αλλά και πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες, νεαροί και άγνωστοι στρατιώτες τότε διάσημοι αργότερα (όπως ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας Βασίλης Ρώτας), έδωσαν εκεί τα πρώτα δείγματα γραφής της τέχνης τους.
Αμέτρητα ήταν τα νήματα που συνέδεσαν τότε τους δύο λαούς, εκατοντάδες οι μικτοί γάμοι και αρραβώνες αλλά εξίσου μεγάλες οι παρεξηγήσεις, αντιζηλίες και απογοητεύσεις ακόμα και οι συγκρούσεις, καθώς δύο κόσμοι ξένοι μεταξύ τους και τόσο διαφορετικοί, προσέγγιζαν ο ένας τον άλλο υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες.
Όμως, το ελληνογερμανικό ειδύλλιο δεν κράτησε για πολύ. Μετά την επικράτηση του Βενιζέλου στην Αθήνα και την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ (Ιούνιος 1917), το έως τότε «φιλικά» διακείμενο Σώμα μετατράπηκε αίφνης σε τμήμα ενός εχθρικού στρατού στο έδαφος της Γερμανίας. Δεκάδες βενιζελικοί αξιωματικοί συνελήφθησαν και διώχθηκαν, ενώ οι στρατιώτες απεστάλησαν για εργασία ανά τη γερμανική επικράτεια, σε ανθρακωρυχεία και στην πολεμική βιομηχανία, αποτελώντας -κατά κάποιον τρόπο- τους πρώτους Έλληνες „Gastarbeiter“ του 20ού αιώνα.
Μετά τη γερμανική ήττα, μαζική ήταν η συμμετοχή των στρατιωτών στην επανάσταση των Σπαρτακιστών με επικεφαλής τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, με κορυφαίο αίτημα την άμεση επιστροφή στην πατρίδα. Ήρθαν σε σύγκρουση με τους αξιωματικούς και εξέλεξαν δικά τους συμβούλια («σοβιέτ»), γεγονότα που μετά και τη ρήξη με τη γερμανική πλευρά είχαν τραγικό και εν μέρει αιματηρό τέλος, οδηγώντας τον κύριο όγκο των στρατιωτών σε άτακτη και περιπετειώδη φυγή.
Αλλά η «Οδύσσεια» των ανδρών του Σώματος συνεχίστηκε και μετά την πολυπόθητη παλιννόστηση, όταν ο πέλεκυς των διώξεων έπεσε βαρύς επί δικαίων και αδίκων, οξύνοντας στο έπακρο τα πάθη του Διχασμού κατά τη διάρκεια μάλιστα της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Έτσι δημιουργήθηκε ο μύθος της «προδοσίας του Γκαίρλιτς» που ταλάνισε επί δεκαετίες τους ίδιους και τους απογόνους τους.
Σήμερα ζουν στις δύο χώρες χιλιάδες απόγονοι εκείνων των Ελλήνων, πολλοί από του οποίους ενδιαφέρονται και αναζητούν –όπως είδαμε- τα ίχνη των προγόνων τους, αναδεικνύοντας σταδιακά αυτήν την απίστευτη και εν πολλοίς άγνωστη έως πρόσφατα ελληνογερμανική περιπέτεια».
Και πάλι κ. Αλεξάτο λες τη μισή αλήθεια. Αποσιωπείς τεχνιέντως ότι οι Κρήτες αξιωματικοί και οπλίτες σαν Βενιζελικοί που ήσαν ήταν υπό διωγμό από την πρώτη στιγμή που πάτησαν σε γερμανικό έδαφος. Ο πολυαγαπημένος μου πατέρας που υπηρέτησε την πατρίδα επί δεκαετία από το 1912-1922 μας είχε διηγηθεί επανειλλημένως αυτά που υπέστησαν στο Γκάρλιτς όχι μόνο από τους Γερμανούς αλλά και από τους δικούς μας βασιλόκόλακες αξιωματικούς. Μην διαστρεβλώνεις λοιπόν την αλήθεια.Ο πατέρας μου διεσώθη ως εκ θαύματος και όταν τελικά επέτρεψε στην Κρήτη μπορούσες να μετρήσεις τα πλευρά του ένα ένα από την ασιτία. Όλοι γνωρίζομε ότι εκ της Παλαιάς Ελλάδος οι περισσότεροι ήταν Κωνστανικοί και κατεπέκταση φίλοι των Γερμανών. Αυτοί πέρασαν καλά. ΟΧΙ όμως οι ΚΡΗΤΙΚΟΪ. Πες λοιπόν τα πράγματα με το όνομα τους. Αυτό κάνει ο σωστός ιστορικός.