«Η πνευματική αφύπνιση των Ελλήνων της Καππαδοκίας ήταν μια συλλογική προσπάθεια, που ξεκίνησε, όμως, από λίγους φωτισμένους ανθρώπους το 19ο αιώνα. Στην προσπάθεια αυτή για την πνευματική αναγέννηση σημαντικός ήταν ο ρόλος των λογίων, που όχι μόνο δίδαξαν αλλά με τη συγγραφική τους δραστηριότητα πρόφεραν πολλά στον ελληνισμό της Καππαδοκίας». Τα παραπάνω τόνισε, μεταξύ άλλων, ο τομεάρχης Παιδείας της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Λαρίσης κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της 18ης Πανελλήνιας Σύναξης Καππαδοκών (Γαβούστημα 2016), στο προαύλιο του ανακαινισμένου Διδακτηρίου στα Βούναινα Λάρισας.

Ο ιστορικός ερευνητής, με ρίζες από την Καππαδοκία, μιλώντας στη γενέτειρά του ανέπτυξε το θέμα «Η Εκπαίδευση στις ελληνορθόδοξες κοινότητες της Καππαδοκίας». Στην εισήγησή του σημείωσε ότι «στην Καππαδοκία υπήρξαν μέχρι την Ανταλλαγή των πληθυσμών σε εφαρμογή της συνθήκης της Λοζάνης του 1923, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, 81 ελληνορθόδοξες κοινότητες σε πόλεις και χωριά, είτε αμιγή ρωμαίικα, είτε μεικτά με μουσουλμάνους. Από αυτές, οι περισσότερες στο διάβα του χρόνου απώλεσαν την ελληνική λαλιά και τουρκοφώνησαν. Έτσι, σε μόλις 32 κοινότητες επιβίωσαν ελληνικά γλωσσικά ιδιώματα που παραπέμπουν στην αρχαία ελληνική γλώσσα, ενώ στις 49, σταδιακά, επικράτησε η τουρκική γλώσσα».

Ο δρ Μάξιμος Χαρακόπουλος υπογράμμισε ότι «δεν είναι τυχαίο ότι βασικό κριτήριο προσδιορισμού της εθνικής συνείδησης για την ανταλλαγή των πληθυσμών στη συνθήκη της Λοζάνης δεν ήταν η γλώσσα αλλά η θρησκεία. Και στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης των Ρωμιών της Καππαδοκίας που τουρκοφώνησαν καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η ορθόδοξη εκκλησία με την καθιέρωση της λεγόμενης καραμανλίδικης γραφής».

Όπως ανέφερε «το πρώτο οργανωμένο σχολείο που λειτούργησε στην περιοχή της Καππαδοκίας ήταν εκείνο της Σινασού το 1821, που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της συντεχνίας των Σινασιτών Χαβιαράδων της Κων/πολης και με τη συνδρομή του εθνικού ευεργέτη Ι. Βαρβάκη, που συνεργαζόταν μαζί τους». Ενώ «τα μαθήματα που διδάσκονταν ήταν τέσσερα: Το αλφαβητάριο, το προσευχητάριο (συνήθως η Οκτώηχος ή το Συναξάρι), η αριθμητική και τα τούρκικα».

Ο Θεσσαλός πολιτικός υπενθύμισε ότι «από τα μέσα του 19ου αιώνα στην Ελλάδα αναπτύσσεται η πολιτική της Μεγάλης Ιδέας. Το εθνικό κέντρο, αθόρυβα αλλά σταθερά, προωθεί την εθνική αφύπνιση των Ελλήνων της Ανατολής, με την προσπάθεια αναβίωσης της ελληνικής γλώσσας σε περιοχές που για αιώνες έχει σιγήσει. Η εκπαίδευση, επομένως, αναδεικνύεται σημαντικός παράγοντας ενίσχυσης του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων της Ανατολής».

Στην εκδήλωση που διοργανώθηκε από το Μικρασιατικό Σύλλογο Βουναίνων «Η καθ’ ημάς Ανατολή» υπό την αιγίδα της Πανελλήνιας Ένωσης Καππαδοκικών Σωματείων βραβεύτηκαν μαθητές που διακρίθηκαν στο διαγωνισμό με θέμα την τραυματική ενσωμάτωση των προσφύγων της Μικράς Ασίας στην ελλαδική πραγματικότητα. Για τον διαγωνισμό μίλησε η Φιλολόγος κ. Ερμιόνη Μαγαλιού, ενώ ο ιστορικός κ. Κωνσταντίνος Νίγδελης  ανέπτυξε το θέμα «Αργυρούπολη- Σουλούτσοβα- Βούναινα, πορεία στο χρόνο».

 

Εισήγηση

δρ Μάξιμου Χαρακόπουλου

στην 18η Πανελλήνια Σύναξη Καππαδοκών (Γαβούστημα 2016)

 

«Η Εκπαίδευση στις ελληνορθόδοξες κοινότητες της Καππαδοκίας»

 

«Φίλες και φίλοι,

Στην Καππαδοκία υπήρξαν μέχρι και τις τελευταίες μέρες της Ανταλλαγής των πληθυσμών σε εφαρμογή της συνθήκης της Λοζάνης του 1923 μετά τη μικρασιατική καταστροφή, 81 ελληνορθόδοξες κοινότητες σε πόλεις και χωριά, είτε αμιγή ρωμαίικα, είτε μεικτά με μουσουλμάνους. Από αυτές, οι περισσότερες στο διάβα του χρόνου απώλεσαν την ελληνική λαλιά και τουρκοφώνησαν.

 

Έτσι, σε μόλις 32 κοινότητες επιβίωσαν ελληνικά γλωσσικά ιδιώματα που παραπέμπουν στην αρχαία ελληνική γλώσσα, ενώ στις 49, σταδιακά, επικράτησε η τουρκική γλώσσα. Για την τουρκοφωνία έχουν ειπωθεί πολλά. Και αποτέλεσε και έναν από τους βασικούς λόγους που έκαναν πιο δυσχερή την ενσωμάτωση των Καππαδοκών προσφύγων στην νεοελληνική κοινωνία σε σχέση με τους υπόλοιπους πρόσφυγες που γνώριζαν την ελληνική γλώσσα.

 

Είναι ευρέως γνωστή η θεωρεία ότι οι Καππαδόκες κλήθηκαν να επιλέξουν ανάμεσα στη γλώσσα και την πίστη τους και επέλεξαν να κρατήσουν την ορθοδοξία και να μην αλλαξοπιστήσουν. Βεβαίως, υπήρξαν περίοδοι στην οθωμανική ιστορία που χαρακτηρίστηκαν από βίαιους εξισλαμισμούς, αλλά και εκούσιους από χριστιανούς που αλλαξοπίστησαν και «τούρκεψαν» γιατί δεν άντεχαν να αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

 

Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη πρώτον ότι οι Ρωμιοί στην Καππαδοκία είναι μια μικρή μειονότητα που συναλλάσσεται με την πολλαπλώς υπέρτερη πληθυσμιακά πλειονότητα στην επικρατούσα γλώσσα. Δεύτερον ότι η Καππαδοκία μετά την ατυχή μάχη στο Ματζικέρτ το 1071 και την ήττα του Ρωμανού Δ΄ του Διογένη έμεινε υπό οθωμανικό ζυγό πάνω από 8 αιώνες μέχρι την έξοδο των Ρωμιών το 1924. Θυμίζω ακόμη ότι στην Αμερική σήμερα, μόλις τέταρτης και πέμπτης γενιάς Ελληνοαμερικανοί δεν μιλούν ελληνικά.

 

Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι βασικό κριτήριο προσδιορισμού της εθνικής συνείδησης για την ανταλλαγή των πληθυσμών στη συνθήκη της Λοζάνης δεν ήταν η γλώσσα αλλά η θρησκεία. Και στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης των Ρωμιών της Καππαδοκίας που τουρκοφωνησαν καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η ορθόδοξη εκκλησία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την καθιέρωση της λεγόμενης καραμανλίδικης γραφής.

 

Με τα καραμανλίδικα, την γραφή της ομιλούμενης τουρκικής με ελληνικά γράμματα, δόθηκε η δυνατότητα πρόσβασης των Καππαδοκών στα εκκλησιαστικά κείμενα αλλά και σε βιβλία θρησκευτικού και εκπαιδευτικού χαρακτήρα.

 

Όταν το 19ο αιώνα στο μικρό ελληνικό βασίλειο γεννήθηκε η θεωρεία της Μεγάλης Ιδέας και της απελευθέρωσης των αλύτρωτων πατρίδων, της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη και όχι την τότε μικρή επαρχιακή πόλη των Αθηνών, εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον για την εκπαίδευση των ελληνοπαίδων της Ανατολής και την πνευματική και εθνική τους αφύπνιση.

 

Είναι αλήθεια ότι στις αρχές του 19ου αιώνα η μόρφωση των περισσότερων Μικρασιατών ήταν πολύ περιορισμένη. Σύμφωνα με τον ερευνητή Χρήστο Σολδάτο «Αυτοί που γνώριζαν ελληνικά δείχνονταν με το δάχτυλο κι αυτοί που γνώριζαν ανάγνωση εκκλησιαστικών βιβλίων κι εκκλησιαστική μουσική ήταν μόλις ένας στους εκατό».

 

Γρήγορα, όμως, οι Μικρασιάτες αντιλήφθηκαν ότι οι λησμονημένες επί αιώνες ελληνορθόδοξες κοινότητές τους θα έβγαιναν από την απομόνωση, με την ανάπτυξη της παιδείας. Ιδίως μετά το 1856 παρατηρείται μία άνθηση των ελληνικών γραμμάτων με τη δημιουργία σχολείου και στο τελευταίο ρωμαίικο χωριό της οθωμανικής επικράτειας.

 

Συστηματική προσπάθεια για την ίδρυση σχολείων και την επάνδρωσή τους με δασκάλους που αποφοιτούσαν από σημαντικές ελληνικές σχολές, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή ή η Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, ξεκινά μετά το 1830 με πρωτοβουλίες των μητροπολιτών, πρώτα της Καισάρειας και μετά του Ικονίου.

 

Το πρώτο οργανωμένο σχολείο που λειτούργησε στην περιοχή της Καππαδοκίας ήταν εκείνο της Σινασού, της αποκαλούμενης και «Διαμάντι της Ανατολής» το 1821. Δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της συντεχνίας των Σινασιτών Χαβιαράδων της Κων/πολης και με τη συνδρομή του εθνικού ευεργέτη Ι. Βαρβάκη, που συνεργαζόταν μαζί τους. Η εγγραφή και η φοίτηση των παιδιών ήταν υποχρεωτική, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι επιβαλλόταν πρόστιμο σε όποιον δεν άφηνε το παιδί του να ολοκληρώσει τον κύκλο σπουδών.

 

Όπως καταγράφει η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους «Στην περιοχή της Καισάρειας λειτουργούσαν συνολικά 58 σχολές: 3 αλληλοδιδακτικές, 25 μη πλήρεις αστικές, 9 πλήρεις αστικές, τριτάξια ή τετρατάξια «ελληνικά» (σχολαρχεία), 7 παρθεναγωγεία, 2 γραμματοδιδασκαλεία και 2 ιερατικές σχολές. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους 43 συνολικά οικισμούς που υπάγονται στην Μητρόπολη Ικονίου. Λειτουργούσαν συνολικά 54 σχολές: 2 νηπιαγωγεία, 25 αλληλοδιδακτικά, 8 πλήρεις αστικές, 9 πλήρη ελληνικά και 10 τετρατάξια ή εξατάξια «παρθεναγωγεία». Σταθμό, τέλος, στα εκπαιδευτικά ζητήματα της Καππαδοκίας αποτέλεσε η ίδρυση το 1882 του γυμνασίου αρρένων στο Ζιντζίντερε».

 

Τα αποτελέσματα, βέβαια, από τη λειτουργία των σχολείων αυτών δεν ήταν άμεσα και εντυπωσιακά, ιδιαίτερα στις φτωχές περιοχές, όπου τα χρήματα για τη συντήρηση των σχολείων ήταν λιγοστά, ενώ υπήρχαν συχνά έριδες στους κόλπους των κοινοτήτων.

 

Επιπλέον, η βοήθεια από τη μητροπολιτική Ελλάδα ήταν ασήμαντη, καθώς επικέντρωνε το ενδιαφέρον της μόνο στα μεγάλα παραθαλάσσια αστικά κέντρα του ελληνισμού της Μικρασίας, και η προσαρμογή των δασκάλων ήταν δύσκολη στα ήθη, στην νοοτροπία και το χαρακτήρα των Ελλήνων του εσωτερικού της Μικράς Ασίας.

 

Τα αποτελέσματα όμως θα γίνουν πιο ορατά μετά το 1880, όταν όλη αυτή η φιλεκπαιδευτική δραστηριότητα θα οργανωθεί πιο αποτελεσματικά, η οικονομική δύναμη των κοινοτήτων της Καππαδοκίας θα ανέβει σημαντικά και έτσι η εθνική αφύπνιση των Ελλήνων της περιοχής θα επιταχυνθεί με τη βοήθεια της εκκλησίας και της παιδείας.

 

Η διαδεδομένη πάντως χρήση της τουρκικής γλώσσας στους ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς της μικρασιατικής ενδοχώρας αλλά και του δυτικού Πόντου (Μπαφραλήδες) επιβεβαιώνει κατά τον Ν. Μαρατζίδη «την περιορισμένη απήχηση των ελεγχόμενων από την Ελλάδα εκπαιδευτικών θεσμών, που εμφυτεύτηκαν στις κοινότητες αυτές των Ποντίων. Παρά τη συστηματική προσπάθεια του ελληνικού κράτους και του Πατριαρχείου στο τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα για ίδρυση σχολείων και τα αποτελέσματα που παρατηρήθηκαν, το «πρόβλημα» της τουρκοφωνίας έδειχνε δυσεπίλυτο. Εξάλλου, η προσπάθεια εκμάθησης ελληνικών ακόμη και μέσα στα σχολεία παρουσιάζεται συχνά ως κάτι το εξαιρετικά δύσκολο».

 

Στη Σουλούτζοβα λειτουργούσε σχολείο το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα και αυτό με πρωτόγονα εποπτικά μέσα, χωρίς συγκεκριμένη μέθοδο διδασκαλίας. Ούτε μαυροπίνακας δεν υπήρχε. Το μόνο εποπτικό μέσο ήταν το αμμοδοχείο, όπου με ένα ξυλάκι ή με το δείκτη του χεριού σχημάτιζαν οι μαθητές τα γράμματα. Η διδασκαλία είναι σχεδόν απρογραμμάτιστη και στηρίζεται μόνο στις ικανότητες, την προπαίδεια και την ευσυνειδησία των δασκάλων, η συγκρότηση των οποίων τις περισσότερες φορές είναι απελπιστική.

 

Το σχολείο λειτουργούσε, τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, πρωί και απόγευμα, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι η φοίτηση όλων των μαθητών ήταν τακτική, Η συνέπεια στην παρακολούθηση των μαθημάτων εξαρτιόταν άμεσα από τις αγροτικές ασχολίες των γονιών. Οι μαθητές πολλές φορές αναγκάζονταν να θυσιάσουν το μάθημα, προκειμένου να συμβάλουν στις αγροτικές εργασίες του νοικοκυριού. Βασική παιδευτική μέθοδος ήταν ….το ξύλο. Η φοίτηση βεβαίως δεν ήταν υποχρεωτική.

 

Την κατάσταση που επικρατεί στα σχολεία της επαρχίας Ικονίου περιγράφει χαρακτηριστικά πατριαρχικό σιγίλιο προς αυτά, του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ που υπογράφεται και από άλλους εννέα συνοδικούς αρχιερείς στις 08.01.879. Το έγγραφο είναι στα καραμανλήδικα –μιας και η πλειονότητα των Καππαδοκών τα καραμανλήδικα γνωρίζει- και αναφέρει τα εξής: «Συμπεραίνουμε απ΄ όσα μας γράφετε ότι τα σχολεία σας βρίσκονται σε άθλια κατάσταση κι ότι δεν υπάρχει ένας κανονισμός, ότι οι δάσκαλοι βρίσκονται τυχαία, διορίζονται χωρίς κανονισμό κα συχνά απολύονται προτού λήξει η θητεία τους. Σας ζητούμε τη σύνταξη ενός κανονισμού των σχολείων και την αποστολή στα Πατριαρχεία για έγκριση».

 

Λόγος για άδεια άσκησης του διδασκαλικού επαγγέλματος δεν μπορεί να γίνεται, Δάσκαλοι ήταν συνήθως Καππαδόκες απόφοιτοι σχολαρχείου των γύρω προηγμένων κοινοτήτων: Νεβσεχιρ, Πόρου, Μπερεκετλί Μαντέν ή της Νίγδης. Οι γνώσεις που μετέφεραν ήταν περιορισμένες: γραφή, ανάγνωση και αριθμητική. Ικανές, όμως, για να διατηρήσουν άσβεστη τη φλόγα της εθνικής τους συνείδησης, μιας και οι δάσκαλοι τις παιδαγωγικές γνώσεις που τους έλλειπαν τις αναπλήρωναν με το ζήλο και την πίστη τους.

 

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, που παρατηρείται μια πνευματική έκρηξη του ελληνισμού της Ανατολή, δεν έλειψαν και από τη Σουλούτζοβα φωτισμένοι δάσκαλοι, όπως ο «Καχραμάν Δάσκαλος» από το Ακ νταγ Μαντέν, που στις σχολικές εκδρομές δεν διστάζει (πάντα βέβαια με τις κατάλληλες προφυλάξεις) να μαθαίνει στους μαθητές του πατριωτικά τραγούδια, προκειμένου να επιτύχει την εθνική τους αφύπνιση.

 

Τα δίδακτρα (τις περισσότερες φορές σε είδος) τα κατέβαλλαν οι γονείς των μαθητών, οι οποίοι επιπλέον εκ περιτροπής κάθε μέρα προσέφεραν το γεύμα στο δάσκαλο. Όταν μια οικογένεια ήταν άπορη, τα δίδακτρα αναλάμβανε η εκκλησία. Την Κυριακή ήταν απαραίτητος ο εκκλησιασμός όλων των μαθητών. Ο καλύτερος θα διάβαζε τον Απόστολο και στου περήφανους γονείς του θα έδινε τα συγχαρητήριά του το εκκλησίασμα.

 

Τα μαθήματα που διδάσκονταν ήταν τέσσερα: Το αλφαβητάριο, το προσευχητάριο (συνήθως η Οκτώηχος ή το Συναξάρι), η αριθμητική και τα τούρκικα. Στη διακριτική ευχέρεια ή τις γνώσεις των δασκάλων ήταν το κατά πόσον θα διδάσκονταν οι μαθητές πατριδογνωσία ή ελληνική ιστορία.

 

Η αλήθεια είναι ότι το έργο των δασκάλων ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Δεν είναι μόνο ότι πολλές φορές συναντούσαν την αδιαφορία, την καχυποψία ή ακόμη και την εχθρότητα των αγράμματων γονιών. Δίδασκαν τα ελληνικά σε μαθητές που στο οικογενειακό τους περιβάλλον, στο παιχνίδι και σε όλους τους χώρους εκτός σχολείου μιλούσαν τουρκικά.

 

Όπως επισημαίνει ο Σολδάτος «Οι τουρκόφωνοι Έλληνες (…) ξύπνησαν με τα καραμανλήδικα βιβλία και προχώρησαν στην ανάγνωση όχι μόνο θρησκευτικών βιβλίων αλλά κα μορφωτικών». Αναμφίβολα τα καραμανλήδικα αποτέλεσαν την πρώτη θαρραλέα προσπάθεια εισαγωγής της ελληνικής γλώσσας στους τουρκόφωνους Έλληνες της Μικράς Ασίας.

 

Στα 1861 ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη ο «Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως», ο οποίος προσπαθεί να συστήσει εκπαιδευτικούς μηχανισμούς έξω από τους θρησκευτικούς θεσμούς. Άμεσος στόχος του είναι «η διάδοσις των γραμμάτων εν γένει εις τους εν τω οθωμανικώ κράτει ορθοδόξους λαούς».

 

Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος θα χαρακτηρισθεί και «Υπουργείον της Παιδείας των εν Τουρκία Ελλήνων», γίνεται ένας σημαντικός φορέας ελληνοκεντρικής εκπαίδευσης για τους Ρωμιούς και αναπτύσσει ένα εκπαιδευτικό δίκτυο σε όλη σχεδόν την Ανατολή.

 

Από πολύ νωρίς εκφράζονται αμφιβολίες σχετικά με την απόδοση –στους τουρκόφωνους μαθητές- των πατριαρχικών προγραμμάτων, που ήταν κατάλληλα για ελληνόφωνους μαθητές. Γι αυτό και σε συνεργασία με την Κεντρική Εκπαιδευτική Επιτροπή του Πατριαρχείου, ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως θα προχωρήσει στη σύνταξη μεθόδου για τους τουρκόφωνους Έλληνες.

 

Γεγονός πάντως είναι ότι η προσπάθεια εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας με τα αλφαβητάρια των τελευταίων χρόνων που ήταν στην ελληνική και στα καραμανλήδικα, «Ελένη, καλή μου κόρη, τι τα κάνεις τα άνθη, μικρά μου;/ Ελένη, ιγί κιζίμ, νε γιαπατσάν κιουτσουγιούμ που τσιτσεκλερί», δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Και τούτο, διότι τις περισσότερες φορές ούτε οι ίδιοι οι δάσκαλοι δεν γνώριζαν την ελληνική. Οι μαθητές απλώς παπαγάλιζαν το μάθημά τους (τόσο καλά που παρέμειναν εκφράσεις όπως οι παραπάνω), χωρίς όμως να μαθαίνουν ελληνικά.

 

Ενδεικτική αυτής της αλήθειας είναι και η αποστήθιση περικοπής του αναγνωστικού από την γιαγιά μου την Τοξάνα (Αλεξάνδρα) Χαρακοπούλου, που μπορεί η ίδια να μην πήγε σχολείο και να μην έμαθε ποτέ ελληνικά, ωστόσο, παρακολουθούσε την προσπάθεια ανάγνωσης του μαθήματος της ημέρας από τον Γιωρίκα Μερτζανίδη. Έλεγε λοιπόν με ανάλογη προφορά: «Εις εν χωρίον της Σμύρνης ζούσεν ο γερο-Γεωργιάδης. Είχεν και τύο παιτία. Ο Πέτρος ήτο μεγαλύτερο του Νικολάου. Αγάπων πολύ τον πατέρα των και την μητέρα των και τεν έκαναν καμία φορά κακόν».

 

Από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ελλάδα αναπτύσσεται η πολιτική της Μεγάλης Ιδέας. Το εθνικό κέντρο, αθόρυβα αλλά σταθερά, προωθεί την εθνική αφύπνιση των Ελλήνων της Ανατολής, με την προσπάθεια αναβίωσης της ελληνικής γλώσσας σε περιοχές που για αιώνες έχει σιγήσει. Φτάνει στο σημείο να χρηματοδοτεί διδασκαλεία νηπιαγωγών, όπως αυτό στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στο Ζιντζίντερε της Καισάρεια, που δημιουργήθηκε με τη συμβολή του Συλλόγου Μικρασιατών της Αθήνας η «Ανατολή». Και αυτό, γιατί «η ίδρυσης Νηπιαγωγείων είναι απαραίτητος εις τας κοινότητας της Μικράς Ασίας, διότι τα νήπια ευκόλως δύνανται να εθισθώσιν εις το διαλέγεσθαι ελληνιστί».

 

Η πνευματική αφύπνιση των Ελλήνων της Καππαδοκίας ήταν μια συλλογική προσπάθεια, που ξεκίνησε όμως από λίγους φωτισμένους ανθρώπους. Στην προσπάθεια αυτή για την πνευματική αναγέννηση σημαντικός ήταν ο ρόλος των λογίων, που όχι μόνο δίδαξαν αλλά με τη συγγραφική τους και εκδοτική τους δραστηριότητα πρόφεραν πολλά στον ελληνισμό της Καππαδοκίας.

 

Στην εκδοτική προσπάθεια σημαντικός ήταν επίσης ο ρόλος πολλών επιφανών και πλούσιων Καππαδοκών, που πρόσφεραν χρήματα για τη λειτουργία των σχολείων, αλλά και για την έκδοση βιβλίων γενικότερου ενδιαφέροντος, όπως: θρησκευτικού περιεχομένου, ιστορικά εγχειρίδια, επιστημονικά, γεωγραφίες, γραμματικές, βιβλία με ελληνικά τραγούδια, παιδαγωγικά, όπως Ο Γεροστάθης και Ο Παπα-Χριστόφορος του Μελλά. Αρκετές μάλιστα εκδόσεις γνώρισαν μεγάλη επιτυχία φτάνοντας τον καταπληκτικό για την εποχή αριθμό των 4000 αντιτύπων.

 

Στην πνευματική αναγεννητική προσπάθεια των Ελλήνων της Καππαδοκίας σημαντική είναι η συμβολή του μεγάλου λόγιου και δασκάλου Αγαθάγγελου. Στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα άφησε τη Τεργέστη και ήρθε στην Καππαδοκία. Οργάνωσε τη σχολή της Μονής Ιωάννου Προδρόμου στο Ζιτζίντερε και συνέβαλε στο να γίνει σημαντικό θεολογικό και επιστημονικό ίδρυμα. Πολλοί μαθητές του τιμήθηκαν με μητροπολιτικούς θρόνους και καθηγητικές έδρες στη Θεολογική Σχολή της Χάλκη.

 

Σημαντική προσωπικότητα ήταν ο Φ. Αριστόβουλος, ο οποίος δίδαξε και οργάνωσε τα σχολεία του Νέβσεχιρ (Νεάπολη), δημοσίευσε μεταφράσεις ελληνικών έργων στα καραμανλήδικα, ανάμεσα στις οποίες και το Γεροστάθη του Μελλά. Από τα σχολεία αυτά προήλθαν δάσκαλοι του γένους, λόγιοι και επιστήμονες που διακρίθηκαν και στην Ελλάδα, όπως ο ιστορικός και βουλευτής του οθωμανικού Κοινοβουλίου Παύλος Καρολίδης.

 

Η εκπαιδευτική διαδικασία λοιπόν στην Καππαδοκία αποκτά εθνικό νόημα, καθώς επίκεντρό της αποτελεί η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Κι αυτό, γιατί η εθνική υπόσταση των τουρκόφωνων Ελλήνων τελεί υπό αμφισβήτηση λόγω της γλωσσικής τους αφομοίωσης που προηγήθηκε. Επιβάλλεται, έτσι, η επανάκτηση της ελληνικής στις τουρκόφωνες κοινότητες της Καππαδοκίας. Η εκπαίδευση, επομένως, αναδεικνύεται σημαντικός παράγοντας ενίσχυσης του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων της Ανατολής.

 

Τελευταία δασκάλα στη Σουλούτζοβα ήταν η Μαρίκο Χατζηλιάδου (νύφη από τη Νίγδη, γι αυτό και τη φώναζαν και Σεχιρλί). Όσο έλειπαν οι άνδρες στην Κιλικία, αυτή διάβαζε την αλληλογραφία στις γυναίκες του χωριού που δεν πήγαν σχολείο.

 

Το ότι οι Σουλουτζοβαλήδες γνώριζαν γραφή και ανάγνωση των ελληνικών χαρακτήρων μας το επιβεβαιώνει και ο Χαράλαμπος Αγγλόπουλος στο χειρόγραφό του που έχω αποθησαυρίσει στο βιβλίο μου «Ρωμιοί της Καπαδοκίας» όπου γράφει: «κι αλληλογραφία είχαμε με τους δικούς μας» (προφανώς στα καραμανλήδικα).

 

Πάντως, αυτή η περιορισμένη έστω εκπαίδευση, που έλαβαν οι τελευταίοι Σουλουτζοβαλήδες, τους φάνηκε χρήσιμη όταν ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, γιατί, όταν έμαθαν να μιλούν ελληνικά, ήταν ταυτόχρονα σε θέση να τα γράφουν και να τα διαβάζουν λόγω των καραμαλήδικων που γνώριζαν.

 

Ο γλωσσικός εξελληνισμός ήταν στρατηγική επιλογή της πολιτείας και στόχος που συμμερίζονταν και οι πρόσφυγες, που παρότρυναν τους δασκάλους να εξαντλούν την αυστηρότητά τους. Ωστόσο, το έργο τους ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, καθώς εκτός σχολείου οι μαθητές μιλούσαν τουρκικά. Θα κλείσω με μια μαρτυρία που μου εξιστόρησαν στη διάρκεια εκπόνησης της διδακτορικής μου διατριβής: «Μια μέρα ένας μαθητής δεν ήξερε τι θα πει η λέξη “νίκησα”, τότε ο δάσκαλος πάλεψε μαζί του και όταν τον έριξε κάτω, του είπε, αυτό θα πει νίκησα».

 

Σας ευχαριστώ για την προσοχή».

 

maximos-xara1

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ