Το κόμμα της Αριστεράς πραγματοποιεί το συνέδριό του στο Κέμνιτς, μετά από το επιτυχημένο τεστ των εκλογών και την αναβάθμιση του κοινοβουλευτικού του ρόλου. Πρόσωπο-κλειδί η Χάιντι Ράιχινεκ.Μια από τις παρενέργειες της επεισοδιακής εκλογής του Φρίντριχ Μερτς την περασμένη Τρίτη ήταν και η «συνεργασία» της Χριστιανικής Ένωσης με την Die Linke, έστω και στο καθαρά διαδικαστικό επίπεδο. Χρειάστηκε η συναίνεση της κοινοβουλευτικής ομάδας της Αριστεράς, όπως και των Πρασίνων προκειμένου να επισπευσθεί η δεύτερη ψηφοφορία και να ξεπεραστεί το αδιέξοδο.
Για την Χάιντι Ράιχινεκ, συμπρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας, αυτός είναι ένας καλός λόγος να σταματήσει το «μποϋκοτάζ» του κόμματος από την συντηρητική παράταξη και να υπάρξει μια λειτουργική σχέση μεταξύ όλων των κομμάτων, με στόχο μεταξύ των άλλων και την απομόνωση της ακροδεξιάς στη Βουλή. Κάτι που πράγματι συνέβη στη συγκεκριμένη συνεδρίαση της Βουλής.
Την εξέλιξη αυτή ακολούθησαν και δηλώσεις στελεχών της CDU/CSU, που μίλησαν για ανάγκη ομαλοποίησης της σχέσης, από τη στιγμή μάλιστα που μπορεί να προκύψει η ανάγκη συναίνεσης σε περίπτωση που θα χρειαστούν πλειοψηφίες δύο τρίτων για την έγκριση νομοθετημάτων στη νέα Βουλή. Το θέμα πάντως προκαλεί διχογνωμίες στο συντηρητικό στρατόπεδο, κυρίως από μεγαλύτερους σε ηλικία βουλευτές που είχαν συνηθίσει να αποκαλούν το κόμμα της Αριστεράς ειρωνικά «κόκκινες κάλτσες» και να αποκλείουν οποιαδήποτε συνεννόηση μαζί του.
Το πρόσωπο σύμβολο
Για την 37χρονη Ράιχινεκ που με μεγάλη σιγουριά και αυτοπεποίθηση ενσαρκώνει στην ουσία την προσπάθεια ανανέωσης του κόμματος, αυτά είναι ιστορίες του χθες. Αυτό που θεωρείται ως προτεραιότητα είναι να χτίσει η Die Linke πάνω στην εκλογική της επιτυχία και να μπορέσει να συνδυάσει μια «ζωηρή», αλλά συνετή κοινοβουλευτική παρουσία με την διατήρηση ενός κινηματικού χαρακτήρα.
Για ένα κόμμα που κατάφερε να προσελκύσει μέσα σε λίγες εβδομάδες περίπου 50.000 μέλη, διπλασιάζοντας τη δύναμή του αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση. Η ενσωμάτωση αυτών των νέων κυρίως ανθρώπων, η διατήρηση μιας σταθερής και αμφίδρομης σχέσης μαζί τους, σε συνδυασμό με την οργανωτική ανασύνταξή του, που έχει τεθεί και ως ένας κεντρικός στόχος του συνεδρίου του κόμματος, που διεξάγεται 9 και 10 Μαΐου στο Κέμνιτς της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Δύσκολες ισορροπίες
Όπως σχολίαζε η taz του Βερολίνου, η εκλογική επιτυχία της Die Linke είχε κάτι από άρωμα Μπέρνι Σάντερς, θύμισε δηλαδή επιτυχίες του πιο διάσημου εκφραστή της Αριστεράς στις ΗΠΑ. Ενισχύθηκε και από μια αυθόρμητη αντίδραση που προκάλεσε η «άτσαλη» προσπάθεια του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς προεκλογικά να περάσει νομοθεσία για το μεταναστευτικό με τις ψήφους και της ακροδεξιάς, αλλά και στην εστίαση του κόμματος σε ζητήματα που «πνίγουν» τη νέα γενιά, όπως η άνοδος του κόστους ζωής με πιο κραυγαλέα την περίπτωση των ενοικίων.
Η κατανομή των ρόλων
Παράλληλα η Die Linke επέλεξε μια έξυπνη κατανομή ρόλων με στόχο να απευθυνθεί σε διαφορετικά ακροατήρια. Η ακούραστη και γελαστή Ράιχινεκ εκμεταλλεύτηκε τη δύναμη των κοινωνικών δικτύων και την προσωπική της ακτινοβολία, ενώ οι δύο συμπρόεδροι του κόμματος Γιαν φαν Άκεν και Ίνες Σβέρντνερ έδιναν προς τα έξω μια εικόνα σοβαρότητας και αξιοπιστίας, απαλλαγμένης από την αισθητική της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Ωστόσο οι ανάγκες ενός προεκλογικού αγώνα είναι διαφορετικές από εκείνες της επιβίωσης σε μια περίπλοκη πολιτική «καθημερινότητα», σε ένα πολιτικό τοπίο που θυμίζει κινούμενη άμμο, με εκατομμύρια ψηφοφόρους να θεωρούν ότι δεν έχουν υπογράψει συμβόλαια ζωής με κανένα κόμμα.
Η Die Linke απέφυγε έξυπνα να τοποθετηθεί οριστικά και αμετάκλητα για «τα πάντα», ακόμα και για ζητήματα αιχμής, όπως η στάση της χώρας απέναντι στην Ουκρανία ή οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που μπαίνουν στο τραπέζι για το μέλλον της ΕΕ. Ο ρόλος της σοβαρής αντιπολίτευσης, που διεκδικεί πλέον σε ανταγωνισμό ουσιαστικά με τους Πράσινους δεν θα επιτρέπει εσαεί αυτή την πολυτέλεια.
Εκεί θα φανεί αν το κόμμα μπορεί να παρουσιάσει τεκμηριωμένες, «συνθετικές» και ρεαλιστικές θέσεις, ικανές να πείσουν ένα προοδευτικό κομμάτι της κοινωνίας. Εκείνο ακριβώς που δεν πείθεται ούτε από το κυρίαρχο αφήγημα των κυβερνητικών κομμάτων, αλλά ούτε και από τις λαϊκιστικές θέσεις μιας αντιπολίτευσης των άκρων και των εύκολων συνθημάτων.