Υπενθυμίζει ότι οι πάντες στο εξωτερικό κάτι ξέρουν για το αρχαίο θέατρο, ακόμα και «για τον τεράστιο αριθμό των τραγωδιών» της κλασσικής εποχής, για να διαπιστώσει όμως στη συνέχεια την πικρή πραγματικότητα: ότι στα διεθνή φεστιβάλ οι νεοελληνικές συμμετοχές είναι περιορισμένες και ότι «το σύγχρονο ελληνικό θέατρο έγινε πρωτοσέλιδο τα τελευταία χρόνια εξαιτίας των εγκλημάτων παιδεραστίας ενός εκ των πρωταγωνιστών του… ενός τερατώδους σκανδάλου γύρω από τον Δημήτρη Λιγνάδη, τον πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου…».
Η αδιαφάνεια και οι κομματικές σχέσεις
Ο αρθρογράφος όμως δεν μένει μόνο στο προφανές, στην απομάκρυνση Λιγνάδη λόγω των σοβαρών κατηγοριών, αλλά φευ και στον διορισμό του, όταν «παρακάμφθηκαν όλοι οι προβλεπόμενοι κανόνες για διαγωνισμούς στο Δημόσιο και ο Λιγνάδης διορίστηκε απευθείας ως καλλιτεχνικός διευθυντής του σημαντικότερου ελληνικού θεάτρου για λόγους «δημοσίου συμφέροντος». Κάτι τέτοιο παραπέμπει σε ένα αμφιβόλου ποιότητας χαρακτηριστικό του ελληνικού θεάτρου. Eκλείπει η διαφάνεια σε σημείο διαφθοράς, οι πολιτικές πεποιθήσεις φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στην πλήρωση στελεχικών θέσεων. Ή μήπως είναι άλλη μια γερμανική προκατάληψη απέναντι στο νότιο προβληματικό γείτονα;», διερωτάται σκωπτικά ο αρθρογράφος.
Την απάντηση δεν θα την δώσει ο ίδιος, αλλά ένας νεαρός ηθοποιός και σκηνοθέτης από τη Θεσσαλονίκη, ο Σωτήρης Ρουμελιώτης, που μόλις τελείωσε τις σπουδές του και ο οποίος μιλώντας στην FAZ δηλώνει πως: «το θέατρο στην πατρίδα του υποφέρει από κομματικές επιρροές γιατί οι επιτελικές θέσεις δίνονται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Όποιο κόμμα κερδίζει τις εκλογές μπορεί να τοποθετήσει τους εκλεκτούς του σε σημαντικές θέσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι σκηνοθέτες επιλέγονται για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και φιλίες και όχι με καλλιτεχνικά κριτήρια ή για τις διοικητικές τους ικανότητες».
Το ακίνδυνο όνειρο και η σκληρή πραγματικότητα
Το άρθρο αναφέρεται ακόμα στον Αστέριο Πελτέκη, τον διευθυντή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, ο οποίος στην ερώτηση εάν δέχθηκε πολιτικές πιέσεις κατά τον σχεδιασμό του ρεπερτορίου του απάντησε αρνητικά. Όσο «για την εθνική πολιτιστική πολιτική» δηλώνει πως «οι υπεύθυνοι κάνουν καλή δουλειά βοηθώντας άνεργους καλλιτέχνες… Επιπλέον, ονειρεύεται ένα φεστιβάλ αρχαίου δράματος με νεαρούς φοιτητές. Ένα όμορφο αλλά ακίνδυνο όνειρο που μάλλον δεν θα πραγματοποιηθεί με τον τρέχοντα ετήσιο προϋπολογισμό των σχεδόν έξι εκατομμυρίων ευρώ».
Το άρθρο κλείνει, θίγοντας το θέμα της ιεραρχίας και της θέσης των γυναικών στο θέατρο μέσα «από τρεις δραματουργούς από τρεις διαφορετικές γενιές. Την Αμαλία Κοντογιάννη, τη Μαρία Λαζαρίδου και τη μικρότερη Άννα-Μαρία Ιακώβου. «Σχεδόν σε όλα τα θέατρα, οι άντρες είναι στην κορυφή, αναφέρουν οι τρεις γυναίκες, περισσότερο διασκεδάζοντας παρά δείχνοντας απελπισμένες» ενώ η Άννα-Μαρία Ιακώβου φαίνεται να διατυπώνει μια πικρή αλήθεια: «Το ελληνικό μας θέατρο δεν έχει ταυτότητα. Δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε και για ποιον το κάνουμε» με την FAZ να επαυξάνει και να καταλήγει πως «Κάτι έχει αλλάξει στην πατρίδα του θεάτρου… Το θέατρο ήταν κάποτε η δύναμη ενός πολιτικού σύμπαντος. Σήμερα αυτό φαίνεται να έχει ανατραπεί. Η πολιτική κυριαρχεί στον κόσμο της σκηνής και το αποτέλεσμα είναι πολύ αδύναμο».
Μαρία Ρηγούτσου