(Εις μνήμη Μίμη Πλέσσα)

Ελάχιστες είναι οι φορές όπου θα σταθώ δίχως καμιάν έμπνευση, εμπρός απο την άδεια κόλλα του χαρτιού προκειμένου να γράψω μιάν αναφορά σε κάποιον σημαντικό άνθρωπο με ένα συναίσθημα απλωμένο εντός μου προς δύο σαφείς κατευθύνσεις.

Πρώτον το αίσθημα της απώλειας, του πως απο σήμερα κάτι για την Ελλάδα έχει επί τα χείρω αλλάξει, κάτι δεν θα είναι όπως και πριν και δεύτερον ένα συναίσθημα γλυκύτερο πέρα απο το πρώτο το πικρό, πως σήμερα έκλεισε ένα σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας του Πολιτισμού αυτού του τόπου.

Κεφάλαιο όμως που την ίδια στιγμή ανοίγει μιά νέα σελίδα, την σελίδα της παρακαταθήκης της προσφοράς ενός και μόνον ανδρός σε αυτό που ορίζουμε ως Πολιτιστικά πράγματα στην Ελλάδα μας.

Τέλος και Αρχή. Αυτό το αιώνιο δίπολο που ταλανίζει οχι μόνον τις δικές μας ψυχές, αλλά και αποτελεί έναν παγκόσμιο αδιόρατο συμπαντικό νόμο. Ξεκινούμε την ζωή δίχως να συναισθανόμεθα την κλεψύδρα που ώρα με την ώρα, μέρα με την μέρα μας φέρνει πιο κοντά στο φυσικό μας τέλος και “φεύγουμε” δίχως να ερωτηθούμε, δίχως να το συνειδητοποιούμε όπως ακριβώς συμβαίνει και με την γέννηση, ίσως ο κοινός παρονομαστής αυτών των δύο φαινομένων που οριοθετούν το φαινόμενο της ύπαρξης.

Το μεσοδιάστημα απο το ένα σημείο της ύπαρξης ως το άλλο, μάθαμε να το ονοματίζουμε ζωή κατά Καζαντζάκη.

Έχω πάντοτε συναναστραφεί εδώ και χρόνια με την ιδέα πως εφόσον είμαστε θνητοί, το μόνο που μας μένει ως αντίμετρο του να αντιπαλαίψουμε την θνητότητα μας, δεν είναι παρά η διαχείριση του χρόνου απο το ένα σημείο ως το άλλο, απο του λίκνου εώς του τάφου και πως όσο καλύτερα καταφέρουμε να διαχειριστούμε αυτό το κομμάτι, τόσο πιο επιτυχημένο κρίνεται απο τους δίπλα μας, το σύντομο ή το κάπως μεγαλύτερο σε διάρκεια διάβα μας απο τούτη την στενωπό της ύπαρξης.

“Οι πράξεις μας αντηχούν στην αιωνιότητα”, γράφει ο Μάρκος Αυρήλιος, Ρωμαίος ΦΙλόσοφος και Αυτοκράτωρ. Και τούτη η ρήση παρά τους πολλούς αιώνες απο το δικό του πέρασμα στο επέκεινα, μένει να νοηματοδοτεί τον λόγο ύπαρξης της ανθρωπότητας ολάκερης, να δίνει δύναμη και αξία στον κάθε έναν απο εμάς για όσο βρισκόμαστε εδώ και σημασία για τους επόμενους που τυχόν θα αντικρίσουν αθέλητα ή ηθελημένα, το όποιο έργο μας στον κόσμο του μέλλοντος.

Ο εκλιπών Μίμης Πλέσσας βεβαίως δεν είναι ο οιοσδήποτε. Και δεν είναι ο οιοσδήποτε διότι απο πολύ νωρίς συναισθάνθηκε τούτο το βαθύ υπαρξιακό νόημα που δίνει αξία στον άνθρωπο.

 Είναι εκείνος όπου μέλλει να μείνει για πάντα εδώ, αποτυπωμένος σε ταινίες, σε συνθέσεις μουσικές, σε θετική σκέψη και στιγμές για όσους έλαβαν την μεγάλη τύχη να τον γνωρίσουν απο κοντά, μα και όσοι δεν είχαν αυτήν την τύχη, μέλλει να τον θυμούνται, διότι άνθρωποι ως ο Μίμης Πλέσσας είναι αναγκασμένοι θα έλεγε κανείς να τους θυμούνται

Και μάλιστα να τους θυμούνται με εξαιρετική αγάπη, με θετικότητα, με την θαλπωρή ενός ήλιου πνευματικού που ζεσταίνει τις ψυχές όσων στάθηκαν κοντά του στους καιρούς που έζησε και στους καιρούς που και οι σύγχρονοι του μέλλει να χαθούν.

Και τούτο οφείλεται ακριβώς τόσο στον όγκο όσο και στην ποιότητα του παραγόμενου έργου τους. Οφείλεται στην ποιότητα της ψυχής τους κατά βάση μιάς και η μουσική, η γραφή, η ζωγραφική το οτιδήποτε δεν είναι παρά τα εκφραστικά εργαλεία της ψυχής μας.

Οφείλεται στην στάση της ζωής τους απέναντι στους άλλους. Οφείλεται στην αγάπη τους την ίδια για αυτό το μικρό ή μεγάλο μεσοδιάστημα που ορίζουμε ως ανωτέρω  εθίχθει, σαν ζωή.

Για την περίπτωση του Μίμη Πλέσσα, θεωρώ πως κανείς δεν έχει να παραπονεθεί. Τόσο για το έργο όσο και για τον άνθρωπο. Διότι καλλιτέχνες υπάρχουν πάρα πολλοί ανά τους αιώνες. Καλλιτέχνες αξιολογότατοι. Άνθρωποι όμως και καλλιτέχνες, προσωπικότητες οι οποίοι να συνδιάζουν άριστα τούτες εδώ τις δυό ποιότητες, ελάχιστοι.

Άνθρωποι εργατικοί προς το θετικό, άνθρωποι δημιουργικοί, δραστήριοι, πολυσχιδείς υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε, όμως στην περίπτωση Πλέσσα, ο συγκερασμός ποιότητας ανθρώπου και ψυχής ενδεδυμένης με εξαίσια μουσική και βίο έμπλεο πραότητος, είναι πολύ σπάνιο να ξαναυπάρξει για τις επόμενες ίσως γενιές αυτού του τόπου.

Τελικά το ερώτημα που πάντοτε πλανάται, το εάν ο άνθρωπος κάνει την εποχή του ή το εάν η εποχή του γεννά ανθρώπους άξιους λόγου, εδώ έχει μιάν σαφή απάντηση.

 Σαφώς και ο άνθρωπος διαμέσου της ποιότητας που τον ξεδιακρίνει απο το σύνολο, κάνει την εποχή του κι όταν αυτός χαθεί αναγκαστικά μιάς και όλα κάποτε τελειώνουν, τα πάντα μετουσιώνονται μα ποτέ δεν χάνονται εντελώς, σε κάτι άλλο. Αυτό το “άλλο’ που όσο ζεί αυτός ο άνθρωπος ενδεδυμένος το σαρκίον του, τον διέκρινε απο τους συγχρόνους του, τους “παραλλήλως διαβιούντες” και συνοδοιπόρους.

Και πράγματι η περίπτωση Πλέσσα είναι ξεχωριστή. Και όσο τα πράγματα μοιάζουν σκοτεινά για τον Πολιτισμό μας, όσο οι καιροί μοιάζουν φρικτοί και δίχως πολιτιστικό όραμα, όσο οι νάνοι του Πολιτισμού ρίχνουν επάνω μας μεγάλες σκιές ενώ ο ήλιος στέκει χαμηλά κατά την ρήση του Αυστριακού συγγραφέα Κάρλ Κράους, τόσο άνθρωποι ως ο Μίμης Πλέσσας ξεχωρίζουν, διακρίνονται πιο ξεκάθαρα μπροστά στα μάτια μας, καθίστανται παραδειγματικοί φάροι και πολιτισμικές οάσεις μέσα στην έρημο που στις μέρες μας είναι ο κανόνας και οχι η εξαίρεση.

Μα ας μην κλείσει αυτό το μικρό in memoriam κείμενο με απαισιοδοξία. Ο Πλέσσας ο αγαπητός σε όλους αυτός άνθρωπος, δάσκαλος και καλλιτέχνης, δεν θα το ήθελε να καταλήγει ποτέ έτσι.

 Υμνητής του θετικού, θιασώτης της αισιοδοξίας, λάτρης της ζωής,, άνθρωπος πράος, συνεργάσιμος που ποτέ δεν δασκάλισε και για αυτό ακριβώς όσοι τον γνώρισαν μιλούν για δάσκαλο.

Πάντα υπό της αενάου μαθητείας διαθέσεως. Πάντα ένα παιδί που κοιτούσε την ομορφιά αυτού του κόσμου και που με ευγένεια την ξεχώριζε απο την ασχήμια.  Με εκείνο το ανήσυχο μα συνάμα και ήρεμο βλέμμα του ανθρώπου που ξέρει κατα που βαδίζει, έχει όραμα, μα δεν ονειροβατεί και διαθέτει πλούσια ευγένεια ψυχής που απλόχερα μοιράζει γύρω του.

Τόση όση η ευγένεια του, που θα κάνει όλους εμάς σαν ακούμε ένα απο τα τόσα του έργα να τον έχουμε πάντοτε απέναντι μας με εκείνο το μειδίαμα του ανθρώπου που ξέρει πολύ καλά το γιατι ήρθε σε αυτή την ζωή και που δεν έχασε δευτερόλεπτο απο το δώρο της ύπαρξης.

 Μα και που ποτέ δεν χρησιμοποίησε το δώρο αυτό μοναχά για τον εαυτό του. Το χρησιμοποίησε δοτικά και προς όλους εμάς. Όσους τα έφερε η ζωή να γνωρίσει μα και όσους ποτέ δεν είδε το πρόσωπο τους. Διότι οι πραγματικοί άνθρωποι, οι πραγματικοί καλλιτέχνες πέρα απο το έμφυτο ή καλλιεργημένο τους ταλέντο, έχουν και μιάν άλλη ιδιότητα ζυμωμένη με την ύπαρξη τους.

Μιάν ποιότητα που την λέμε δοτικότητα αθέλητη που φωτίζει τις ψυχές των ανθρώπων. Δεν πάνε στον Παράδεισο, δεν πάνε στο Φως, είναι ορισμένοι που είναι οι ίδιοι ΦΩΣ.

Χαίρε δάσκαλε για όσους σε γνώρισαν έτσι.

Χαίρε Καλλιτέχνη πραγματικέ.

Χαίρε άνθρωπε για όλους εμάς, κύριε αν και προ ολίγου τεθνεώς που διατηρείς ακραδάντως αυτόν τον τίτλο τιμής στην ψυχή μας.

Χαίρε Μίμη Πλέσσα.

Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης

Εις εκ των κοσμητόρων Σχολών Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ»

Μέλος τακτικόν της  Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών

Μουσικοσυνθέτης, Δημοσιογράφος και κριτικός Λογοτεχνίας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ