Μια φλογερή καταβύθιση στην ελευθερία της αγάπης και τη γυναικεία αλήθεια
Ράνια Γάτου
Ποιήτριας, Δοκιμιογράφου& Ερευνήτριας, Εικαστικού
Αφιερώνεται με βαθύ σεβασμό και θαυμασμό στην εξαιρετική Λυδία Κονιόρδου, η οποία μέσα από την αξεπέραστη ερμηνεία της ανέδειξε την ψυχή και το πάθος της Ελένης, χαρίζοντας στο κοινό μια εμπειρία θεάτρου που ξεπερνά τα όρια του χρόνου και της Ιστορίας
Κι ίσως τελικά, η πιο σκληρή δίκη δεν είναι αυτή που δέχεται μια γυναίκα από την κοινωνία, αλλά εκείνη που δίνει η ίδια μέσα της, για να υπερασπιστεί την καρδιά της χωρίς να την προδώσει…
Υπάρχουν μορφές που δεν ανήκουν μόνο στην Ιστορία, αλλά και στη συνείδηση της ανθρωπότητας. Μορφές που κουβαλούν μύθους, ενοχές, προβολές – όχι δικές τους, αλλά του κόσμου που τις κοιτά. Η Ελένη είναι μία από αυτές. Σώμα και σύμβολο μαζί, γυναίκα και αίνιγμα, όνομα που στοίχειωσε αιώνες πολέμου, ποίησης και ηθικής καταδίκης. Μα ποια ήταν η Ελένη όταν σώπασαν τα έπη και έμεινε μόνη με τον καθρέφτη της;
Στο λυκόφως των μύθων και της Ιστορίας, εκεί όπου οι γυναίκες φορτώνονται αμαρτίες που δεν τους ανήκουν, επιστρέφει η Ελένη της Σπάρτης – όχι ως θέαμα, αλλά ως φωνή. Η παράσταση «Ελένη. Η δική μας πόρνη», του Μιγκέλ Ντελ Άρκο, σε σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία του Χρήστου Σουγάρη, ήρθε για να συγκλονίσει.
Κι η Λυδία Κονιόρδου, στο ρόλο της Ελένης, δεν ερμηνεύει απλώς – ενσαρκώνει την ίδια την έννοια της υπαρξιακής εξέγερσης. Το κοινό του Δημοτικού Θεάτρου Βόλου, στις 20 Ιουλίου 2025, βρέθηκε μπροστά σε μια τελετουργία κάθαρσης, όπου το αρχέτυπο της «πόρνης» διαλύεται μέσα από μια ωδή στην ελευθερία της αγάπης.
Η Ελένη, έτσι όπως τη φαντάζεται ο Ντελ Άρκο και την ερμηνεύει η Κονιόρδου, δεν είναι η προδότρα πατρίδων ούτε το αντικείμενο πόθου που εξουσιάζει με το κάλλος της. Είναι μια γυναίκα που τολμά να επιλέξει. Να πει «ναι» στον έρωτα και «όχι» στις συμβάσεις. Η παράσταση εμβαθύνει στο πιο ριζοσπαστικό από τα ανθρώπινα δικαιώματα: την ελευθερία να αγαπάς, να ανήκεις εκεί όπου σε καλεί η καρδιά και όχι εκεί όπου σε φυλακίζει η κοινωνία.
Το δικαστήριο που στήνεται στη σκηνή είναι καθρέφτης όλων των δικών που δέχεται η γυναικεία φύση ανά τους αιώνες. Μια κοινωνία που Κρίνει, Στιγματίζει, Λασπολογεί, Καταδικάζει, χωρίς ποτέ να ρωτήσει: ποια ήταν η Ελένη όταν δεν την κοιτούσαν οι άλλοι;
Η Κονιόρδου στέκεται σαν ιέρεια πάνω σε μια σκηνή που πάλλεται από ρυθμό, πάθος και εκ βαθέων αλήθεια. Δεν υπερασπίζεται – μαρτυρεί. Κι αυτό κάνει την παράσταση κάτι παραπάνω από θεατρικό έργο: την κάνει μανιφέστο.
Η Ελένη, όπως αναδύθηκε από τη σκηνή του Βόλου, είναι το σύμβολο όλων όσων αγάπησαν χωρίς άδεια, αμφισβήτησαν την ενοχή που τους επέβαλαν, στάθηκαν γυμνοί απέναντι στην Ιστορία και τόλμησαν να την ξαναγράψουν. Η φράση της: «Πήρα μόνο μια απόφαση. Να αγαπώ. Την απόφαση να αγαπώ έναν άνδρα, τον Πάρη» αναβλύζει ως λυτρωτική κραυγή μέσα στον βόμβο μιας ανθρωπότητας που ξεχνά πως κάθε ετυμηγορία εις βάρος της γυναίκας είναι ετυμηγορία εις βάρος της ίδιας της ελευθερίας.
Η παράσταση του Χρήστου Σουγάρη δεν προσφέρει απαντήσεις – ανοίγει πληγές. Κι αυτό είναι το ύψιστο χρέος της Τέχνης: να κάνει την αλήθεια να πονά όσο χρειάζεται για να ξυπνήσει η ανθρώπινη συνείδηση, να ανακτήσει τη χάρη της ευαισθησίας και να σταθεί ξανά απέναντι στην αλήθεια χωρίς φόβο.
Στη στιγμή που η Ελένη γύρισε προς το κοινό και ψιθύρισε «πήρα μόνο μία απόφαση, να αγαπώ. Ίσως τη μοναδική στη ζωή μου. Την απόφαση να αγαπώ έναν άνδρα, τον Πάρη»! η σιωπή στην αίθουσα ήταν απόκοσμη – σχεδόν θρησκευτική. Κανείς δεν ανάσαινε. Οι τοίχοι έμοιαζαν να τρέμουν κάτω από το βάρος της αλήθειας. Εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχαν ρόλοι, δεν υπήρχε θέατρο – υπήρχε μόνο ένας ανοιχτός λυγμός που διέσχιζε το σώμα της Ιστορίας και έφτανε κατευθείαν στην καρδιά μας. Μια ρωγμή σχηματίστηκε στον αέρα, σαν να ράγισε η ίδια η συνείδηση της Ιστορίας. Η σιωπή που ακολούθησε δεν ήταν απλώς ησυχία θεατρικής ευγένειας – ήταν ιερή. Ο χρόνος σταμάτησε. Και για μια στιγμή, είχαμε όλοι γίνει μάρτυρες μιας αποκάλυψης – όχι μόνο για την Ελένη, αλλά για κάθε γυναίκα που κατηγορήθηκε επειδή αγάπησε, για κάθε άνθρωπο που σύρθηκε σε δίκη επειδή ήταν αληθινός.
Η Ελένη δεν είναι απλώς το άσβεστο πάθος που καίει την ψυχή· είναι η ζωηρή έκσταση που ξεπερνά τα όρια, η ελευθερία που ανασαίνει σαν απαλό αεράκι αλλά και σαν τρικυμία που σαρώνει δεσμά και συμβάσεις, μια ανυπότακτη δύναμη που γεννά το θάρρος να αγαπάς χωρίς όρους και να ζεις πέρα από κάθε επιβολή Η Ελένη ενσαρκώνει όχι μόνο το ανεξίτηλο πάθος που αγγίζει τα βάθη της ψυχής, αλλά και την ακατάλυτη ελευθερία που ξεπερνά τα στερεότυπα, μια εσωτερική φλόγα που φωτίζει διακριτικά τον δρόμο της αληθινής επιλογής και της αυθεντικής ύπαρξης.
Ίσως τελικά η πιο ανελέητη δίκη δεν είναι αυτή που στήνει η κοινωνία για να καταδικάσει μια γυναίκα επειδή αγάπησε — αλλά η μυστική, αθόρυβη δίκη που διεξάγεται μέσα της. Εκεί, μπροστά στον καθρέφτη, χωρίς χειροκρότημα, χωρίς ακροατήριο, χωρίς έλεος. Κι αν υπάρχει μεγαλείο, δεν είναι στο να νικήσει — είναι στο να σταθεί όρθια. Να πει “Ναι, αγάπησα. Και δεν μετανοώ.” Αυτή είναι η Ελένη που αγγίζει τις πιο βαθιές όψεις της ανθρώπινης φύσης, μια μορφή που δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη για το φως της — το φως που προκαλεί αναστοχασμό πέρα από κάθε κρίση και προκατάληψη. Και καθώς η φλόγα της αγάπης καίει ακόμη ανεξίτηλη στις ψυχές μας, ας θυμόμαστε πως η αλήθεια δεν είναι ποτέ απλή σκιά να κρυφτεί, αλλά το αδάμαστο φως που διασχίζει και ραγίζει τα πιο αδιάβατα τείχη της Ιστορίας. Μόνο μέσα από τις ρωγμές αυτής της φωτιάς ανασαίνει η ελευθερία, κι εκεί ανθίζει η ανθρωπιά — εκεί όπου το θάρρος να αγαπάς γίνεται επανάσταση, κι η σιωπή σπάει σαν γυαλί, αφήνοντας να φανεί το αληθινό πρόσωπο της ψυχής.




