Θεοφάνης Μαλκίδης – Μέλος της Διεθνούς Ένωσης Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών- Μία ακόμη πρωτοβουλία για την αναγνώριση της Γενοκτονίας.
Το 2007 ήταν μία σημαντική χρονιά για την ιερή υπόθεση της Γενοκτονίας, όταν η Διεθνής Ένωση Ακαδημαικών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών, με συντριπτική πλειοψηφία αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ελλήνων. Από τότε, το αποτέλεσμα αυτό χρησιμοποιήθηκε σε πολλές περιπτώσεις για να εισαχθεί το ζήτημα στο διεθνές περιβάλλον, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτή της Σουηδίας το 2010 και της Αρμενίας το 2015. Λίγοι Έλληνες βεβαίως ασχολούνται με αυτά, άλλωστε στην Ελλάδα το ζήτημα της Γενοκτονίας ή έγινε αντικείμενο υπονόμευσης ή κομματικής εκμετάλλευσης ή ακόμη και άρνησης!
Ωστόσο στο εξωτερικό, το θέμα αναδεικνύεται συνεχώς και μάλιστα χωρίς καμία επίσημη ή άλλη υποστήριξη.
Η παρουσία μου μέσα στο 2015 στο Ερεβάν για τα 100 χρόνια από τη Γενοκτονία των Αρμενίων, στο Ντόρτμουντ, στο Βερολίνο, την ημέρα που ο πρόεδρος της Γερμανίας Ι. Γκάουκ μιλούσε για τους Έλληνες, τους Αρμένιους και τους Ασσύριους, πάλι στο Ερεβάν, στη Μόσχα, μου έδωσε την ευκαιρία να μιλήσω για ένα θέμα, για το οποίο απασχολεί πλέον τον πλανήτη. Αφορά όλον τον πολιτισμένο κόσμο, αφορά το μέλλον των απογόνων των θυμάτων και βεβαίως και τους απογόνους όλων των θυτών.
Έτσι η επιστολή όλων των πρώην προέδρων της Διεθνούς Ένωσης Ακαδημαικών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών που στάλθηκε πριν λίγες μέρες στον πρόεδρο της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής Dr. Norbert Lammert , στον πρόεδρο της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων Dr. Norbert Röttgen της Ομοσπονδιακής Βουλής καθώς και στα κόμματα CDU και SPD, αποτελεί μία εξαιρετικής σημασίας πολιτική, πνευματική και ακαδημαική πράξη. Είναι μία ενέργεια εφαπτόμενη με την ιστορία, το δίκαιο, την πολιτική και ακαδημαική συνέπεια. Στους αποδέκτες της, στους αποστολείς της, σε όλους τους δημοκράτες του πλανήτη, επαφίεται η πράξη αναγνώρισης και αποκατάστασης.
Η επιστολή σε μετάφραση Θ. Μαλκίδη έχει ως εξής:
Σας γράφουμε ως πρώην πρόεδροι της Διεθνούς Ένωσης Γενοκτονίας, το μεγαλύτερο σώμα επιστημόνων που μελετούν τη Γενοκτονία, σχετικά με το ψήφισμα για τη γενοκτονία των Αρμενίων .
Η δέσμευση της γερμανικής κυβέρνησης σχετικά με την γενοκτονία των Αρμενίων είναι ζωτικής σημασίας για τη διεθνή προοπτική αυτού του ζητήματος. Το μη δεσμευτικό ψήφισμα της Γερμανικής Βουλής τον Ιούνιο του 2005 σχετικά με την εξόντωση των Αρμενίων στην Τουρκία παρέχει ένα σημαντικό πλαίσιο για τη νέα πρόταση που εξετάζεται τώρα στην επιτροπή Εξωτερικών της Ομοσπονδιακής Βουλής.Προκειμένου για την πρόοδο προς την κατεύθυνση της συμφιλίωσης που πρέπει να γίνει μεταξύ της Τουρκίας και της Αρμενικής Δημοκρατίας και του αρμενικού λαού, πρέπει να γίνει αναγνώριση των ιστορικών γεγονότων, για τη μία από τις πιο καταστροφικές φρικαλεότητες εναντίον των δικαιωμάτων του ανθρώπου της σύγχρονης εποχής.
Όπως σημείωσε η Γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή το 2005 “Η Γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή έχει οδυνηρή επίγνωση από τη δική της εθνική εμπειρία για το πόσο δύσκολο είναι για κάθε λαός να αντιμετωπίσει τις σκοτεινές πλευρές του παρελθόντος του.
Αλλά πιστεύει επίσης ότι όταν αντιμετωπίζει τη δική του ιστορία κάποιου τίμια και ξεκάθαρα, αποτελεί μια σημαντική βάση για τη συμφιλίωση” . Επιπλέον, το ψήφισμα του 2005 σημείωνε ως εξής: “Οι δηλώσεις της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής τιμούν τη μνήμη των θυμάτων της βίας, των φόνων και την απέλαση του αρμενικού λαού πριν και κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Η Γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή αποδοκιμάζει τις πράξεις της τουρκικής κυβέρνησης των Νεότουρκων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που είχε ως αποτέλεσμα την σχεδόν ολοκληρωτική εξόντωση των Αρμενίων στην Ανατολία. Επίσης θεωρεί λυπηρό το ρόλο που διαδραμάτισε το γερμανικό Ράιχ, που δεν έκανε καμία προσπάθεια να παρέμβει και να σταματήσει αυτές τις φρικαλεότητες”.
Στην εκατονταετηρίδα από τη Γενοκτονία των Αρμενίων, οι απόψεις του Πάπα Φραγκίσκου Α ‘, των κυβερνήσεων της Αυστρίας, της Βραζιλίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, καθώς και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ήταν σημαντικές , έχοντας ενταχθεί σ΄αυτές 20 άλλες χώρες (όπως η Γαλλία, η Ρωσία, η Πολωνία, η Ελλάδα, η Σουηδία), που ζήτησαν από την Τουρκία να αντιμετωπίσει το παρελθόν της αρμενικής Γενοκτονίας με ειλικρίνεια.
Η πρώτη σελίδα της εφημερίδας New York Times της 17 Απριλίου του 2015 υπογράμμισε τη σημασία του ηθικού αυτού ζητήματος: “Ένας αιώνας μετά από μια γενοκτονία, η άρνηση της Τουρκίας μόνο βαθαίνει.”
Το ξέσπασμα της παγκόσμιας κοινής γνώμης την άνοιξη του 2015, υπογράμμισε τη σημασία της επίσημης αναγνώρισης της γενοκτονίας της Οθωμανικής κυβέρνησης, επειδή το διάδοχο κράτος της, η Δημοκρατία της Τουρκίας, συνεχίζει να ασκεί μια επιθετική εκστρατεία άρνησης και παραποίησης των ιστορικών γεγονότων.
Όχι μόνο δεν υπήρξε αντιστροφή της παραπάνω κατάστασης, αλλά σημειώθηκε εκστρατεία της Τουρκίας και πίεση στις ξένες κυβερνήσεις και οργανισμούς (μουσεία, σχολεία, μέσα ενημέρωσης) για να απαγορευτούν οι εκδηλώσεις για τη γενοκτονία των Αρμενίων, γεγονός που αποτελεί παραβίαση των κυριαρχικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων και είναι ηθικά αξιοθρήνητη.
Τα γερμανικά έγγραφα σχετικά με τη γενοκτονία των Αρμενίων είναι ένα σημαντικό μέρος του ιστορικού αυτού ζητήματος. Το έργο του Johannes Lepsius, η συλλογή των αυτοπτών μαρτύρων μέσα από τις φωτογραφίες του Armin T. Wegner, οι αυτόπτες μάρτυρες των πολυάριθμων Γερμανών διπλωματών, οι υπάλληλοι, οι ιεραπόστολοι, οι νοσηλευτές, οι μηχανικοί και οι εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους, καθώς και η τεράστια συλλογή Wolfgang Gust’s από τη γερμανική διπλωματική αλληλογραφία στα αρχεία του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών, και των ξένων αρχείων , με τίτλο “Η Γενοκτονία των Αρμενίων: Στοιχεία από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών”, αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της διεθνούς ιστορικής τεκμηρίωσης.
Η Γερμανία, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον 20ο αιώνα, έχει ασχοληθεί με τις συνέπειες της γενοκτονίας με υποδειγματικό θάρρος και ηθική αναγνώριση. Η Γερμανία υπήρξε παγκόσμιος ηγέτης στην ικανότητά του να αντιμετωπίσει το παρελθόν της, να δημιουργήσει μια ισχυρή κουλτούρα της ιστορικής μνήμης και να ασχοληθεί με θέματα όπως η αποκατάσταση και η κοινωνική δικαιοσύνη στον απόηχο του Ολοκαυτώματος.
Έτσι, μια δήλωση από τη Γερμανία που να επιβεβαιώνει τα ιστορικά γεγονότα και την ιστορική καταγραφή της Γενοκτονίας περισσότερο από τρία εκατομμύρια Χριστιανών, συμπεριλαμβανομένων πάνω από ένα εκατομμύριο Αρμενίων, σύμφωνα με την εκτίμηση της Γερμανικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 1916, θα έχει μεγάλη ηθική σημασία για αυτήν την στιγμή, εκατό χρόνια μετά.
Καλούμε τους Γερμανούς νομοθέτες σε αυτή την εκατονταετηρίδα, το έτος 2015, για την γραπτή, ισχυρή νομική γνωμοδότηση από όλες τις κοινοβουλευτικές παρατάξεις, επιβεβαιώνοντας τη Γενοκτονία των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία .
Πιστεύουμε ότι η γερμανική ηγεσία θα βοηθήσει την Τουρκία να αντιμετωπίσει το παρελθόν της με την ιστορική μνήμη και θα συμβάλει στη στήριξη των προοδευτικών δυνάμεων στο εσωτερικό της Τουρκίας, και θα προσπαθήσει για την πρόοδο της ως έθνος.
Την επιστολή υπογράφουν οι εξής:
Joyce Apsel, Professor of Global Studies, New York University, jaa5@nyu.edu
Frank Chalk, Professor of History, Concordia University, Montreal, and Co-Director of the Montreal Institute for Genocide Studies, drfrank@alcor.concordia.ca
Israel W. Charny, Professor Emeritus of Psychology, Hebrew University, Jerusalem, and Executive Director, Institute on the Holocaust and Genocide, encygeno@mail.com
Daniel Feierstein, Professor and Director of the Center for Genocide Studies, Universidad Nacional de Tres de Febrero, Argentina, dfeierstein@genocidescholars.org