Είναι γεγονός ότι οι μεγαλύτερες κρίσεις στις σχέσεις Εκκλησίας–Πολιτείας στη Ελλάδα συνέπεσαν με ανώμαλες περιόδους της πολιτικής της ιστορίας. Ταυτόχρονα, συνδέθηκαν με τη δημιουργία αρχιεπισκοπικών ζητημάτων, κάτι μάλλον αναμενόμενο ως εκ της σημασίας που διαδραματίζει το πρόσωπο του «Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος» στα πολιτικά πράγματα.

Σε μια από τις πλέον σκοτεινές και δυσερμήνευτες περιόδους της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας αναφέρεται το παρόν βιβλίο που έρχεται να ρίξει φώς στις σχέσεις της διοικούσας Εκκλησίας και της Πολιτείας της περιόδου 1967 – 1974, όπως αυτές διαμορφώθηκαν υπό το κράτος της εγκαθιδρυθείσας την 21η Απριλίου 1967 επτάχρονης δικτατορίας.

Με ενδελεχή έρευνα πηγών και βιβλιογραφίας ο Χάρης Ανδρεόπουλος πραγματεύεται το πρόβλημα, εξετάζοντας και αναλύοντας ζητήματα της εν λόγω περιόδου που αφορούσαν την νομοκανονική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας και τον βαθύ τραυματισμό της (σήμερα συνταγματικά κατοχυρωμένης) αυτοδιοικήσεώς της από σωρεία παρεμβάσεων της δικτατορίας στα εσωτερικά της, που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της εκκλησιαστικής διοικήσεως ώστε να υπηρετηθούν οι ιδεολογικές σκοπιμότητες του καθεστώτος.

Προσεγγίζοντας το όλο ζήτημα επί τη βάσει ιστορικών και νομοκανονικών κριτηρίων, ο συγγραφέας αναδεικνύει, αξιολογεί και ερμηνεύει τις ποικίλες διαστάσεις και προεκτάσεις που είχε η προβληματική αυτή σχέση στη διοίκηση και στη ζωή της ελλαδικής Εκκλησίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της Επταετίας και σε αμφότερες τις φάσεις της: επί Γ. Παπαδοπούλου, με αρχιεπίσκοπο τον Ιερώνυμο Κοτσώνη, και επί Δ. Ιωαννίδη με αρχιεπίσκοπο τον  Σεραφείμ Τίκα.  Ως ιδιαίτερης σημασίας ζητήματα αντιμετωπίζονται το θέμα της διαταραχθείσας κατά το διάστημα της πρώτης φάσης της δικτατορίας (1967 – 1973) νομοκανονικής σχέσης της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το θέμα των δώδεκα εκπτώτων – «ιερωνυμικών» λεγομένων – Μητροπολιτών που δημιουργήθηκε στη δεύτερη φάση της δικτατορίας (Νοέμβριος 1973 – Ιούλιος 1974).

Στο βιβλίο παρουσιάζονται, επίσης, και αναλύονται οι πολιτικές με τις οποίες στα πρώτα κρίσιμα χρόνια της μεταπολίτευσης, επί πρωθυπουργίας Κων/νου Καραμανλή (1974 – 1980), αντιμετωπίσθηκε και εξομαλύνθηκε η κρίση στην Εκκλησία, αλλά και θεμελιώθηκε ο εκδημοκρατισμός της με σειρά συνταγματικών διατάξεων και νομοθετημάτων που ρύθμισαν θετικά τόσο την εσωτερική της λειτουργία, όσο και τις σχέσεις της με την Πολιτεία.

Μία σημαντική μελέτη που βοηθά στην εξέταση, κατανόηση και ανάδειξη των αιτίων και των διαδικασιών μέσω των οποίων η Εκκλησία της Ελλάδος επηρεάσθηκε, συμμετείχε, έδρασε και επέδρασε στις πολιτικές εξελίξεις υπό το κράτος της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974. Το βιβλίο – η έκδοση του οποίου συμπίπτει με τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 – προλογίζει ο ομ. καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, χαρακτηρίζοντάς το ως «ένα έργο – σταθμό για την Εκκλησιαστική Ιστορία, αλλά και εφαλτήριο για περαιτέρω αναζητήσεις σε συναφείς κλάδους, όπως το Εκκλησιαστικό Δίκαιο ή / και η Πολιτική Ιστορία του τόπου μας».

Ο Χαράλαμπος Ανδρεόπουλος γεννήθηκε και ζει με την οικογένειά του στη Λάρισα. Υπηρετεί στη Β/θμια εκπαίδευση ως θεολόγος καθηγητής. Είναι διδάκτωρ Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Α.Π.Θ. και μέλος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη μελέτη θεμάτων της σύγχρονης πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας. Αρθρογραφεί στην «Ελευθερία» Λαρίσης, στο «Amen.gr» και στο προσωπικό του ιστολόγιο (http://religiousnet.blogspot.com).

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ

Είναι γεγονός ότι οι μεγαλύτερες κρίσεις στις σχέσεις Εκκλησίας–Πολιτείας στη χώ- ρα μας συνέπεσαν με ανώμαλες περιόδους της πολιτικής της ιστορίας. Και, συνάμα, συνδέθηκαν με τη δημιουργία αρχιεπισκοπικών ζητημάτων, πράγμα, ίσως, εν τέλει αναμενόμενο ως εκ της σημασίας που διαδραματίζει το πρόσωπο του «Αρχιεπισκό- που Αθηνών και πάσης Ελλάδος» στα πολιτικά πράγματα, καίτοι τούτο ούτε γεω- γραφικώς ακριβολογεί ούτε από την άποψη του κανονικού δικαίου εξηγείται και δι- καιολογείται. Παρεπόμενη συνέπεια των κρίσεων αυτών ήταν και η διατάραξη των σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με τη Μητέρα Εκκλησία, το Οικουμενικό Πα- τριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Στον αποδραμόντα εικοστό αιώνα είναι δυνατόν, ευχερώς, να ανασύρει κανείς στη μνήμη τρία παραδείγματα, τα οποία αποδεικνύουν του λόγου το ασφαλές. Το πρώτο συνδέεται με την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1915-1917). Προ ενός ακριβώς αιώνος, το 1917, μετά την επανένωση του κράτους, με ευθεία παρέμβαση της Πολιτείας, ως αποτέλεσμα του αναθέματος κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου (12.12.1916), διαλύθηκε η Σύνοδος που είχε λάβει μέρος στο ανάθεμα και ορίσθηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, «αριστίνδην σύνοδος», η οποία, μετά την καθαίρεση του Θεόκλητου (Μινόπουλου), εξέλεξε στον Θρόνο των Αθηνών τον Μελέτιο (Μεταξάκη). Αλλά και αυτός επέπρωτο να απομακρυνθεί από τον Θρόνο του, μετά την επικράτηση των αντιβενιζελικών στις εκλογές του 1920, με συνέπεια την επανενθρόνιση του Θεόκλητου. Μετά την Επανάσταση Πλαστήρα, το 1922, και την απομάκρυνσή του για δεύτερη φορά, τον Θεόκλητο διεδέχθη, τελικώς, τον Μάρτιο 1923, ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Χρυσόστομος (Παπαδόπουλος). Εί- χε, όμως, ήδη μεσολαβήσει η μικρασιατική καταστροφή… Το δεύτερο συνδέεται με τη δικτατορία Μεταξά (1936-1941). Το 1938 εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Δαμασκηνός (Παπανδρέου) με μία ψήφο διαφορά από τον εκλεκτό της δικτατορίας Χρύσανθο (Φιλιππίδη). Με υποκίνηση του δικτατορικού καθεστώτος, η εκλογή προσβάλλεται στο Συμβούλιο Επικρατείας, το οποίο, υπό την εκβιαστική πίεση της δικτατορίας, κυριολεκτικώς σύρεται σε ακύρωση της εκλογής με διαφορά μίας ψήφου. Ακολουθεί, και αύθις, συγκρότηση «αριστίνδην συνόδου», η οποία εκλέγει Αρχιεπίσκοπο τον Χρύσανθο και εγκλείει στη Μονή Φανερωμένης, στη Σαλαμίνα, τον γνωστό για τα δημοκρατικά του φρονήματα Δαμασκηνό. Η μοίρα έφερε τον κανονικώς εκλεγμένο Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό να αποκαταστήσει στον Θρόνο του, με απόφαση «Μείζονος Συνόδου», η κατοχική «κυβέρνηση» Τσολάκο- γλου, την οποία ο Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει μετά την κατάληψη της χώρας από τα γερμανικά ναζιστικά στρατεύματα. Εντούτοις, ο Δαμασκηνός, καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής, αντιστάθηκε σθεναρώς στους κατακτητές και στάθηκε δίπλα 16 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Μ. ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ στον χειμαζόμενο λαό, μετά δε την απελευθέρωση και κατά τον εμφύλιο πόλεμο, που δυστυχώς ακολούθησε, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράματα της εποχής εκείνης έως και του θανάτου του, το 1949. Το τρίτο παράδειγμα συνδέεται με την επταετή δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974). Και στην περίπτωση αυτή, η άλωση της διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος και ιδίως η αντικατάσταση του Αρχιεπισκόπου επετεύχθη με την απομά- κρυνση από τον Θρόνο, με νομοθετική παρέμβαση, του Χρυσόστομου (Χατζησταύ- ρου), τον ορισμό «αριστίνδην συνόδου» και την ανάδειξη του Πρωθιερέα των Ανα- κτόρων Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμου (Κοτσώνη), ο οποίος και παρέμεινε ως Αρχιεπί- σκοπος έως της οριστικής παραιτήσεώς του το 1973. Τη διαφοροποίηση σε σχέση με τα προηγούμενα παραδείγματα στην περίπτωση της δικτατορίας των συνταγματαρ- χών συνιστά η ανατροπή της υπό τον Γ. Παπαδόπουλο ηγεσίας, μετά και από τα γε- γονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου, από τον ταξίαρχο Δ. Ιωαννίδη, ο οποίος προχώρησε και στην αλλαγή Αρχιεπισκόπου με την ανάδειξη στον Θρόνο των Αθη- νών του Σεραφείμ (Τίκα), από μια σύνοδο κανονικών Ιεραρχών, που αποκλήθηκε «πρεσβυτέρα Ιεραρχία». Η δεύτερη αυτή φάση της δικτατορίας οδήγησε στην εθνική τραγωδία της εισβολής και καταλήψεως μεγάλου μέρους της Κύπρου, στα εκκλησια- στικά δε πράγματα σε μια πρωτοφανή κρίση, η οποία συνεχίσθηκε σχεδόν έως και στις ημέρες μας. Την περίοδο αυτή, της επταετίας (1967-1974), στο πεδίο των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, έχει ως αντικείμενο η μετά χείρας πραγματεία του κ. Χ. Ανδρεόπου- λου, η οποία απετέλεσε, στην αρχική μορφή της, τη εναίσιμη διδακτορική του δια- τριβή στο Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με επιβλέποντα κα- θηγητή τον λόγιο Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου, Καθηγητή της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, κ. Ανδρέα Νανάκη. Βεβαίως, έως σήμερα, έχουν γραφεί πολλά και από πολλούς για όψεις και ζητή- ματα της περιόδου αυτής. Το πρώτον όμως επιχειρείται με την παρούσα διατριβή η συνολική και συστηματική περιγραφή και αποτίμηση της περιόδου αυτής. Η άρτια και λεπτολόγος συγκέντρωση του υλικού, η αναλυτική εκδίπλωσή του, η παρουσία- ση όλων των έως σήμερα εξενεχθεισών απόψεων επιμέρους ζητημάτων και η κριτική θεώρησή τους, με οξυδέρκεια και ευθυκρισία, αποτελούν ένα εγχείρημα το οποίο απαιτεί μεγάλη επιμέλεια, άριστη γνώση του πλήθους των πηγών και της βιβλιογρα- φίας, εδραία επιστημονική κατάρτιση και αντικειμενική κρίση. Τα προαπαιτούμενα αυτά πληροί η συγγραφή του κ. Ανδρεόπουλου έτσι, ώστε η μετά χείρας διατριβή όχι μόνο να αποτελεί ένα έργο-σταθμό για την εκκλησιαστική ιστορία, αλλά και εφαλτήριο για περαιτέρω αναζητήσεις σε συναφείς κλάδους, όπως το εκκλησιαστικό δίκαιο ή/και η πολιτική ιστορία του τόπου μας. Αξίζει δε πρόσθετος έπαινος στον συγγραφέα του παρόντος έργου, το οποίο ευ- χαρίστως αποδέχθηκα να προλογίσω, διότι ο κ. Ανδρεόπουλος, δόκιμος ήδη και πο- λυγραφώτατος ερευνητής, εμόχθησε και έφερε σε αίσιο πέρας την πραγματεία του αυτή παραλλήλως προς την εύορκη επιτέλεση των διδακτικών του καθηκόντων στη Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ 1967-1974 17 δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Για όλους αυτούς τους λόγους, του αξίζουν ολόθυμα συγχαρητήρια και η ευχή να συνεχίσει με τον ίδιο ζήλο το διδακτικό, ερευνητικό και συγγραφικό του έργο.

ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ