-“Η αναδιάρθρωση των τραπεζών θα έπρεπε να αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για την ελληνική Κυβέρνηση
– Ο δρόμος για την ανάκαμψη της Ελλάδας είναι μέσω της τραπεζικής μεταρρύθμισης”.

Επιμέλεια: Ευθύμιος Χατζηϊωάννου.

Σε ένα εκτενές της δημοσίευμα, που είναι αφιερωμένο στα προβλήματα και τις προοπτικές του σημερινού ελληνικού ταπεζικού συστήματος, η βρετανική εφημερίδα “Financial Times” αναφέρει τα εξής:
“Οι διαδοχικές στρατηγικές διάσωσης της Ελλάδας έχουν μέχρι τώρα αποτύχει να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το πρόβλημα των τραπεζών “ζόμπι”. Ο τραπεζικός τομέας της χώρας είναι εξαιρετικά συγκεντρωτικός, με το 90% των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων να κατέχονται από τέσσερις βασικούς παίκτες – την Alpha Bank, τη Eurobank, την Τράπεζα Πειραιώς και την Εθνική Τράπεζα.trapeza tis Ellados
Και οι τέσσερις χρειάστηκε να ανακεφαλαιοποιηθούν το 2012, όταν η αναδιάρθρωση στα πλαίσια του PSI μείωσε τα ποσά, που διακατείχαν σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Τα κεφάλαια για να γίνει η ανακεφαλαιοποίησή τους δόθηκαν από τους πιστωτές της ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μέσω του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, μιας οικονομικής οντότητας, που δημιουργήθηκε το 2010 για να διοχετεύσει κεφάλαια διάσωσης προς τις τράπεζες. Το ΤΧΣ κατέχει πλέον την πλειοψηφία των μετοχών και στις τέσσερις.

“Οι ελληνικές τράπεζες έχασαν την πρόσβαση στην αγορά το 2009 και από τότε έχουν βασιστεί εξ ολοκλήρου στη βοήθεια του ευρωσυστήματος, τόσο στην χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όσο και στην έκτακτη παροχή ρευστότητας από την Τράπεζα της Ελλάδος (ELA)”

Ωστόσο η ανακεφαλαιοποίησή τους δεν σήμαινε και αναδιάρθρωσή τους. Ούτε σήμαινε διασφάλιση ορθών πρακτικών στην διαχείριση του ισολογισμού τους. Παρά το γεγονός, ότι η γενεσιουργός αιτία της διάσωσης του 2012 ήταν το PSI, η επίδοσή τους είχε μειωθεί κατακόρυφα από το 2008, δημιουργώντας διαρκώς ελλείμματα περίπου από το 2010. Η μεγαλύτερη ετήσια απώλειά τους ήταν το 2012, αλλά η υποκείμενη μείωση της δυνατότητάς τους να αποφέρουν κέρδη, είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο επιβλαβής, τόσο για τις ίδιες τις τράπεζες, όσο και για την ελληνική οικονομία.
Η βασική εξήγηση για τα προβλήματα των τραπεζών είναι η έλλειψη ρευστότητας. Από το 2009, οι διαδοχικές υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας, τόσο των δικών τους ομολόγων, όσο και του ελληνικού δημοσίου, αύξησαν το κόστος χρηματοδότησής τους, την ίδια στιγμή, που η φυγή των καταθέσεων αύξανε την ανάγκη τους για κάτι τέτοιο. Έχασαν την πρόσβαση στην αγορά το 2009 και από τότε έχουν βασιστεί εξ ολοκλήρου στη βοήθεια του ευρωσυστήματος, τόσο στην χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όσο και στην έκτακτη παροχή ρευστότητας από την Τράπεζα της Ελλάδος (ELA). Από τον Μάρτιο του 2015, μόνον ο ELA είναι διαθέσιμος, και αυτός υπόκειται αυτή την στιγμή σε περιορισμό από την ΕΚΤ.

“Από το 2009 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν αυξηθεί σημαντικά και τώρα αποτελούν τουλάχιστον το ένα τρίτο των ελληνικών τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων, ενώ ορισμένες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό μέχρι και στο 50%”

Η εξάρτηση των τραπεζών σχετικά με την ρευστότητά τους από τον επίσημο τομέα καθιστά εύκολο να ισχυριστεί κανείς, ότι τα προβλήματά τους οφείλονται στον περιορισμό της – αυτό, που ο πρώην Έλληνας Υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης ονόμασε «ασφυξία». Ο περιορισμός της ρευστότητας αναγκάζει τις τράπεζες να αποφύγουν δραστηριότητες, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν κενά χρηματοδότησης. Τα δάνεια, εκ της φύσεώς τους, δημιουργούν ένα κενό χρηματοδότησης. Αν οι τράπεζες δεν είναι πεπεισμένες, ότι θα μπορέσουν να λάβουν χρηματοδότηση ικανή για να ισοσταθμίσουν την παροχή δανείων, δεν θα δανείσουν.
Αλλά ο περιορισμός της ρευστότητας δεν εξηγεί τα πάντα. Μια άλλη πλευρά του πράγματος, αυτή των ισολογισμών των τραπεζών, είναι επίσης υπεύθυνη για την πιστωτική ασφυξία. Από το 2009, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν αυξηθεί σημαντικά και τώρα αποτελούν τουλάχιστον το ένα τρίτο των ελληνικών τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων. Ορισμένες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό μέχρι και στο 50 %. Οι τράπεζες με υψηλά επίπεδα και αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι απρόθυμες και συχνά ανίκανες να δανείσουν. Η πρόληψη για την κάλυψη των υφιστάμενων δανειακών χαρτοφυλακίων δεσμεύει το κεφάλαιό τους.

“Οι τράπεζες φαίνεται να θεωρούν τους εαυτούς τους θύματα της ελληνικής ύφεσης, αλλά λόγω της προ-κυκλικής δανειοδοτικής συμπεριφοράς τους, στην πραγματικότητα αυτές είναι, που την προκαλούν”

Ο τραπεζικός δανεισμός των Ελλήνων έχει αρχίσει να μειώνεται κάπως κατά το τρέχον έτος. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Κατά την περίοδο 2008-2009, για παράδειγμα, ο δανεισμός προς το εσωτερικό από την Εθνική Τράπεζα αυξήθηκε κατά 9 %. Όμως η εικόνα αυτή άλλαξε από το 2011 και μετά. Ο δανεισμός εκείνο το έτος μειώθηκε περισσότερο από 9% . Και παρά την αύξηση κεφαλαίου του 2012, έκτοτε πέφτει αδιάλειπτα. Για μια τράπεζα, που υποτίθεται, ότι έχει ικανή ρευστότητα, αυτό είναι μια κακή επίδοση, όποιο πρότυπο κι’ αν πάρει κανείς ως μέτρο – κάτι το οποίο αντανακλάται σε ολόκληρο τον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Πρόκειται για μια σοβαρή και παρατεταμένη πιστωτική κρίση.
Για μια σύγχρονη νομισματική οικονομία, ο μειωμένος τραπεζικός δανεισμός συνιστά μειωμένη κυκλοφορία χρήματος, κάτι που στην περίπτωση της Ελλάδας επιτείνεται από τον περιορισμό της ρευστότητας εκ μέρους της ΕΚΤ καθώς και από την παρατεταμένη σφιχτή νομισματική πολιτική. Οι τράπεζες φαίνεται να θεωρούν τους εαυτούς τους θύματα της ελληνικής ύφεσης, αλλά λόγω της προ-κυκλικής δανειοδοτικής συμπεριφοράς τους, στην πραγματικότητα αυτές είναι, που την προκαλούν.

“Η Ελλάδα έχει υποστεί την μεγαλύτερη και βαθύτερη ύφεση από οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και μετά”

Όταν οι βρετανικές τράπεζες συμπεριφέρθηκαν με τον ίδιο τρόπο, οι οικονομικές επιδόσεις παρέμειναν απαρεγκλίτως χαμηλές. Η αιτία είχε τότε ορθώς ταυτοποιηθεί ως «οι τράπεζες δεν δανείζουν», και υπήρξαν μέτρα πολιτικής, προκειμένου να αυξηθεί ο δανεισμός, με ποικίλους βαθμούς επιτυχίας. Αλλά αυτή η εξίσου σοβαρή πιστωτική ασφυξία στην Ελλάδα περνά απαρατήρητη. Οι άθλιες οικονομικές επιδόσεις της χώρας αποδίδονται εξ ολοκλήρου στην χλιαρή μεταρρυθμιστική αντίδραση του κράτους.
Εάν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ήταν το κλειδί για την αποκατάσταση της ανάπτυξης μετά από ένα σοκ, η Ελλάδα θα έπρεπε να πηγαίνει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Ο ΟΟΣΑ, στην έκθεσή του «Οδεύοντας προς την Ανάπτυξη 2015», έβαλε στην Ελλάδα τον καλύτερο βαθμό στην «τάξη», όσον αφορά στην ανταπόκρισή της σε μεταρρυθμίσεις για την περίοδο 2007-2014.
Αλλά αντ’ αυτού, η χώρα έχει υποστεί την μεγαλύτερη και βαθύτερη ύφεση από οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και μετά. Εν τω μεταξύ, ελλειμματικές χώρες, όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο – οι οποίες δεν έχουν μόνον μεταρρυθμιστεί πολύ λιγότερο από την Ελλάδα, αλλά, σε αντίθεση με την Ελλάδα, εξακολουθούν να παράγουν σημαντικά πρωτογενή ελλείμματα – έχουν ανακάμψει.

“Η συνεχιζόμενη ύφεση αυξάνει τα επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών ακόμα περισσότερο, αποδυναμώνοντας την φερεγγυότητά τους και καθιστώντας ακόμη λιγότερο πιθανό να παράσχουν στην οικονομία κεφάλαια”

Η πρόσφατη ανάκαμψη του Ηνωμένου Βασιλείου οφείλεται σε μια αναζωπύρωση της αγοράς ακινήτων και υποστηρίζεται από πρωτοβουλίες για ενθάρρυνση του τραπεζικού δανεισμού, ιδίως από το πρόγραμμα για Χρηματοδότηση δανείων από την Τράπεζα της Αγγλίας. Ο ρυθμός των δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων ήταν χαλαρός, για να επιτραπεί στην οικονομία να αναπτυχθεί, αν και τώρα επιταχύνεται και πάλι. Και, το πιο σημαντικό απ’ όλα, είναι, ότι οι ρυθμιστικές Αρχές ανάγκασαν τις τράπεζες να «ξεκαθαρίσουν» τους ισολογισμούς τους και να αυξήσουν τα επίπεδα του κεφαλαίου τους, δημιουργώντας έτσι χώρο, προκειμένου να αυξηθεί ο δανεισμός.
Αντίθετα, δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια για την μεταρρύθμιση των ελληνικών τραπεζών. Πράγματι, η συνεχιζόμενη ύφεση αυξάνει τα επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους ακόμα περισσότερο, αποδυναμώνοντας την φερεγγυότητά τους και καθιστώντας ακόμη λιγότερο πιθανό, ότι θα είναι σε θέση να παράσχουν στην οικονομία τα κεφάλαια, που τόσο απεγνωσμένα χρειάζεται.

“Η ευρωπαϊκή οδηγία προβλέπει ένα πλαίσιο για «διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων», δηλαδή την διαίρεση των πιστωτικών ιδρυμάτων σε «καλές» και «κακές» τράπεζες, ενώ ο αστικός κώδικας θα επιτρέψει να επιταχυνθούν οι κατασχέσεις για ληξιπρόθεσμα δάνεια”

Η πρόταση διάσωσης, που συμφωνήθηκε στην Σύνοδο Κορυφής της ευρωζώνης στις 12 Ιουλίου περιγράφει την δυνατότητα αναδιάρθρωσης των ελληνικών τραπεζών.
Περιλαμβάνει την εξής απαίτηση:
«Να αναληφθούν τα απαραίτητα βήματα για την ενδυνάμωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, συμπεριλαμβάνοντας αποφασιστικές ενέργειες για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και μέτρα για την ενδυνάμωση της διοίκησης του ΤΧΣ και των τραπεζών, ειδικότερα με την εξάλειψη κάθε δυνατότητας για πολιτική επιρροή, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στις τοποθετήσεις προσωπικού.»
Για τον σκοπό αυτό, η ευρωπαϊκή οδηγία για την ανάκαμψη και εξυγίανση των τραπεζών πρέπει να ενταχθεί με συνοπτικές διαδικασίες στην ελληνική νομοθεσία, μαζί με ένα νέο αστικό κώδικα. Έτσι θα γίνει δυνατό, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να αφαιρεθούν από τους ισολογισμούς των τραπεζών. Η οδηγία προβλέπει ένα πλαίσιο για «διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων», δηλαδή την διαίρεση των πιστωτικών ιδρυμάτων σε «καλές» και «κακές» τράπεζες, ενώ ο αστικός κώδικας θα επιτρέψει να επιταχυνθούν οι κατασχέσεις για ληξιπρόθεσμα δάνεια.

“Η εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από μόνη της δεν θα είναι αρκετή και ο τοξικός εναγκαλισμός μεταξύ τραπεζών και ελληνικής Κυβέρνησης πρέπει να σπάσει”

Σαφώς, το τελευταίο σημαίνει περισσότερο πόνο για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις βραχυπρόθεσμα, αλλά αν το αποτέλεσμα είναι η αποκατάσταση της υγείας των τραπεζών, ώστε να είναι σε θέση να ξαναρχίσουν τη χορήγηση δανείων προς την πραγματική οικονομία, αυτό θα είναι ένα τίμημα, που αξίζει τον κόπο. Η θεαματική ανάκαμψη της Λετονίας από την κατάρρευση του 2009 – η οποία ήταν ακόμα βαθύτερη από ό, τι στην Ελλάδα – οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην αναβίωση του δανεισμού σε μεγάλο βαθμό, αφού οι ως επί το πλείστον ξένες τράπεζές της εκκαθαρίστηκαν από τους ιδιοκτήτες τους.
Αλλά η εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από μόνη της δεν θα είναι αρκετή. Ο τοξικός εναγκαλισμός μεταξύ τραπεζών και ελληνικής Κυβέρνησης πρέπει να “σπάσει”. Αυτό σημαίνει εκτεταμένη ανακεφαλαιοποίηση, ιδανικά με κεφάλαια από ιδιωτικές πηγές. Αν δεν υπάρξει επαρκές ιδιωτικό κεφαλαίο, το εργαλείο του bail-in, που προβλέπεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί.

“Θα ήταν προς το συμφέρον όλων των εμπλεκομένων – μετόχων, πιστωτών και καταθετών – οι τράπεζες να αναδιαρθρωθούν χωρίς bail-in”

Αυτό θα σήμαινε, τουλάχιστον, ένα bail-in στα ανασφάλιστα χρέη, και, ενδεχομένως, στα ανώτερα ακάλυπτα ομόλογα και τις ανασφάλιστες καταθέσεις. Το κόστος για την ελληνική οικονομία θα είναι σημαντικό, δεδομένου, ότι οι ανασφάλιστες καταθέσεις περιλαμβάνουν το κεφάλαιο κίνησης των ήδη «υπό πολιορκία» επιχειρήσεων. Θα βοηθούσε, αν ο ρυθμός δημοσιονομικής μεταρρύθμισης μπορούσε να χαλαρώσει κατά την διάρκεια της αναδιάρθρωσης, ή αν αίρονταν οι έλεγχοι κεφαλαίων και οι περιορισμοί ρευστότητας. Δυστυχώς, λόγω των διαθέσεων των πιστωτών, τίποτα από όλα αυτά δεν φαίνεται πιθανό.
Θα ήταν προς το συμφέρον όλων των εμπλεκομένων – μετόχων, πιστωτών και καταθετών – οι τράπεζες να αναδιαρθρωθούν χωρίς bail-in. Οι εκδόσεις δικαιωμάτων θα ήταν μια καλή αρχή, αλλά είναι απίθανο να είναι αρκετές.

“Η αναδιάρθρωση των τραπεζών θα έπρεπε να αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για την ελληνική Κυβέρνηση – Ο δρόμος για την ανάκαμψη της Ελλάδας είναι μέσω της τραπεζικής μεταρρύθμισης”

Μπορεί, λοιπόν, να δούμε περαιτέρω ενοποίηση σε έναν ήδη συγκεντρωτικό τομέα, αγορά από άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ή την συμμετοχή από κεφάλαια private equity. Σύμφωνα με τον Γιώργο Κιντή της εταιρείας επενδύσεων “Alcimos”, υπάρχει σημαντική συσσωρευμένη ζήτηση στην Ελλάδα, ιδιαίτερα σε ακίνητα, η οποία θα μπορούσε να είναι ελκυστική σε επενδυτές, που προτίθενται να αναλάβουν κινδύνους. «Η Ελλάδα είναι η μητέρα όλων των ευκαιριών αυτή την στιγμή», λέει ο κ. Κιντής.
Η αναδιάρθρωση των τραπεζών θα έπρεπε να αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για την ελληνική Κυβέρνηση. Εν συνέχεια, υπό την προϋπόθεση, ότι θα διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία και θα συνεχίσει να αποκλείεται ένα Grexit, ο δανεισμός και οι επενδύσεις θα επανέλθουν και οι καταθέσεις θα επιστρέψουν. Ο δρόμος για την ανάκαμψη της Ελλάδας είναι μέσω της τραπεζικής μεταρρύθμισης”.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ