Της Ανθούλας Δανιήλ

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 29 Απριλίου του 1863 από τον πλούσιο έμπορο Πέτρο Ιωάννη Καβάφη  και την Xαρίκλεια, θυγατέρα του Γεωργάκη Φωτιάδη, επιφανούς  Κωνσταντινουπολίτη.

Οι οικονομικές περιπέτειες της οικογένειας επέφεραν μετακινήσεις·  Αλεξάνδρεια,  Λίβερπουλ, Λονδίνο, Λίβερπουλ, Αλεξάνδρεια, Κων/λη και, οριστικά πια, το 1885, πίσω στην Αλεξάνδρεια. Στα 1907 εγκαταστάθηκε στο σπίτι της  οδού Λέψιους, αρ. 10, όπου  έμεινε μέχρι το θάνατό του. Σ’ αυτό το σπίτι, που σήμερα είναι μουσείο, δέχτηκε τον E. M. Forster, τον Μαρινέτι, τον Αndre Mourois, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Κώστα Ουράνη, την Μυρτιώτισσα. Πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του, στις 29 Απριλίου του 1933, από καρκίνο στο λάρυγγα, αφού πριν είχε δει  όλα τα μέλη της οικογένειάς του να πεθαίνουν.

Για τον Κωνσταντίνο Καβάφη έχουν ειπωθεί πολλά, έχουν γραφτεί πάρα πολλά και ακόμα πιο πολλά θα βρίσκονται στην αναμονή για να ειπωθούν και να γραφτούν και αυτό σημαίνει πως, ασχέτως από το αν το σαρκίο του κατέληξε το 1933, το έργο του δεν θα καταλήξει ποτέ. Και δεν θα καταλήξει ποτέ γιατί σε κάθε μεγάλο έργο, κάθε εποχή, οφείλει  μια νέα ανάγνωση, ερμηνεία, διδασκαλία. Την παρουσία του Καβάφη στο αέναο παρόν, επιτρέψτε μου τη διατύπωση, του την εξασφάλισε η πάντοτε επίκαιρη ποίησή του, με τη λεπτή ειρωνεία του, τον στοχασμό του, τον διδακτισμό του, τον ερωτισμό του, τη βαθιά  κατανόηση των ανθρώπινων πραγμάτων, που είναι, τραγικά εφήμερα, στη ροή του χρόνου αφημένα, της ιστορίας έρμαια.

Ο Καβάφης διείδε το παρόν μέσα από το παρελθόν. Ή, αλλιώς, το παρελθόν  τού φώτισε το παρόν. Η ενασχόληση, επομένως, με το έργο του μας κάνει όλους πιο σοφούς, πιο σοβαρούς και πιο θλιμμένους, κι ας αρχίζουμε κάθε μέρα με μια χαμογελαστή «Καλημέρα», εφόσον οι μέρες που φεύγουν είναι σαν τις πέτρες που  στοιβάζονται πίσω μας. Και όσο αυτές στοιβάζονται, τόσο εμείς φεύγουμε, οι άνθρωποι που αγαπάμε φεύγουνε, τα νιάτα μας, οι έρωτες, όλα φεύγουνε.

Και για να μπω στα σημερινά μελοποιημένα. Οι «Θερμοπύλες» θα πέσουν, ο Εφιάλτης θα φανεί, οι Βάρβαροι θα διαβούνε. «Επήγα» λέει. Πού; «Στες απολαύσεις, που μισο πραγματικές μισο γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν Η «αγαπημένη αίσθηση» θέλει να επιστρέψει, «Επέστρεφε», ικετεύει. Η συμβουλή εις εαυτόν: «Όσο μπορείς». Μπορεί όμως; Λόγω δειλίας, διχασμένος ανάμεσα στο μεγάλο Ναι και το μεγάλο Όχι είναι. Βασανισμένος από την ανάμνηση της «Ηδονής» από την ανίατη «Μονοτονία», με τις αγαπημένες «Φωνές» αυτών που έχουν πεθάνει, στο μυαλό να επιστρέφουν.

Οι μελετητές λένε πως ο Καβάφης  είναι ο ποιητής που εξέφρασε καλύτερα από κάθε άλλον την εποχή του. Το στίγμα που άφησε στους νεότερούς του μόνο με του Καρυωτάκη συγκρίνεται ή και αντίστροφα, του Καρυωτάκη μόνο με του Καβάφη συγκρίνεται.

Από άποψη τεχνικής, στάθηκε στο όριο «όπου η ποίηση απογυμνώνεται προσεγγίζοντας την πρόζα», σχολιάζει ο Σεφέρης (Δοκιμές, α΄, 345). Με άλλα λόγια, στέκεται στην αιχμή, λίγο πιο κει ή λίγο πιο δω, πρόζα ή  μελό. Ίσως εκεί οφείλεται ότι διαβάζεται και κυρίως μεταφράζεται πιο εύκολα. Τυχερός ως προς αυτό, ενώ άντε να μεταφράσεις Ελύτη ή Σολωμό. Και πάλι συνεχίζει ο Σεφέρης: «Συλλογίζομαι τον Καβάφη, καθώς προσέχω τη χαμηλή τούτη χώρα (την Αίγυπτο). Τέτοια είναι η ποίησή του· πεζή… Πρέπει να πάει κανείς στην Αλεξάνδρεια για να καταλάβει πώς δούλεψε ο Καβάφης … είναι ζήτημα αν θα μπορούσε να βρει αλλού μιαν τέτοιαν αίσθηση της λιμνάζουσας διάλυσης, της ματαιότητας της ανθρώπινης προσπάθειας και του αισθησιακού μηδενισμού που τόσο καλά έδωσε στην ποίησή του» (Μέρες Δ΄ Δευτέρα, 16 Ιουνίου 1941, σελ. 101).

Και περνάμε τώρα στις εξαίσιες  μουσικές και φωνές που συνέθεσε ο ίδιος, και μας το είπε, σαν να μας παρακινούσε να αναζητήσουμε πίσω από τους σχεδόν πεζολογικούς του στίχους την κρυμμένη αρμονία, την οποία διείδαν πολλοί μουσικοί και ο καθείς και τα όπλα του, την ανέδειξε. Γιατί μελοποιήσεις καβαφικών ποιημάτων έχουν γίνει πολλές. Θα θυμίσω μόνο τα «ποιητικά τα μάτια του» του Μάνου Χατζιδάκι και την Τετραλογία του Δήμου Μούτση, γιατί μια μικρή έρευνα στο διαδίκτυο με ενημέρωσε πως αν ήθελα να αναφέρω όλους εκείνους που τον μελοποίησαν θα έπρεπε να κάνουμε πολυήμερο Συνέδριο. Γι αυτό, και για να διασκεδάσουμε πιο πολύ, θα αναφερθώ στις 10 inventions που μελοποίησε ο Δημήτρης Μητρόπουλος και η επίσημη πρώτη δόθηκε τον Ιούνιο του 1927, στην αίθουσα του Ωδείου Αθηνών. Τα ποιήματα εκείνα ήταν : «Μακρυά», «Να μείνει», «Για νάρθουν», «Το διπλανό τραπέζι», «Μέρες του 1903», «Γκρίζα», «Εν τη οδώ», «Ο ήλιος του απογεύματος», «Έτσι πολύ ατένισα», «Επήγα». Και την άλλη μέρα οι εφημερίδες οργίασαν: «Είναι αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς τα θέματα και να ανακαλύψει αλληλουχίαν μελωδίας. Εξ άλλου η εξεζητημένη ατονικότης … και η φουτουριστική αρμονία φθάνουσα μέχρι παραφωνιών, παρέχουν δυσάρεστον και εκνευριστικήν εντύπωσιν». Άλλη εφημερίδα γράφει: «Ιδιαιτέρως η σειρά των δέκα τραγουδιών του Καβάφη  – αλήθεια δεν μπορούσε ο Μητρόπουλος να επιτύχει τίποτε το αντιαισθητικότερο, αντιμουσικότερο, αντιποιητικότερο σ’ όλη την ελληνική φιλολογία- καταντά εντελώς απαράδεκτη για λόγους απολύτως καλλιτεχνικής ηθικής». Άλλος πάλι  χαρακτηρίζει τις συνθέσεις «ψεύτικα και ανθυγιεινά κατασκευάσματα» και άλλος «άρρυθμα πεζολογήματα της ακατανόμαστης ποιήσεως του Καβάφη».

Ένα χρόνο μετά όμως, ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης, στις 5 Φεβρουαρίου 1928, γράφει: «Είσθε σε θέση, κύριοι κριτικοί, να νιώσετε γιατί η απλή γραμμή των τραγουδιών του Μητρόπουλου απάνω στου Καβάφη τα τραγούδια είναι το πιο ελληνικό, στην εσώτατη σημασία της λέξης, δημιούργημα που έχει γίνει;

Και φτάνουμε στις 20 Οκτωβρίου του 1932, δηλαδή πέντε χρόνια μετά, όταν το ζεύγος Κώστας και Ελένη Ουράνη δίνουν μεγάλη δεξίωση στο Μέγαρό τους και ο Δημήτρης Μητρόπουλος παίζει στο μοναχικό πιάνο του σαλονιού τις 10 inventions, παρόντος του ποιητή που έφευγε την άλλη μέρα για την Αλεξάνδρεια και «μια μεγάλη μια ωραία έκπληξη -και απόλαυση-  περίμενε τους ευτυχισμένους που είχαν προσκληθεί από τον κύριο και την κυρία Ελένη Κ. Ουράνη… Ο Μητρόπουλος, ο θαυμάσιος μουσικός μας, έπαιξε στο πιάνο τραγούδια του αλεξανδρινού ποιητή μελοποιημένα από τον ίδιον». Και εδώ, ας σταθώ, που λέει και ο Καβάφης, και ας στοχαστώ: τι μεσολάβησε στα πέντε αυτά χρόνια και άλλαξε άρδην το τοπίο; η ευαισθησία του κοινού, που παρακολούθησε την εκδήλωση, η ενημέρωση των παρακολουθησάντων; Ήταν και κριτές –δημοσιογράφοι, ανάμεσα στους «ευτυχισμένους»; Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μήπως; Ή…, και κυρίως αυτό, οι οικοδεσπότες και ποια η σκοπιμότητα της εκδήλωσης;;;.

Και από τότε πέρασαν σχεδόν εκατό χρόνια και οι απόπειρες για μελοποίηση έγιναν κι αυτές εκατό. Επομένως, όσο και αν λέμε πως του Καβάφη η ποίηση είναι δύσκολη για μελοποίηση, έχει και αυτή τα κλειδιά της, αρκεί να ξέρει ο μουσικός προς τα πού να γυρίσει την κλείδα.

Και, αισίως, φτάσαμε στο σήμερα., «Επήγα», «Επέστρεφε», «Όσο μπορείς», «Che fece… il gran rifiuto», «Ηδονή», «Μονοτονία», «Φωνές», «Θερμοπύλες» ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ποιημάτων που αποτέλεσαν το ισχυρό κέντρισμα για την μουσικό· για την περίσταση την  Τζένη Τσίλη.

Σκέφτομαι, ακούγοντας  τις «Φωνές», τη φωνή· πως βγαίνει, λες από τα βάθη του είναι για να κορυφωθεί, να εκταθεί, να καταλάβει το μέγιστο ύψος της κλίμακας,  για να αποδώσει εκείνο που ο ποιητής έδωσε στις λέξεις του. Η μουσική ερμηνεύει το ποίημα. Συνιστά μια άλλη ανάγνωση. Κάθε ανάγνωση είναι μια άλλη ερμηνεία. Η μουσική είναι μια άλλη ανάγνωση που μου αποκαλύπτει το αίσθημα του ποιητή. Τολμώ να πω, με ταυτίζει μαζί του.

Γι αυτό και στην ερμηνεία οι λέξεις ακούγονται καθαρά μία – μία, τονισμένες έτσι, ώστε να αποδίδουν το νόημά τους στον απόλυτο βαθμό. Και αυτό το αργό βάδισμα δίνει την εντύπωση πως ο ίδιος ο Καβάφης έτσι θα το απάγγελε, συγκρατημένα, να μην φαίνεται το συναίσθημα, να κρατιέται στην κόψη της φράσης  -σαν μουσική- ισορροπεί ανάμεσα στο εδώ και στο χάος.  Όπως, επίσης  η κορύφωση στη φράση «ιδανικέεεες φωνές» και στην άλλη στροφή «και με τον ήηηηχο των». Η μουσική να υπογραμμίζει δραματικά τη φωνή, το λεπταίσθητο πιάνο να συνωμοτεί και το τραγούδι να τελειώνει με το αποφασιστικό: «ομιλούνε». Σαν η Τσίλη να είχε στο νου της ότι «ο Καβάφης είναι στην ποίηση ό,τι ο Πιραντέλο στο θέατρο και  ο Ραβέλ στη μουσική. «Η τζαζμπάντ… της τέχνης». Έγραφε κριτικός στο περιοδικό Κριτική στα 1925.

Ο Γισδάκης με την αγγελική χροιά της φωνή του, με τα λεπτά λυγίσματά της, πατώντας στα μουσικά ίχνη που του έστρωσε η Τζένη Τσίλη, μας δίνει όχι μόνο την έννοια και τον ήχο της λέξης, αλλά και τον εσώτερο κυματισμό της ψυχής, αποδίδοντας το νόημα και το αίσθημα του στίχου.

Εκείνο που, τελικά, θέλω να τονίσω είναι ότι ο λόγος δεν υποτάχτηκε στη μουσική, αλλά υπογραμμίστηκε από τη μουσική, παραμένοντας κυρίαρχος ως λόγος δημιουργός που θα έλεγε ο Σικελιανός.

Να ευχηθώ καλή διαδρομή στα καλλιτεχνικά στέκια και να συγχαρώ την Τζένη και τους συνεργάτες της, Βασίλη Γισδάκη (τραγούδι), Γιώργο Μάκαρη (κλασ. & ηλ. κιθάρα), τη Στέλλα Ζιοπούλου (βιολί), τη Ζωή Βαφειάδη (όμποε), Αλκαίο Σουγιούλ (Μαντολίνο), Σταύρο Παργινό (βιολοντσέλο), Βαγγέλη Ζωγράφο (κοντραμπάσο), Ορέστη Γράβαρη (ντραμς) για την ωραία συνεργασία τους.

 

*Το κείμενο αυτό εκφωνήθηκε ως  Προλόγισμα στην παρουσίαση του δίσκου της Τζένης Τσίλη  «Ένας άλλος Καβάφης» στο Βιβλιοπωλείο Ιανός, στις 20 Οκτωβρίου 2018.

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ