Θεοδόσιος Κυριακίδης, επιστημονικός συνεργάτης στην έδρα Ποντιακών Σπουδών του ΑΠΘ.
Την Παρασκευή 13 Μαΐου 2022, η Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών διοργάνωσε με επιτυχία ημερίδα στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Τρικκαίων «Αθανάσιος Τριγώνης», με θέμα «Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας και η Μικρασιατική Εκστρατεία 1919 – 1922».
Σκοπός της Ημερίδας είναι η :
α. Ανάδειξη του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, κατά την περίοδο της ακμής του, πριν τους διωγμούς και ειδικότερα στις περιοχές της Ιωνίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας, καθώς και της Ανατολικής Θράκης.
β. Αναφορά στους διωγμούς των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, καθώς και η ανάλυση/περιγραφή της Μικρασιατικής Εκστρατείας 1919 – 1922.
γ. Παρουσίαση της διαδικασίας εγκατάστασης και ενσωμάτωσης των κατοίκων της Μικράς Ασίας στην Ελλάδα και η επίδραση / παρουσία τους σε τομείς της ελληνικής κοινωνίας. Ο Θεοδόσιος Κυριακίδης, επιστημονικός συνεργάτης στην έδρα Ποντιακών Σπουδών του ΑΠΘ ανέπτυξε το θέμα “η Εξολόθρευση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου μέσω βίαιων εκτοπισμών την περίοδο 1914-1919”.
Η ομιλία συνολικά του κ. Κυριακίδη έχει ως εξής:
“Για να κατανοήσει κανείς την εξόντωση και οριστική εκδίωξη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου θα πρέπει να συνεκτιμήσει τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, καθώς το γεγονόςαυτό, δηλαδή η στοχοποίηση και εξόντωση του Ελληνισμού, αφορά μια διαδικασία πουπραγματοποιήθηκε σε βάθος περίπου δεκαετίας, ριζοσπαστικοποιήθηκε σταδιακά ενώ επηρεάστηκε από εξωτερικά και εσωτερικά γεγονότα λαμβάνοντας τη μορφή συσσωρευτικής Γενοκτονίας όπως θα δούμε στην συνέχεια. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η καταστροφή και εξόντωση της ελληνικής εθνο-θρησκευτικής ομάδας πραγματοποιήθηκε παράλληλα με την καταστροφή και εξαφάνιση και των υπόλοιπων γηγενών χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή των Αρμενίων και Ασσυροχαλδαίων.
Τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα το περίφημο Ανατολικό Ζήτημα βρίσκεται σε μια σημαντική καμπή, η Οθωμανική Αυτοκρατορία καταρρέει και οι Μεγάλες Δυνάμεις διαγκωνίζεται στο διπλωματικό και στη συνέχεια με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμουστο στρατιωτικό πεδίο για να διασφαλίσουν τα οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα τους.
Ο τουρκικός εθνικισμός έχει αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται και να γιγαντώνεται με κορυφαίο θεωρητικό του εκφραστή τον Ζιγιά Γκιοκάλπ, οι θεωρίες του οποίου, μεταξύ των οποίων και η σύνθεση του Ισλάμ με τον τουρκικό εθνικισμό,θα επηρεάσουν βαθύτατα τους ηγέτες και τα στελέχη του νεοτουρκικού κομιτάτου. Αυτός ο τουρκικός εθνικισμός που αναδύεται, αρκετά καθυστερημένα σε σχέση με την Ευρώπη και τα Βαλκάνια, ενισχύεται σημαντικά με την επιστροφή στη Θεσσαλονίκη των Δρ. Μεχμέτ Ναζίμ και Δρ. Μπαχαεντίν Σεκίρ στα 1906. Η επιστροφή αυτών των κορυφαίων στελεχών των Νεοτούρκων επιτάχυνε την οριστική επικράτηση των εθνικιστών και την καλλιέργεια της ιδεολογίας του «Κοινωνικού Δαρβινισμού», σύμφωνα με την οποία ήταν επιτρεπτό ένα ισχυρότερο έθνος να επικρατήσει έναντι ενός άλλου αφανίζοντας το με όποια μέσα μπορούσε. Αυτή η ιδεολογική ζύμωση και η επικράτηση των εθνικιστικών ρευμάτων από το Νεοτουρκικό κίνημα, πέρα από τον ενστερνισμό του κοινωνικού δαρβινισμού, της οικονομικής δυσπραγίας και τον απολυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης του σουλτάνου, θα συνδυαστεί στην πολιτική και στρατιωτική σκηνή με τη σταθερή και σταδιακή απώλεια εδαφών. Η απώλεια των Βαλκανίων υπήρξε μια πραγματική τραγωδία για τους Νεότουρκους. Η πικρία της απώλειας της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης που ήταν η γενέτειρα των περισσοτέρων από τους ηγέτες του Κομιτάτου της Ένωσης και Προόδου ήταν όπως σημειώνεται από τους ίδιους απερίγραπτη. Μεταξύ των ετών 1878 και 1904 περίπου 850.000 μουσουλμάνοι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε περιοχές όπου υπήρχε πλειοψηφία χριστιανικού πληθυσμού. H προσφυγοποίηση των μουσουλμανικών πληθυσμών των Βαλκανίων υπήρξε το σημείο καμπής που απομάκρυνε τους πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την ιδεολογία του Οθωμανισμού που είχε προταθεί παλιότερα και πρότεινε την συνύπαρξη των κοινοτήτων κάτω από το μοντέλο του οθωμανού πολίτη και τους οδήγησε στον τουρκικό εθνικισμό. Ο διακαής τους πόθος να επανακτήσουν τις χαμένες πατρίδες τους και να εκδικηθούν αυτούς που τους τις πήραν άνοιξε το δρόμο για να ανθήσει μια μιλιταριστική και εθνικιστική νοοτροπία. Το κυρίαρχο σύνθημα που κυριάρχησε στην πολιτική ιδεολογία τα επόμενα χρόνια ήταν: Η Τουρκία στους Τούρκους, όπως αποκρυσταλλώθηκε στο συνέδριο της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1911 και ουσιαστικά αποσκοπούσε στην εθνική και θρησκευτική ομογενοποίηση της Ανατολίας.
Στοχοποιήθηκαν οι χριστιανικές κοινότητες και σε αυτές επιρρίφθηκαν οι ευθύνες της καταστροφής τους με συνέπεια να ξεκινήσουν οι πρώτες διώξεις ξεκίνησαν το 1913 από τους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης και στη συνέχεια τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Αυτές οι πρώτες διώξεις αφορούσαν βίαιες εκτοπίσεις, οικονομικό αποκλεισμό, σφαγές και λεηλασίες. Είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι όλα αυτά, συνέβαιναν πριν την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον οποίο συχνά χρησιμοποιούν οι Τούρκοι για ν’ αρνηθούν τις κατηγορίες περίΓενοκτονίας. Δηλαδή υποστηρίζουν ότι οι σφαγές, οι θάνατοι και οι θηριωδίες προκλήθηκαν εξαιτίας του πολέμου. Είναι όμως γεγονός πως όχι μόνο οι διωγμοί προκλήθηκαν πριν από το ξέσπασμα του πολέμου αλλά και οι μαζικές σφαγές ολοκληρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό πριν την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, γεγονός που συνέβη τον Ιούλιο του 1917.
Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων που κορυφώθηκε από τον Απρίλιο του 1915 και εξής ξέσπασαν διεθνείς αντιδράσεις με συνέπεια οι Νεότουρκοι να υιοθετήσουν μια νέα τακτική στην εξολόθρευση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Μαρτυρίες σε διπλωματικά έγγραφα δείχνουν ότι έως το 1916, μεγάλο μέρος του ελληνισμού του Πόντου και της Ανατολίας καταστράφηκε με την αναγκαστική είσοδό του στα τάγματα εργασίας, τα αμελέ ταμπουρού, αλλά κυρίως από πολιτικά στοχευμένες εκτοπίσεις στο εσωτερικό, ατελείωτες πορείες οι οποίες υπήρξαν το ίδιο θανατηφόρες όσο και οι σφαγές.
Οι εκτοπίσεις στο εσωτερικό είχαν προταθεί από τον LimanvonSandersκαι αφορούσαν μετακίνηση 30 έως 50 χλμ στο εσωτερικό. Αντ’ αυτού οι πορείες που καταγράφονται με βάση τα διπλωματικά έγγραφα και τις μαρτυρίες αφορούν 500 έως και 800 χλμ στο εσωτερικό της χώρας μέχρι το Χαρπούτ και τη Μαλάτεια. Επιπλέον, φαίνεται ότι υπάρχει μέριμνα να συνδυάζεται με άσχημες καιρικές συνθήκες καθώς προτιμούν να τις πραγματοποιούν χειμώνα, μειώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα επιβίωσης.
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα των Τούρκων είναι ότι οι εκτοπισμοί προς το εσωτερικό, πραγματοποιήθηκαν για στρατιωτικούς λόγους. Ακόμη κι αν παραδεχθούμε ότιο λόγος εκτοπισμού είναι πραγματικός δηλαδή ότιυπήρχε στρατιωτική αναγκαιότητα, προκειμένου να μην συνεργαστεί ο ελληνικός πληθυσμός με τον προελαύνοντα ρωσικό στρατό ή με μια πιθανή συμμαχική απόβαση στις ακτές του Πόντου, το βασικό ερώτημα που μένει αναπάντητο είναι γιατί οι αρχές δεν εξόρισαν μόνο τους άνδρες, ως αξιόμαχο πληθυσμό, αλλά συμπεριέλαβαν στα μέτρα και τις γυναίκες και τα παιδιά; Ποιος ήταν ο στρατιωτικός λόγος που επέβαλλε τη συγκεκριμένη διαταγή;
Σημειωτέον, ότι ο Hans von Wanghenheim, τότε γερμανός πρέσβυς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και στενός σύμμαχος των Τούρκων, δεν θεωρούσε ότι οι απελάσεις επιβλήθηκαν για στρατιωτικούς λόγους, αλλά ότι ο απώτερος στόχος ήταν η οριστική απομάκρυνση των αυτόχθονων χριστιανών που θεωρούνταν εσωτερικοί εχθροί. Σημαντικές ανησυχίες εξέφρασε επίσης ο αυστριακός πρόξενος Kwiatkowski, ο οποίος δήλωσε ότι τα μέτρα δεν είχαν επιβληθεί από κάποιον στρατιωτικό λόγο, αλλά για να εξυπηρετήσουν πολιτικούς σκοπούς. Ο Αυστριακός πρέσβυς Παλλαβιτσίνι είχε την ίδια άποψη: «Είναι φανερό ότι οι εκτοπίσεις αυτές δεν υπαγορεύονται, αυτή τη στιγμή, από κανένα στρατιωτικό λόγο και ότι στοχεύουν μόνο σε κακώς εννοούμενες πολιτικές σκοπιμότητες». Επιπλέον, όπως έγραψε ο Αμερικανός πρέσβυς Henry Morgenthau, ο Ενβέρ και ο Ταλαάτ τον είχαν διαβεβαίωσει ότι οι γυναίκες και τα παιδιά θα εξαιρούνταν από τα μέτρα, γεγονός βέβαια που δεν πραγματοποιήθηκε, παρά τις διαμαρτυρίες.
Στην πραγματικότηταη συγκριτική μελέτη των Γενοκτονιών μας δίνει την απάντηση γιατί εκτοπίστηκε όλος ο πληθυσμός. Όπως σημειώνει ο Anthonie Hoslag «η στοχοποίηση των γυναικών και των παιδιών καταδεικνύει ότι στη γενοκτονία δεν είναι ποτέ αρκετό να σκοτωθούν μαχητές, να δολοφονηθούν άνδρες και οι ηγέτες της κοινότητας, αλλά η συνέχεια της ομάδας πρέπει να διαρρηγνύεται αμετάκλητα με τη στοχοποίηση των γυναικών και των παιδιών. Δεν πρέπει να επιτραπεί στην κοινότητα να έχει μέλλον».
Έτσι εξηγείται και η επιστολή που έφτασε στις 24 Ιουλίου 1917 από τα κεντρικά του τουρκικού στρατού που έδρευε στο Sheishehie (Suşehri)καιέλεγε τα εξής: «Μέχρι τις 12/25 Ιουλίου δεν επιτρέπεται να βρεθεί Έλληνας άνδρας άνω των 16 ετών και κάτω των 50 ετών στην Ορντού (Κοτύωρα). Στείλτε τους όλους στο εσωτερικό. Όσον αφορά τις οικογένειες, θα αποστείλουμε άλλες διαταγές αργότερα». Η διατύπωση της συγκεκριμένης διαταγής αποκαλύπτει τον διπλό μηχανισμό με τον οποίο λειτουργούσαν οι νεότουρκοι και αποκαλύπτει μέσα από τα οθωμανικά αρχεία ο Τανέρ Ακτσάμ. Δηλαδή για τον εκτοπισμό των οικογενειών που έχουν δεσμευτεί στους ξένους διπλωμάτες να μην εκτοπίσουν θα δώσουν προφορικές οδηγίες για τον εκτοπισμό τους. Το ίδιο παρατηρείται και σε άλλες οδηγίες που μιλούν για την διαχείριση του πληθυσμού. Αυτόςο διπλός μηχανισμός εμφανίζεται εντονότερα από το 1916 και μετά, έπειτα από τις διαμαρτυρίες της διεθνούς κοινότητας για τις θηριωδίες που είχαν διαπραχθεί.
Η πρόθεση εξόντωσηςτων εκτοπισμένων, που είναι πολύ σημαντική σε μια γενοκτονία, αποκαλύπτεται και από την έλλειψη πρόθεσης των αρχών να επιτρέψουν οποιαδήποτε επιστροφή στα χωριά και στις οικίες των εκτοπισμένων. Οι αρχές διαβεβαίωναν ότι το μέτρο της εκτόπισης ήταν προσωρινό και ότι σύντομα θα επέστρεφαν σ’ αυτά μετά το πέρας του αναγκαστικού εκτοπισμού τους. Όπως βλέπουμε όμως στην πράξη αυτό δε συνέβη, τουλάχιστον για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Επιπλέον, το παράδειγμα των Ελλήνων της Κερασούνταςαποκάλυπτε τις προθέσεις της κυβέρνησης για την τύχη των εκτοπισμένων. Δυο εβδομάδες μετά τον εκτοπισμό τους και το διαμοιρασμό τους τον Ιούνιο του 1917 στη Σεβάστεια, την Άγκυρα, το Μπολού και την Κασταμονή, μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τον Καύκασο μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν στα σπίτια τους. Σύμφωνα μάλιστα με τον τότε Σουηδό πρέσβυ στην Κωνσταντινούπολη Cosswa Anckarsvärd, αυτός ήταν ο λόγος, για τον οποίο οι διωγμοί τόσο των Αρμενίων όσο και των Ελλήνων, είχαν συμπεριλάβει τον άμαχο πληθυσμό. Σε μια επιστολή που απέστειλε στην κυβέρνησή του, σημείωνε ότι: «Αυτό που φαίνεται πάνω από όλα ως περιττή σκληρότητα είναι ότι η απέλαση δεν περιορίζεται μόνο στους άνδρες, αλλά επεκτείνεται και στις γυναίκες και τα παιδιά. Αυτό υποτίθεται ότι γίνεται για να είναι πολύ ευκολότερο να κατασχεθεί η περιουσία του απελαθέντος».
Πρωταγωνιστές και πρόθεση εξόντωσης
Είναι γεγονός πως για ένα έγκλημα τέτοιων μαζικών διαστάσεων θα πρέπει να υπάρχει κεντρικός συνδυασμός, συντονισμός και βασικοί πρωταγωνιστές. Με άλλα λόγια αυτά τα εγκλήματα, όπως οι γενοκτονίες, δεν αποτελούν μια σειρά από αυθόρμητες βιαιότητες που ξεσπούν ως αντίποινα στο πλαίσιο ενός πολέμου. Αντίθετα, αποτελούν καλά μελετημένες πράξεις σφαγών και βίαιων εκτοπίσεων πληθυσμών, σε συνθήκες που οδηγούν αναπόφευκτα σε εξόντωση. Αν μελετήσει κανείς τα διπλωματικά έγγραφα αποτυπώνεται μιαπρώτη μεγάλη καταστροφή στην περιοχή του Δυτικού Πόντου το 1916. Η προσεκτική παρατήρηση των συγκεκριμένων γεγονότων αποδεικνύει, όχι μόνο πως η καταστροφή υπήρξε συστηματική, -καίγεται και καταστρέφεται το ένα χωριό μετά το άλλο, -αλλά και ότι συνδυάζεται με την παρουσία συγκεκριμένων προσώπων στην περιοχή, γνωστών για τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο στη Γενοκτονία των Αρμενίων. Πρώτα απ’ όλα, σύμφωνα με ένα τηλεγράφημα που στάλθηκε στο Τζανίκ, (περιοχή Δυτικού Πόντου) οι αρχές ζητούν να πληροφορηθούν πόσοι Έλληνες είχαν μετακινηθεί από τη συγκεκριμένη επαρχία, πού είχαν αποσταλεί και πόσοι από αυτούς είχαν παραμείνει στις θέσεις τους. Στο τηλεγράφημα αυτό παρατηρούμε οργάνωση και σχεδιασμό. Κεντρικό πρόσωπο στις σφαγές του Δυτικού Πόντου είναι κατά την άποψη μου το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου και διοικητής της μυστικής οργάνωσης teskilat-ImahsusaBahaeddin Sakir. Ο Bahaeddin Sakir φτάνει στην περιοχή το φθινόπωρο του 1916 και αφού έχει ολοκληρώσει τη σφαγή των Αρμενίων στο Ερζερού. Την ίδια περίοδο που φθάνει στο Δυτικό Πόντο οι σφαγές και οι απελάσεις κλιμακώθηκαν και έγιναν πιο συστηματικές. Είναι χαρακτηριστικό το τηλεγράφημα του πρέσβυς της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη που αναφέρει: «11 Δεκεμβρίου 1916. ελληνικά χωριά λεηλατήθηκαν και καίγονται. Οι κάτοικοι εκδιώχθηκαν. 12 Δεκεμβρίου 1916. Στα περίχωρα της πόλης, τα χωριά καίγονται. 14 Δεκεμβρίου 1916. Όλα τα χωριά καίγονται μαζί με σχολεία και εκκλησίες. 17 Δεκεμβρίου 1916. Στην περιοχή της Σαμψούντας, 11 χωριά κάηκαν. Η λεηλασία συνεχίζεται. Οι χωρικοί διώκονται. 31 Δεκεμβρίου 1916. Περίπου 18 χωριά έχουν καεί εντελώς, 15 εν μέρει. Περίπου 60 γυναίκες βιάστηκαν. Έχουν λεηλατήσει ακόμη και τις εκκλησίες».
Νωρίτερα, στις 7 Σεπτεμβρίου 1916, είχαν πραγματοποιηθεί εκκαθαριστικές ενέργειες στη Σινώπη και στην Ινέπολη. Ο Γερμανός επιτετραμένος Mithrinek σημειώνει τα εξής: «Στη Σινώπη, η εκκαθάριση διήρκεσε 4 ώρες. Ο συνολικός ελληνικός πληθυσμός, που φτάνει τα 4.500 άτομα, μεταφέρθηκε εν μέρει στο Μπογιαμπάτ και την Κασταμονή και εν μέρει μοιράσθηκε σε τουρκικά χωριά του βιλαετίου. Τα ίδια μέτρα πάρθηκαν στην Ινέπολη και σε μερικά άλλα χωριά». Λίγο αργότερα, μεταξύ 3 και 16 Νοεμβρίου 1916, πραγματοποιήθηκε η πρώτη απέλαση από την Τρίπολη. Στις 28 Δεκεμβρίου 1916, μια επιτροπή Τούρκων αξιωματικών παρουσιάστηκε στην Κερασούντα και επιλέγοντας από έναν ειδικό κατάλογο πρώτα 65 και στη συνέχεια 150 οικογενειών, άρχισε τη δίωξη και τον εκτοπισμό των Ελλήνων της πόλης. Συνολικά, μόνο στην Κερασούντα, 88 χωριά καταστράφηκαν, ενώ 33.000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν το χειμώνα του 1916.Ομοίως, νωρίτερα το ίδιο έτος, διατάχθηκε να εκκενωθούν οι ακτές της περιοχής Κασταμονής, Σινώπης, Κέρζε και της γύρω περιοχής, του Αλατζάμ και του Αγιαντζίκ. Βλέπουμε λοιπόν ότι υπάρχει συστηματικό σχέδιο εξολόθρευσης το οποίο εκτελείται σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Σχετικά με τον σχεδιασμό και την οργάνωση του εγκλήματος ο ερευνητής Φουάτ Ντουντάρ μιλάει στη διδακτορική του διατριβή ακριβώς για αυτήν την, όπως την ονομάζει, μηχανική των εθνοτήτων. Σημειώνει μεταξύ άλλων πως: οι Νεότουρκοι ανέπτυξαν εθνικές στατιστικές, χάρτες και εθνολογικές μελέτες το καλοκαίρι του 1914, γεγονός που τους βοήθησε να προσδώσουν έναν επιστημονικό τρόπο στην πολιτική ομοιογενοποίησης της Ανατολίας. Επιπλέον, και ο Taner Akcam συμφωνεί ότι τα οθωμανικά έγγραφα αποκαλύπτουν ότι η δημογραφική πολιτική χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά των Ελλήνων στη δυτική Ανατολία και εφαρμόστηκε μεταξύ των ετών 1913 και 1914. Έτσι, πρώτοι οι Έλληνες και αργότερα οι Αρμένιοι όσοι δεν εξοντώθηκαν διανεμήθηκαν σε όλη την Αυτοκρατορία,ώστε ο αριθμός των χριστιανών σε κάθε περιοχή να είναι 10%, 5% και 2% ή ακόμα λιγότερο από τον υπόλοιπο μουσουλμανικό πληθυσμό. Σε σχετική έκθεση που συντάσσει ο εκπαιδευτικός Π. Κυνηγόπουλος (Κυνηγόπουλος Π., Εκθέσεις περί των καταστροφών και σφαγών της επαρχίας Κολωνίας της Νικοπόλεως του Πόντου, Κωνσταντινούπολη 1919, σ. 70) επιβεβαιώνει σε όσα καταλήγει στη μελέτη του ο Ντουντάρ. Σημειώνει ο Κυνηγόπουλος πως: «Στην περιοχή της Σεβάστειας, από το 1916, οι περισσότεροι άνδρες είτε εκτοπίστηκαν είτε φυλακίστηκαν. Οι γυναίκες και τα παιδιά μεταφέρθηκαν στην περιοχή Αζηζηγιέ, όπου κατανεμήθηκαν σε τουρκικά χωριά, με σκοπό τον εξισλαμισμό, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε σε κάθε χωριό να μην υπάρχουν περισσότερες από πέντε-δέκα ψυχές».
Έτσι, σε πρώτη φάση από το από το 1914 έως το 1919 μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού εξοντώθηκε από στρατιωτικές και παραστρατιωτικές ομάδες υπό την ηγεσία των Νεοτούρκων, είτε με σφαγές είτε διαμέσου εκτοπισμών στο εσωτερικό σε συνθήκες τέτοιες που θα οδηγούσαν σε σίγουρο θάνατο. Η δεύτερη περίοδος υπό την ηγεσία του Κεμάλ δεν διαφοροποιήθηκε ιδιαίτερα σε μεθόδους ή σε σχεδιασμό”.