Ο Αχιλλέας Νταβέλης, εξελέγη Πρόεδρος του Συνδέσμου Θεσσαλικών Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΘΕΒ) το 2016

Ο Αχιλλέας Νταβέλης, εξελέγη Πρόεδρος του Συνδέσμου Θεσσαλικών Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΘΕΒ) το 2016 ενώ πρωτίστως (2010-2016) κατείχε τη θέση του μέλους του Δ.Σ. Επίσης, είναι  Πρόεδρος και  Διευθύνων Σύμβουλος στο ANIMUS ΚΕΝΤΡΟ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ.

-Εάν το 2017 θεωρήθηκε ως έτος ορόσημο, για τη μερική σταθεροποίηση   της πολύπαθης ελληνικής οικονομίας, το 2018, πως μπορεί να χαρακτηριστεί  κ. Πρόεδρε;

«Όπως όλοι γνωρίζουμε και βιώνουμε, η περίοδος που διανύουμε είναι περίοδος δοκιμασίας για την Ελλάδα. Η χώρα μας βιώνει μια οικονομική και δημοσιονομική κρίση άνευ προηγουμένου.

Το 2018 έχει ήδη ονομασθεί ως «έτος κλειδί για την οικονομία και τη χώρα», «έτος – ορόσημο για την επαναφορά στην ομαλότητα» και άλλα παρόμοια. Το 2018 είναι πραγματικά δύσκολο έτος, με κρίσιμα ορόσημα, που θα πρέπει να τα ξεπεράσουμε με επιτυχία αν θέλουμε να επανέλθει η κανονικότητα στην οικονομία.

Για να πετύχει η Ελλάδα τον στρατηγικό αυτό στόχο χρειάζεται να εκσυγχρονίσει τη μικρή οικονομία της, ανοίγοντάς τη σε παραγωγικές επενδύσεις με προσανατολισμό πρωτίστως τη βιομηχανία και τις εξαγωγές της και να αποκτήσει σαφή αναπτυξιακό σχεδιασμό. Αυτό θα επιτευχθεί με ρεαλιστική στόχευση, έμφαση στην ενίσχυση κλάδων και τομέων που έχουν ή μπορούν εύκολα να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, μετρημένες εκ των προτέρων τις επιπτώσεις στην ανάπτυξη, πραγματικά χρονοδιαγράμματα και εξασφαλισμένους πόρους για την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου.

Στο σχέδιο αυτό η μεταποίηση θα πρέπει να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ούτως ώστε να μπορέσουν να υλοποιηθούν παραγωγικές επενδύσεις και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Με τη μεταποίηση στην πρώτη γραμμή της έμπρακτης υποστήριξης από τη δημόσια διοίκηση,  θα μπορέσουμε και σαν τομέας της οικονομίας και σαν χώρα συνολικά να ανακτήσουμε τις απώλειες σε όρους ανταγωνιστικότητας των ετών της κρίσης, και να συμβεί έτσι ένας ουσιαστικός προσανατολισμός της εγχώριας παραγωγικής δραστηριότητας στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας».

– Ποια είναι η εικόνα των Θεσσαλικών επιχειρήσεων;

«Παρά τη Διακήρυξη και τις έμπρακτες παρεμβάσεις εκ μέρους της Πολιτείας περί ανεπιφύλακτης στήριξης της επιχειρηματικής Κοινότητας και των παραγωγικών επενδύσεων, προκειμένου να επιτευχθεί σε βραχύ χρονικό διάστημα η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης των εγχώριων επιχειρήσεων καθώς και των επίδοξων επενδυτών  η ψυχολογική ενθάρρυνση για άνθηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη διότι ζούμε σε μία Χώρα που δημόσια δηλώνει ότι διψάει για επενδύσεις αλλά υπόγεια, ανήθικα και αντιφατικά ενθαρρύνει μία κοινωνική αντίληψη που συνεχίζει να ποινικοποιεί την επιχειρηματικότητα και το κέρδος παρ’ ότι είναι το  μοναδικό καύσιμο ανάπτυξης.

Από τις παρεμβάσεις και συζητήσεις μελών του ΣΘΕΒ προκύπτει πως οι επιχειρηματίες αποζητούν διαρθρωτικές αλλαγές και μεγάλες τομές. Φαίνεται πως είναι θετικοί σε νέες επενδύσεις έχοντας κάποια αισιοδοξία αλλά σημειώνουν καταφανέστατα πως το κράτος και το τραπεζικό σύστημα δεν τους βοηθά σε κανένα βαθμό. Ο φόρος προστιθέμενης αξίας παραμένει πολύ υψηλός πλήττοντας τον καταναλωτή, ο οποίος σε συνδυασμό με τη μείωση μισθών αδυνατεί να δώσει χρήματα στην αγορά. Οι περισσότεροι δηλώνουν ότι έχουν επηρεαστεί αρνητικά από την χρηματοοικονομική κρίση αλλά και ότι υπολογίζουν αυτή να κρατήσει τουλάχιστον μια πενταετία ακόμη.

Το τεράστιο πρόβλημα της ρευστότητας λαμβάνει τέτοιες διαστάσεις, που κανένας δε μπορεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του προς το κράτος και προς τρίτους. Οι επιχειρήσεις έχουν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική κρίση και εάν δεν προστατευθούν τότε θα είναι ντόμινο το κλείσιμο των επιχειρήσεων, η αύξηση της ανεργίας και η ύφεση στην αγορά. Επιπρόσθετα, οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για νέα μέτρα σκληρής φορολογικής πολιτικής, το μόνο που επιτυγχάνουν είναι η εμβάθυνση της ύφεσης αφού κανείς επιχειρηματίας δεν θα μπορούσε σε μία τέτοια περίπτωση να βγάλει τα προς το ζην και οι λοιποί πολίτες θα κατανάλωναν  απολύτως τα προς το ζην  γνωρίζοντας τι θα επακολουθήσει. Μολαταύτα, οι επιχειρήσεις αντιστέκονται με πολλές προσωπικές θυσίες από τους ιδιοκτήτες.

Η ανάκαμψη όπως αντιλαμβανόμαστε είναι το ζητούμενο όλων, ο στόχος και η κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουμε. Η παραγωγικότητα θα πρέπει να επανέλθει σε υψηλά ποσοστά και η δημιουργικότητα να γίνει νοοτροπία όλων των πολιτών, ώστε η οικονομία να ξαναλειτουργήσει εύρυθμα. Είναι αναγκαίο λοιπόν, να υπάρξουν ξανά νέες προοπτικές ανάπτυξης κυρίως για νέους ανθρώπους με όραμα, νέες ιδέες, στόχους και όνειρα ώστε να πάει η Ελλάδα μπροστά και όλα να κυλούν ομαλά στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

– Ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση μας διαβεβαιώνουν ότι τον Αύγουστο του   2018 και μετά από οκτώ έτη αναγκαστικών μέτρων, θα έχουμε καθαρή έξοδο,   το πέρας των μνημονίων και την απαρχή μιας ουσιαστικής πορείας για την  ανάκαμψη της οικονομίας. Ποια η δική σας άποψη;

«Τον Αύγουστο του 2018 ολοκληρώνεται το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και σωστά θεωρείται το χρονικό ορόσημο, πέραν του οποίου η Ελλάδα θα έχει ανακτήσει και πάλι την πρωτοβουλία των κινήσεων στον καθορισμό της οικονομικής πολιτικής. Για να πετύχει αυτός ο σχεδιασμός πρέπει να παραμείνουμε προσηλωμένοι στα χρονοδιαγράμματα της τελευταίας αξιολόγησης και ταυτόχρονα να συνεχίσουμε με επιτυχία την προετοιμασία για την οριστική και αυτοδύναμη επάνοδό μας στις διεθνείς αγορές. Μετά τον Αύγουστο και το τέλος της μνημονιακής εποχής, έχοντας την ακέραια ευθύνη για το μέλλον της χώρας, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι δεν υπάρχει επιστροφή στις πρακτικές του χρεοκοπημένου παρελθόντος κι αυτό προϋποθέτει ανάπτυξη με βιώσιμους όρους, εμβάθυνση των προοδευτικών και αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων και στόχευση των δημόσιων δαπανών με βάση το μέγιστο κοινωνικό αποτέλεσμα.

Το βασικό διακύβευμα για την ελληνική οικονομία είναι η έξοδός της στις αγορές. H έξοδος στις αγορές θα σηματοδοτήσει μια ουσιαστική στροφή της ελληνικής οικονομίας όχι μόνο σε εθνική βάση. Θα σημάνει τη λήξη των μνημονίων αλλά και μπορεί να εισέλθει η οικονομία σε μια αναπτυξιακή τροχιά. Η σημαντική “στιγμή”, λοιπόν, είναι ο Αύγουστος του 2018. Πώς θα υποδεχθούν οι διεθνείς κεφαλαιαγορές την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους, αν θα μπορεί δηλαδή η ελληνική οικονομία να αντλεί χρήματα από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, προκειμένου να μπορεί να χρηματοδοτεί το εξωτερικό της χρέος. Αυτό είναι το κεντρικό ζητούμενο».

– Η χώρα όμως χρειάζεται πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% έως το 2022  με βάση τη συμφωνία. Από το 2022 έως το 2060 η χώρα έχει συμφωνήσει επιπροσθέτως σε ετήσια πλεονάσματα του 2% και αυτό από μόνο του μήπως  είναι αντικίνητρο ανάπτυξης και δίνει σοβαρή αφορμή σε κάποιους να το  χαρακτηρίζουν ως “νέο μνημόνιο χρέους”;

«Με τη συμφωνία, για πρωτογενή πλεονάσματα 2% μετά το 2022, θα πρέπει όλοι να γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα θα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωζώνη που θα βρίσκεται σε καθεστώς θετικής εξαίρεσης από το Σύμφωνο Σταθερότητας, με βάση το οποίο θα έπρεπε μετά το 2022 και κατά αναλογία του χρέους μας, να είχαμε πλεονάσματα πολύ – πολύ υψηλότερα, πάνω από το 2,5%, 2,6%.

Η υπόθεση όμως του πρωτογενούς πλεονάσματος δεν είναι μία απλή υπόθεση και για έναν άλλο σπουδαίο λόγο. Με δεδομένη την επίτευξη πλεονασματικών προβλέψεων της τάξης τού 3,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ ετησίως για τα επόμενα πέντε χρόνια, αν αντίστοιχα ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας υπολείπεται του πλεονάσματος αυτού και αγγίξει με βάση τις προβλέψεις του προϋπολογισμού π.χ. το 2%, τότε, και με δεδομένη την κανονική εκτέλεση του προγράμματος, θα κληθεί η πραγματική οικονομία να εισφέρει ετησίως τη διαφορά τού 1% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ, ώστε να καλύπτεται ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος. Αυτό εξαιτίας τού ότι είναι δύσκολα εφικτό, με άλλα λόγια μεταφράζεται είτε σε θεαματική μείωση δημοσίων δαπανών είτε σε περαιτέρω αύξηση των φόρων –με ό,τι βεβαίως αυτό συνεπάγεται για την οικονομία και τη λειτουργία της αγοράς.

Είναι σαφές ως εκ τούτου ότι η λέξη-κλειδί είναι όχι απλά το θετικό πρόσημο στην ανάπτυξη, αλλά μία δυναμική, διαρκής και βιώσιμη ανάπτυξη για πολλά χρόνια, τόσο για την έξοδο της χώρας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου με άρση της αβεβαιότητας, ικανοποιητικές επιτοκιακές αποδόσεις ομολόγων, όσο και για την έξοδο από τις μνημονιακές δεσμεύσεις, καθώς διαφορετικά, με αναιμική ανάπτυξη, δεν θα μπορέσει η χώρα να ανταποκριθεί αξιοπρεπώς στις υποχρεώσεις της χωρίς τις χρηματοδοτικές εκταμιεύσεις των δανειστών.

Η πιστοληπτική γραμμή στήριξης συνοδεύεται πάντα και από ένα μνημόνιο – δεν υπάρχει διαδικασία που να δίνει κάποιος εγγύηση ή χρήματα χωρίς να συνοδεύεται από ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Αλλά τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Οικονομική και Νομισματική Ένωση, όσο και η Ελλάδα, θέλουν να τελειώνουν με τα μνημόνια και θέλουν να τελειώνουν, όχι μόνο γιατί είναι αναποτελεσματικά και τελικά δεν είχαν τα προσδοκούμενα αποτελέσματα, αλλά δεν βοηθούν και στη γενικότερη μεταστροφή που έχει ανάγκη να κάνει η Ευρώπη προς νέες δομές διαχείρισης της κρίσης, της μεγάλης οικονομικής κρίσης, διαχείριση των οικονομικών της ανάπτυξης, διαχείριση της δημιουργίας των νέων θέσεων εργασίας.

Σε αυτή τη συζήτηση όμως πρέπει να βάλουμε και το θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους, δηλαδή οι αγορές δίνουν μηνύματα ότι έτσι όπως είναι η ελληνική οικονομία και το εξωτερικό χρέος θα μπορούσαν να δανειοδοτούν την ελληνική οικονομία με ένα λογικό επιτόκιο. Δεν έχουμε βάλει όμως την παράμετρο αναδιάρθρωσης του χρέους».

– Ο ΣΘΕΒ οφείλει γνωρίζοντας την πραγματική οικονομία και τη σκληρή  καθημερινότητα των παραγωγικών φορέων, ποιες  καθαρές λύσεις με υπεύθυνο   και ανιδιοτελή τρόπο, προτείνει;

«Η Βιώσιμη Ανάπτυξη είναι μία μεγάλη πρόκληση την οποία συμβάλλουμε ως επιχειρηματικός κόσμος με καινοτόμες ιδέες και προτάσεις στην αναζήτηση των σωστών λύσεων, αλλά και να δεσμευτούμε σε συγκεκριμένες ενέργειες, τόσο ατομικές αλλά και συλλογικές. Σήμερα, ωστόσο, οι συνθήκες όχι μόνο επιτρέπουν αλλά και μας επιβάλλουν να αντιμετωπίσουμε ωριμότερα την ανάγκη της αλλαγής. Η ανάγκη για την τεχνολογική μας πρόοδο είναι μονόδρομος προς το μέλλον. Χρειαζόμαστε ένα νέο παραγωγικό μείγμα, δηλαδή βιομηχανία με πολύ αναβαθμισμένη τεχνολογική βάση, νέα προϊόντα και δραστηριότητες σε ανταγωνιστικούς κλάδους και υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας.

Ορίζουμε με βάση τα σημερινά δεδομένα, ως βασικές προϋποθέσεις για την βιώσιμη ανάπτυξη την πάταξη της γραφειοκρατίας με ταυτόχρονη ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, τη ρύθμιση των κόκκινων δανείων, οριστικά και αμετάκλητα, την ενίσχυση της ρευστότητας, την αναπτυξιακή πολιτική, την νέα επιχειρηματικότητα και την  Κοινωνική Εταιρική Ευθύνη προς την κοινωνία με βάση το πρότυπο της ανταλλακτικής οικονομίας υπηρεσιών και αγαθών μεταξύ των επιχειρήσεων πάντα υπέρ των εργαζομένων.

Επιτέλους, η Ελλάδα πρέπει να γίνει μια κανονική χώρα. Για να κάνουμε το σημαντικό αυτό βήμα, χρειάζεται να καταλάβουμε, ότι σκοπός των επιχειρήσεων είναι να παράγουν κέρδη. Και για να παράγουν κέρδη πρέπει να λειτουργούν μέσα σε ένα σταθερό περιβάλλον – με ξεκάθαρους κανόνες- για να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις στην παγκόσμια αγορά.  Θέλουμε δεν θέλουμε, ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία όπου ο επενδυτικός ανταγωνισμός είναι τεράστιος».

Ο ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ