Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης*. Το Εργατικό Κέντρο Άρτας στο χορό του λαϊκού πολιτισμού.
Το Εργατικό Κέντρο Άρτας πέρα από τους καθημερινούς αγώνες που δίνει για τα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων, θέλει με το δικό του τρόπο να δώσει την ευκαιρία σε κάποιες κοινωνικές ομάδες και κυρίως στους νέους, να ψυχαγωγούνται μέσα από το χορό και το τραγούδι δημιουργώντας έτσι χορευτικά τμήματα.
Έχω την αίσθηση πως με αυτό τον τρόπο εκτός από την ψυχαγωγία που μπορεί να προσφέρει πάρα πολλά, μπορεί επίσης με έμμεσο τρόπο να συσπειρώσει τους εργαζόμενους και κυρίως τη νεολαία και να τους φέρει πιο κοντά στους αγώνες που τους συνδέουν με το εργατικό κίνημα.
«Μα καλά – θα μου πείτε – τι σχέση μπορεί να έχει η παράδοση με το εργατικό κίνημα;»
Η λαϊκή παράδοση είναι πολιτισμός και πολιτισμός σημαίνει πολλά για ένα λαό, κυρίως σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς που τα πάντα βάλλονται από μια στείρα παγκοσμιοποίηση που στο διάβα της προσπαθεί να ισοπεδώσει τα πάντα.
Πολιτισμός και πολιτική είναι δυο έννοιες αλληλένδετες, αναπόσπαστες μεταξύ τους. Αν οι πολιτικοί που μας κυβερνούν όλα αυτά τα χρόνια ήταν άνθρωποι του πολιτισμού, γιατί δεν τους ενδιαφέρει να είναι, η κοινωνία τότε θα ήταν καλύτερη και ο λαός θα ζούσε καλύτερα.
Η Ελλάδα του ήλιου, της θάλασσας και του πολιτισμού δεν μπορεί να είναι «Ψωροκώσταινα», από «πρίγκιπες, επαίτες» και ένας ολόκληρος λαός, προδομένος και ταπεινωμένος.
«Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στ’ αγεριού το πόδι
Εδώ το φως εδώ ο γιαλός χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν τα σίδερα μασάνε.»
Οι λαοί που γνωρίζουν καλά τον πολιτισμό τους, την παράδοσή τους, τις ρίζες τους και την ιστορία τους, δεν υποτάσσονται, δεν γίνονται ραγιάδες.
«Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι.
Κάτω απ’ τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί ραγίζουν τα λιθάρια.»
Αντίθετα, ο λαός που ξεχνάει την ιστορία του, τον πολιτισμό του, τις ρίζες του, δεν έχει μέλλον.
«Έθνος δίχως παράδοση, είναι δέντρο χωρίς ρίζες».
«Ο Ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος, γι’ αυτό το λόγο πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά μέσα στις πολιτιστικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετιστεί, και ίσως καταφέρουμε να τον αναγκάσουμε να συμβιβαστεί. Εννοώ, δηλαδή, να πλήξουμε τη γλώσσα, τη θρησκεία, την οικογένεια, τα πνευματικά, τα πολιτισμικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει, για να μη μας παρενοχλεί…»
(Χένρυ Κίσσιγκερ: τέως Υπουργός εξωτερικών των Η.Π.Α.)
…αυτά τα λίγα, με πολλά όμως υπονοούμενα, δήλωσε παλαιότερα σε συνέντευξή του (Σεπτέμβρης του ’74) o σφαγέας της Κύπρου Κίσινγκερ. Ήδη πολλά από αυτά, εδώ και πολύ καιρό, εφαρμόζονται και στην πράξη.
Είναι επιτακτική ανάγκη να αντισταθούμε με το λυρισμό της ψυχής μας και τον αγώνα της κοινής μας μνήμης. Με τη συμμετοχή μας σε πολιτιστικούς συλλόγους – χορευτικά, υψώνουμε και ένα κάστρο απέναντι σε όλους αυτούς που θέλουν να πλήξουν τους πολιτισμικούς μας θησαυρούς και πασχίζουν να σβήσουν αξίες ανεκτίμητες του λαού μας, που σαν κεράκια αναμμένα τις κράτησε και τις πέρασε από χέρι σε χέρι χιλιάδες χρόνια. Αν κάτι λάμπει ακόμα απ’ τα παλιά μας και νιώθουμε να δίνει ένα νόημα στη συλλογική μας συνείδηση, ας βιαστούμε τώρα, πριν να είναι αργά, να το παραδώσουμε και στις επόμενες γενιές… «Μη δότε τα Άγια τοις κυσί».
Πρωταρχικός σκοπός λοιπόν αυτής της αξιόλογης κίνησης του Ε.Κ.Α. μέσα από την παράδοση, είναι η ψυχαγωγία των εργαζομένων και περισσότερο των νέων που στις μέρες μας πλήττονται από την κατάρα της ανεργίας.
Οι «εθνοπατέρες» μπορεί να μας στέρησαν την αξιοπρέπεια, αλλά το χαμόγελο και την ψυχαγωγία δεν μπορούν να μας τα στερήσουν.
Χορός όμως δεν είναι μόνο βήματα, είναι και πολλά άλλα.
Είναι μια ωραία απασχόληση, μια ευχάριστη γυμναστική που συνδυάζεται με την ψυχαγωγία.
Είναι δημόσιες και κοινωνικές σχέσεις.
Είναι εκδρομές και συμμετοχή σε διεθνή φολκλορικά φεστιβάλ.
Είναι η καλλιέργεια των αρχών, των αρετών και των ιδανικών, που πηγάζουν μέσα από το δημοτικό τραγούδι.
Είναι η αγάπη του κόσμου, αλλά και να μπορείς να αγαπάς τον κόσμο, αξίες που στη σημερινή εποχή είναι δυσεύρετες, είναι θησαυρός που κοσμούν τον άνθρωπο.
Παράλληλα όμως με το χορό είναι η διάσωση, η διάδοση και η προβολή του λαϊκού πολιτισμού της περιοχής της Άρτας, της ευρύτερης περιοχής του Νομού και της Ελληνικής περιφέρειας.
Το κυριότερο όμως στο χορό είναι η έκφραση των συναισθημάτων, είναι το άγγιγμα ψυχής, το άρωμα και ο τρόπος ζωής. Είναι χαρά και απόλαυση, γλέντι και βίωμα, γλύκα και ομορφιά, πόθος και πάθος, ήθος και μύθος, τρέλα και ανατριχίλα, ένας αγώνας ωραίος μια ευχάριστη αγωνία.
Η μουσικοχορευτική παράδοση είναι ένας ατελείωτος έρωτας με τη ζωή, με τους ανθρώπους να γλεντάνε καθώς ο χορός και το τραγούδι βγαίνουν μέσα από την ψυχή, γιατί οι Ηπειρώτες γλεντούν ακόμα και με τα μοιρολόγια τους που διασκεδάζουν κλαίγοντας.
Στα περισσότερα τραγούδια διακρίνουμε τον ιαμβικό 15σύλλαβο στίχο που ο ρυθμός του ακολουθεί τους χτύπους της καρδιάς, ενώ η μελωδία των τραγουδιών θεωρείται βάλσαμο ψυχής. Η Ήπειρος της 5τονίας σε χρησιμοποιεί και σε εκφράζει, σε ακολουθεί και τη βιώνεις, σε μαγεύει και σε γοητεύει, σε κατακλύζει με τη μελωδικότητα και το λυρισμό της και σε κάνει ψυχικά λεύτερο.
Πολιτιστικοί Σύλλογοι όμως υπάρχουν πολλοί. Πόσοι από αυτούς άραγε γνωρίζουν το σκοπό τους και τι ρόλο πρέπει να παίζουν στο πολιτιστικό γίγνεσθαι; Αλλά και τα χορευτικά τους, ξέρουν να χορεύουν; και κυρίως οι χορευτές ξέρουν γιατί χορεύουν;
Θα αναρωτηθεί κανείς και θα πει, καλά πως θα γίνουν όλα αυτά;
Πως θα στηθεί ένα χορευτικό από την αρχή;
«Το σπίτι αυτό πως θα χτιστεί, τις πόρτες ποιός θα βάλει
που ‘ναι τα χέρια λιγοστά κι ασήκωτες οι πέτρες.
Σώπα, τα χέρια στη δουλειά τρανεύουν κι αυγαταίνουν,
και μην ξεχνάς που ολονυχτίς βοηθάν κι αποθαμένοι.»
Είναι επιτακτική ανάγκη, να πορευτούμε αντάμα με τη λαϊκή παράδοση, σε τούτη την εποχή που ζούμε, την εποχή του μαρασμού των αξιών, των ιδανικών και των αρχών, την εποχή της ισοπέδωσης των παραδόσεων από μια στείρα παγκοσμιοποίηση.
Η λαϊκή παράδοση είναι μήνυμα ζωής και δημιουργίας, ανοιχτή πρόκληση στις αναζητήσεις των νέων που πορεύονται μόνοι τους, αδικημένοι και ξεχασμένοι από την ίδια την πολιτεία.
*ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι
χοροδιδάσκαλος, λαογράφος