Στο μέτρο που ο ΣΥΡΙΖΑ παγιώνει την κυριαρχία του στην δημοσιοϋπαλληλία, στους ανέργους που «οραματίζονται» μία θέση στο Δημόσιο και στους πάσης φύσεως κρατικοδίαιτους «επιδοματίες», η αξιωματική αντιπολίτευση θα πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό της και να βρει τον φιλελεύθερο δρόμο του 21ου αιώνα.

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου.

Σε μία εποχή όπου ο ιδρυτής της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως (ΕΡΕ) και της Νέας Δημοκρατίας στην μεταπολίτευση, Κωνσταντίνος Καραμανλής, επείγετο να πετύχει την ελληνική ένταξη στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), ήταν υποχρεωμένος από τις συνθήκες να επιλέξει έναν ευρωπαϊκό πολιτικό χώρο μέσα στον οποίο θα μπορούσε να ενταχθεί και το κόμμα που είχε ιδρύσει.

Τελικά επέλεξε τον χώρο της ευρωπαϊκής Χριστιανοδημοκρατίας, ο οποίος, με την προσθήκη της γαλλικής γκωλικής και ζισκαρικής κεντροδεξιάς, κάλυπτε τον αποκαλούμενο ευρωπαϊκό «κοινωνικό φιλελευθερισμό». Ο τελευταίος, στην περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας βαπτίστηκε «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός», όρος που χρησιμοποιήθηκε για να ανοίξει η ΝΔ προς τον κεντροφιλελεύθερο χώρο, φέρνοντας στους κόλπους της πολιτικούς όπως ο Κων. Μητσοτάκης, ο Αθαν. Κανελλόπουλος, ο Μιχ. Παπακωνσταντίνου, ο Παύλος Βαρδινογιάννης, κ.α.PAPANDROPOULOS

Ας σημειωθεί επίσης ότι από το 1976 ένας κορυφαίος Έλληνας φιλελεύθερος δημοκράτης, ο Τιμολέων Λούης (1914-1983) είχε ιδρύσει το Κέντρο Πολιτικής Έρευνας και Επιμόρφωσης (ΚΠΕΕ), το οποίο ήταν και από τα πρώτα ιδρύματα του είδους στην Ελλάδα. Στόχοι του ΚΠΕΕ, όπως είχαν τεθεί από το καταστατικό του, ήταν: Η ευρύτερη διάδοση των βασικών αξιών της πλουραλιστικής, πολυκομματικής δημοκρατικής κοινωνίας. Η ενίσχυση των φιλελεύθερων αξιών, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και των βασικών αρχών της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς. Η συνεχής μελέτη και έρευνα των σύγχρονων κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών φαινομένων.

Έχοντας επίσης παίξει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του ιδεολογικού πλαισίου της ΝΔ, ο Τιμολέων Λούης είχε από το 1974 αναλάβει «επί τιμή» (δηλαδή άνευ αποδοχών) την γενική διεύθυνση της ΝΔ, από την οποία και παραιτήθηκε το 1976 γιατί ήταν ένας ευπατρίδης της πολιτικής και όχι γελωτοποιός της.

Όπως καταλαβαίνει κανείς, το ΚΠΕΕ κάθε άλλο παρά αρεστό ήταν στα κομματόσκυλα και στους λοιπούς αρλεκίνους του κόμματος, που στο άκουσμα και μόνον της λέξης «φιλελευθερισμός» τραβούσαν περίστροφο. Επίσης, το γεγονός ότι ο Τιμ. Λούης συνδεόταν με τον Γεώργιο Ράλλη και είχε πείσει το Ίδρυμα Αντενάουερ να χρηματοδοτεί επιμορφωτικές δραστηριότητες της ΝΔ, προκαλούσε αντιδράσεις στο εσωτερικό ενός πολιτικού φορέα που πίστευε περισσότερο στο πελατειακό κράτος παρά στην δημοκρατική υπευθυνότητα και τις φιλελεύθερες αντιλήψεις.

Έτσι, στο εσωτερικό της ΝΔ η αντιπαλότητα μεταξύ πραγματικών φιλελεύθερων στελεχών της και λαϊκοδεξιών κρατιστών εμαίνετο για μία δεκαετία σχεδόν και κατέληξε σε ήττα της φιλελεύθερης πλευράς, μετά την άδοξη πτώση της κυβέρνησης του Κων. Μητσοτάκη τον Σεπτέμβριο 1993. Στην πτώση αυτή, περισσότερο από τον Αντώνη Σαμαρά καθοριστικό ρόλο είχε παίξει ο Μιλτιάδης Έβερτ. Όπως γράφει ο σημερινός ευρωβουλευτής της ΝΔ Γιώργος Κύρτσος, που τότε ήταν διευθυντής στον Ελεύθερο Τύπο, στο βιβλίο του «Ο Μυστικός Πόλεμος των Εξουσιών», ο Μιλτ. Έβερτ «κτυπούσε αλύπητα την κυβέρνηση Μητσοτάκη, στηριζόμενος στην προνομιακή του σχέση με τον Αλαφούζο και δευτερευόντως με τον Λαμπράκη». Και σαν να μην έφτανε αυτό, «ο Μητσοτάκης αντιμετωπίστηκε σαν ξένο σώμα από τους ισχυρούς παράγοντες της ΝΔ … που έφθασαν στο σημείο να χλευάζουν τον πρωθυπουργό ρίχνοντας κάθετα την δημοτικότητα της κυβέρνησης», προσθέτει ο Γ.Κύρτσος.

Όλα αυτά συνέβαιναν δε διότι ο τότε πρωθυπουργός ήθελε να κάνει μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα και να φέρει την χώρα σε ευρωπαϊκή τροχιά, ενόψει των συνθηκών που είχαν ήδη δημιουργηθεί από την εφαρμογή της πράξης για την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και την συνακόλουθη πλήρη απελευθέρωση των συναλλαγών. Δυστυχώς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έπεσε θύμα του εθνικο-λαϊκισμού και μαζί με την πτώση της τελείωσε και η υπόθεση αναδείξεως μίας φιλελεύθερης ευρωπαϊκής Ελλάδας.

Η περίοδος Μιλτιάδη Έβερτ που ακολούθησε στην ΝΔ υπήρξε η πιο τραγική της μεταπολιτευτικής της ιστορίας, προσέφερε δε παράλληλα την ευκαιρία στο τότε σημιτικό ΠΑΣΟΚ να εμφανιστεί αυτό ως φορέας εκσυγχρονισμού και ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας.

Στην ουσία, η μετατροπή της ΝΔ σε ΠΑΣΟΚ γαλάζιου τύπου, από την μία πλευρά ακινητοποίησε θεσμικά την Ελλάδα και, από την άλλη, μην προσφέροντας λύσεις στα προβλήματα της ανδρεοπαπανδρεϊκής περιόδου (κυρίως σε αυτό του υπέρογκου χρέους), συνέβαλε ουσιαστικά στην χρεοκοπία της χώρας. Ιδιαίτερα μετά την ήττα της το 2009, η ΝΔ, όπως γράφει ο Γιάννης Λούλης στο βιβλίο του «Ο Δρόμος Προς Την Άβυσσο», άρχισε να υιοθετεί έναν άκρατο λαϊκισμό και να απομακρύνεται έτσι από τον μεσαίο χώρο –που είναι αυτός που τής άνοιξε τις πόρτες της εξουσίας.

«Ο λαϊκισμός έγινε το κεντρικό προσδιοριστικό στίγμα της ΝΔ. Η δεξιά στροφή ήταν απλώς το παραπαίδι της πορείας αυτής». Στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξης, «η λαϊκή δεξιά ήταν επίσης κυρίαρχη στον συνδικαλιστικό βραχίονα του κόμματος και ιδίως στις ΔΕΚΟ. Οι συνδικαλιστές αυτοί ήσαν εχθρικοί προς την οικονομία της αγοράς. Ήσαν αντίπαλοι των ιδιωτικοποιήσεων. Προσέβλεπαν σε έναν μεγάλο δημόσιο τομέα, όπου τα κεκτημένα θα ήσαν απείραχτα και οι πελατειακές σχέσεις ζωντανές. Άλλωστε, ήσαν κυρίως στελέχη της “λαϊκής Δεξιάς” που κατά καιρούς διαβεβαίωναν “αγωνιστές της παράταξης” ότι θα “δικαιωθούν για τους αγώνες τους” όταν η ΝΔ αναλάβει τα ηνία του κράτους», γράφει ο Γιάννης Λούλης.

Σήμερα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ παίζει με μεγαλύτερη άνεση το παιχνίδι του εθνικολαϊκισμού, γιατί τα στελέχη της γνωρίζουν ότι η φθορά των κομμάτων που οικοδόμησαν το πελατοκρατικό πολιτικό μόρφωμα είναι τέτοια που δεν εμπνέουν καμμία εμπιστοσύνη. Πιστεύουν έτσι ότι καλύπτουν ένα κενό και ελπίζουν ότι με διάφορες αλχημείες και λαϊκιστικά τεχνάσματα θα μπορέσουν να διαιωνίζουν μία κατάσταση –η οποία, όμως, έχει καταρρεύσει.

Από την άλλη πλευρά, είναι γεγονός ότι ο δικομματισμός έχει αποδυναμωθεί και άρα η χώρα θα έχει στο εξής μόνον κυβερνήσεις συνεργασίας. Η πρόκληση για τις τελευταίες, όμως, θα είναι η απελευθέρωση της οικονομίας, η πλήρης αναμόρφωση της παιδείας και της δημόσιας διοίκησης, η προώθηση νέων μορφών επιχειρείν και κοινωνικής αλληλεγγύης, η αντιμετώπιση της δημογραφικής γήρανσης και οι επιπτώσεις στο ασφαλιστικό σύστημα, καθώς και η τόνωση της εξωστρέφειας. Όλα αυτά συνεπάγονται τεράστιες ανατροπές και, κυρίως, προϋποθέτουν γνώση της πραγματικότητας.

Θα πρέπει, λοιπόν, κάποιοι να καταλάβουν ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε έπαψε να είναι αυτός των συνόρων, των τειχών και των συρματοπλεγμάτων. Όλο και περισσότερο άνθρωποι, κεφάλαια, ιδέες, εικόνες, γεγονότα και φαινόμενα κυκλοφορούν γρήγορα και ελεύθερα. Αλλάζουν έτσι τόσον οι μορφές άσκησης της εξουσίας, όσο και η τάξη πραγμάτων. Είναι συνεπώς καιρός να αλλάξουν και οι φορείς της πολιτικής. Είναι επίσης καιρός ο καθένας μας να καταλάβει ότι, στις σημερινές συνθήκες, αν δεν μπορεί να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του, κανείς άλλος δεν πρόκειται πλέον να το κάνει. Η έξοδος από την πελατοκρατία είναι ήδη αφ’ εαυτή μία ριζική ανατροπή.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ