Η Ανθούλα Δανιήλ, Δρ Φιλολογίας και κριτικός λογοτεχνίας, συνομιλεί με τον Μάριο Μιχαηλίδη.

-κα Δανιήλ διανύσατε ήδη μια μεγάλη και γόνιμη πορεία στην Εκπαίδευση ως καθηγήτρια αλλά και ως επιμορφώτρια φιλολόγων, ενώ εξακολουθείτε να γράφετε κριτικές λογοτεχνικών έργων. Θέλω να σας ρωτήσω πότε πρωτονιώσατε την ανάγκη να εκφραστείτε στον γραπτό λόγο;

Στο δημοτικό. Έκθεση· δακρύβρεχτα πράγματα και στο Γυμνάσιο οργισμένα, κοινωνικά συμβόλαια δικής μου εμπνεύσεως,  πριν ενημερωθώ για τον Διαφωτισμό και άλλα.

Σαν μαθήτρια αγαπούσα όλα τα αρχαία. Γοητευόμουν από τα κείμενα, ένιωθα δέος από τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία με αγάλματα αρχαίων θεών και ηρώων. Μου άρεσαν όλα τα φιλολογικά μαθήματα· η Ιστορία και η αρχαιολογία, τα κινηματογραφικά έργα με ιστορικό περιεχόμενο, ελληνικά και ξένα, εν ολίγοις τα πάντα. Ό,τι μου θύμιζε αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, πρώτα πρώτα.  Διασταύρωνα ό,τι  έβλεπα στον κινηματογράφο με ό,τι διάβαζα στα βιβλία  και συμπλήρωνα με ό,τι νόμιζα πως έλειπε· διόρθωνα τη φύση, εν ολίγοις, έβρισκα αντιστοιχίες, έτσι σαν παιχνίδι. Μετά έγινε επιστήμη.

Η επιτυχία μου στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ήταν το εισιτήριο για τον παράδεισο. Στα φοιτητικά μου χρόνια διάβασα όλους σχεδόν του πεζογράφους, όλα τα έργα Ξενόπουλου και Καζαντζάκη.  Μιλάμε για τόμους…

-Πότε αρχίσατε να δημοσιεύετε;

-Τα προκριματικά  έγιναν το 1983, όταν στη Σχολή Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης έκανα μια εργασία  για τα Τρία ποιήματα με Σημαία Ευκαιρίας του Οδυσσέα Ελύτη και ο καθηγητής μου στη Σχολή, ο Κώστας Μπαλάσκας,  με παρότρυνε να συνεχίσω και στη συνέχεια επέβλεψε και τα βιβλία μου, το 1986, τη μελέτη για το  Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου   και δύο χρόνια μετά τη μελέτη για τα Τρία Κρυφά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη.  Χάριν αστεϊσμού, εδώ πρέπει να πω πως, όταν ο Ελύτης πήρε το βραβείο Νόμπελ, ένιωσα τόση χαρά και ενθουσιασμό σαν να το είχα πάρει εγώ. Τότε ήταν που έβαψα κόκκινα τα όνειρά μου, γέμισα ρόδια, ζέφυρους, φιλιά και καρποφόρα γέλια την ποδιά μου, για να δείξω την ελυτική χαρά μου. Επόμενο ήταν και το διδακτορικό μου στον Ελύτη να το κάνω.  Μετά τη συγγραφή επομένως των βιβλίων, για τους δύο κολοσσούς της ποίησής μας, έγινα μόνιμη συνεργάτις στο περιοδικό Γράμματα και Τέχνες του  ποιητή, πεζογράφου και δοκιμιογράφου Κώστα Παπαγεωργίου, συγχρόνως άρχισα να δημοσιεύω εργασίες στη Φιλολογική– το περιοδικό της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων- μετά σε εφημερίδες και άλλα περιοδικά, παράλληλα παρουσίαζα μελέτες με θεατρικά έργα που μου άρεσαν, κινηματογραφικά επίσης και μουσικά που παρακολουθούσα στο  Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και στη Λυρική Σκηνή, πριν ακόμα γίνω μέλος της  Ένωσης Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.  Μετά έγραψα βιβλία μελέτες λογοτεχνίας, για την ποίηση, κυρίως, και για την πεζογραφία, για τα σχολικά  κείμενα, τα οποία βεβαίως δεν είναι καθόλου σχολικά στην προσέγγισή τους. Μαζί με την Αγγελική Κορκοβέλου επιμεληθήκαμε το περιοδικό ΑΕΡΟΣΤΑΤΟ του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο πήγαινε σε όλο τον κόσμο. Και τότε ήταν που γνώρισα από κοντά και μίλησα με λογοτέχνες και εικαστικούς, για τις ανάγκες του περιοδικού. Ήταν και το ΑΕΡΟΣΤΑΤΟ κάτι σαν παράδεισος.

– Γνωρίζω όμως ότι έχετε γράψει τόσο για τον κινηματογράφο, όσο και για το αρχαίο θέατρο και όχι μόνον. Πείτε μας γι αυτή την εμπειρία.

-Η σχέση μου με τον κινηματογράφο πρέπει να άρχισε σε ηλικία που δεν μπορώ να προσδιορίσω. Οπότε, όταν ήρθε η ώρα, έκανα, πάλι μαζί με την Αγγελική Κορκοβέλου ένα βιβλίο για τον ελληνικό κινηματογράφο, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος ΙΔΕΚΕ. Και όποτε με  κεντρίσει καλά μια, κινηματογραφική ταινία, την μελετώ και την παρουσιάζω.

Κι επειδή το ένα φέρνει το άλλο,  παρακολούθησα ένα σεμινάριο δύο μηνών για το αρχαίο δράμα, στον θεατρικό Οργανισμό «Δεσμοί» με διδάσκοντες τους: Ασπασία Παπαθανασίου, Νικήτα Τσακίρογλου, Κώστα Γεωργουσόπουλο, Φάνη Κακριδή, Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Έρση Πίτα, Νίκη Τριανταφυλλίδη, Σταύρο Ντουφεξή  κ.ά. Έγραψα τα κείμενα και επιμελήθηκα ένα D.V.D. για Δώδεκα Έλληνες Λογοτέχνες που μου ανέθεσε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Στο Παιδαγωγικό επίσης δύο βιβλία για την Έκθεση και τη Γλώσσα, ένα ντοκιμαντέρ για τον Στρατή Μυριβήλη, εκπομπές στο ραδιόφωνο. Και  άλλα πολλά που το ένα είναι συμπληρωματικό του άλλου. Έλαβα μέρος σε συνέδρια, σεμινάρια, ομιλίες, παρουσιάσεις ων ουκ έστιν αριθμός, δίδαξα στην Επιμόρφωση σε όλη την Ελλάδα σχεδόν …

– Διαβάζει ο κόσμος σήμερα;

-Το βιβλίο δεν πρόκειται να χαθεί, κουβαλάει μεγάλο μύθο. Όσο για το πόσοι διαβάζουν, έχω την εντύπωση πως τα πράγματα ίδια ήταν πάντοτε και εκείνοι που διάβαζαν  -σε αριθμό εννοώ- διαβάζουν και σήμερα. Στον καιρό μου, σε μια τάξη με ογδόντα  μαθήτριες οι δέκα διαβάζαμε.  Η ίδια αναλογία υπήρχε και για την είσοδο στα πανεπιστήμια. Σήμερα, με χίλιες ευκολίες, είναι όλοι υποψήφιοι και διαμαρτύρονται για το σύστημα. Θέλουμε να μπαίνουμε στο πανεπιστήμιο διαβάζοντας όλο και λιγότερα ενώ θα έπρεπε να θέλουμε περισσότερα.

-Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για τις ανθρωπιστικές σπουδές όλο και μειώνεται. Εσείς ως έμπειρη εκπαιδευτικός πώς κρίνετε την πορεία των ανθρωπιστικών μαθημάτων στη Μέση Εκπαίδευση;

-Κάθε χρόνο πείθομαι πως οι ηνίοχοι της παιδείας μας δεν αγαπούν τα γράμματα. Φωνάζουμε για τον ελληνικό πολιτισμό μας, αλλά τον υποσκάπτουμε διαρκώς, αφαιρώντας τα ανθρωπιστικά μαθήματα από το πρόγραμμα. Τα μαθήματα που δεν εξετάζονται είναι σαν τα βάζουμε στο  περιθώριο, διότι ως γνωστόν μάθημα που δεν εξετάζεται, δεν διαβάζεται.   Και η  ύλη όλο και λιγοστεύει, τα μαθήματα  που εξετάζονται επίσης λιγοστεύουν, όλοι οι υποψήφιοι, αν δεν θέλουν να γίνουν γιατροί, θέλουν να γίνουν οικονομολόγοι (για να σώσουν την Ελλάδα από την κρίση, υποθέτω).

Από το λεγόμενο εξωσχολικό διάβασμα,  όσοι διαβάζουν  προτιμούν ό,τι φαίνεται πικάντικο, αρρωστημένο, βίαιο, τέλος πάντων, ό,τι εγώ δεν συμπάθησα ποτέ, αν και τα πιο βίαια και αιματηρά γεγονότα παρουσιάζονται στην Ιλιάδα και στην Παλαιά Διαθήκη. Υπάρχουν όμως οι ιδέες που είναι αθάνατες…

-Πώς βλέπετε το μέλλον του βιβλίου; Η κριτική μπορεί να στηρίξει την κυκλοφορία του βιβλίου;

-Το μέλλον του βιβλίου, όπως και το μέλλον του κόσμου κανείς δεν το ξέρει. Ούτε οι χαρτορίχτρες ούτε ο Τειρεσίας. Θυμάμαι εκείνον τον κυνικό Λουδοβίκο XV που έλεγε après moi le déluse. Εγώ δεν θέλω να καταστραφεί ο κόσμος, θέλω να συνεχίσει,  να είναι πιο  ειρηνικός και πιο δίκαιος. Αλλά ποιος νοιάζεται για το τι θέλω εγώ; Ούτε κι εγώ θα νοιάζομαι όταν δεν θα υπάρχω. Όσο υπάρχω όμως χαίρομαι που διαβάζω ωραία βιβλία και δεν ανησυχώ για τα μετά τον θάνατό μου.

-Σχετικά με την κριτική που με ρωτήσατε, το θέμα είναι πολύπλοκο. Ωστόσο, θα σας πω ένα και αφορά μόνο εμένα.  Δεν παρουσιάζω βιβλίο αν δεν μου αρέσει. Και αν κάποιος ζητά τη γνώμη μου, για  να δημοσιεύσει, του απαντώ διπλωματικά· τον παραπέμπω στον Ρίλκε,  Γράμματα σ’ έναν νέο ποιητή, που έλεγε:  αν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς,  γράψε. Γιατί, ό,τι και να πω εγώ, εκείνος που θέλει να δημοσιεύσει τα γραπτά του θα τα δημοσιεύσει.

Και για να επανέλθω στην κριτική, αν γράψεις την αλήθεια θα κάνεις πολλούς να σε μισήσουν. «Ελάτε τραγούδια μου, ας μιλήσουμε για την τελειότητα- θα κάνουμε τους ανθρώπους μάλλον να μας αντιπαθήσουν»,  λέει ο Έζρα Πάουντ, κι εγώ το αποφεύγω. Άλλωστε, και προσέξτε το αυτό, επιφανείς κριτικοί που έγραψαν Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, ας μη θίξουμε υπολήψεις νεκρών, έπεσαν σε μεγάλα σφάλματα. Ο χρόνος απέδειξε πως έκαναν σε πολλές περιπτώσεις λάθη. Άλλοι πάλι με τον τίτλο του ποιητή και από κομπλεξισμό – συγγνώμη για τη λέξη- αρνούνται ποιητές που τους έχουν ξεπεράσει στο μπόι, επειδή έτυχε να είναι μορφωμένοι, από μεγάλα σπίτια, να μην έχουν κουσούρι και να μη μυρίζουν κοπριά. Άλλοι πάλι, κρίνουν ανάλογα με το πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων. Δεν αστειεύομαι καθόλου. Έτσι κι εγώ μιλάω μόνο για ό,τι μου αρέσει.

-Πώς κρίνετε το φαινόμενο της πληθοπαραγωγής του βιβλίου στη χώρα μας;

Η πραγματικότητα λέει πως στην Ελλάδα έχουμε κρίση αλλά στα εκδοτικά έχουμε  σούπερ άνθιση. Κάθε μέρα χιλιάδες βιβλία. Ασήμαντοι τελείως αλλά φιλόδοξοι πολύ εκδίδουν κάθε χρόνο νέο βιβλίο. Άπειρες ποιητικές συλλογές και κανείς δεν θυμάται την σοφή άποψη του Σεφέρη πως η ποίηση δεν είναι για προσωπικές εξομολογήσεις. Άπειρα και τα πεζογραφήματα, συχνά με την ταμπέλα «βασίζεται σε αληθινά γεγονότα» και αυτά τα αληθινά γεγονότα διανθίζονται με πικάντικες λεπτομέρειες και περιγραφές. Λες και είναι προσόν για τη λογοτεχνία να βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και να μην είναι η τέχνη η λογοτεχνική το πρώτο κινούν. Κι από την ανάποδη φοριέται η φαντασία και σε όλα τα μεγέθη λέει ο Ελύτης, που σημαίνει, για την περίσταση που συζητάμε, πως όλα από την ύπαρξή μας ξεκινάνε, άρα από την αλήθεια της ζωής μας· και τα φανταστικά.  Το ότι το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας είναι αριστούργημα καμιά συνθήκη -αληθής ή ψευδής-  δεν μπορεί να αλλάξει.

κα Δανιήλ, μετά από όλα αυτές τις σοβαρές ενασχολήσεις σας, νομίζω ότι είναι εύλογη η απορία: πώς προλαβαίνετε;

-Μα δεν κάνω τίποτα άλλο. Όλη η μέρα και όλη  η νύχτα μου ανήκει πια. Τον καιρό που υπηρετούσα στο σχολείο, την ημέρα διάβαζα για το σχολείο και τη νύχτα για τα άλλα. Τώρα, διαβάζω μόνο για τα άλλα που, ωστόσο, όλα εκεί πίσω στο σχολείο έχουν την πηγή τους. Και  αν κάτι με θλίβει είναι που δεν έχω χρόνο να διαβάσω πάλι και πάλι τους ποιητές που μου αρέσουν, τα βιβλία που διάβασα και θα ήθελα να ξαναδιαβάσω, τις ταινίες που είδα και θα ήθελα να ξαναδώ. Ούπω καιρός. Είμαι δοσμένη όλη στη φορά μου και τρέχω ολοταχώς.

 

-Μια τελευταία ερώτηση. Ανησυχείτε για το μέλλον; 

Απαντά ο Ανδρέας Κάλβος καλύτερα από μένα:

Δεν με θαμβόνει πάθος /Κανένα· εγώ την λύραν / Κτυπάω και ολόρθος στέκομαι  / Σιμά εις του μνήματός μου / Τ’ ανοικτόν στόμα.

Θα συμπληρώσω πως η ιλιγγιώδης  ανάπτυξη του κόσμου μας, αντί να μας κάνει πιο ευτυχισμένους, μας έκανε πιο αγχωμένους. Λες και οι άνθρωποι ζητούν αιτία για να γκρινιάξουν. Σαν η κοινωνία όλη να πάσχει από γηρατειά. Και οι γέροι γκρινιάζουν και όλα τους φταίνε.  Εγώ, ακολουθώ τον Σολωμό. Η ζωή είναι μέγα αγαθό και πρώτο και ως τέτοιο, κι επειδή το έχω άπαξ, δεύτερη ζωή δεν έχει, λέει ο Ελύτης, αγαπώ τη ζωή.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ