Υπό κ. Ιωάννου Μπάκνη (εκδ. “Γλαύκα”, 2024)
Π. Χατζηγεωργιάδης
Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος
Κριτικός Λογοτεχνίας
Εις καιρούς χαλεπούς ως οι δικοί μας, καιρούς μιάς καταστάσεως όπου ημπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει απο δύσκολους έως και δυστοπικούς, αναλόγως του πρίσματος της θεάσεως των κοινωνικών, πολιτικών, και λοιπόν φαινομένων, πάντως εις οιανδήποτε περίπτωσιν καιρών οι οποίοι απαιτούν την εγρήγορση του ατόμου και των κοινωνιών, παρατηρείται το φαινόμενον του να πληθαίνουν αι φωναί της διαμαρτυρίας, αι φωνάι της περισκέψεως και της ανησυχίας σχετικώς με την πορεία των κοινωνικων μας πραγμάτων καθώς και το γεγονός του οτι διατυπώνεται ολοένα και πλέον σταθερά και καθαρά η κραυγή της αγωνίας των σκεπτόμενων ανθρώπων, περί του περίφημου QUO VADIS, όσον αφορά την εξελικτικήν πορείαν τόσο του ατόμου όσο και των κοινωνιών όπου τούτο δρά, σκέπτεται και αλληλεπιδρά.
Ούται αι φωναί, (θεωρώ φωναί των καλών προθέσεων πάντοτε), φωναί ανθρώπων οι οποίοι δεν ασχολούνται μόνον μετά των προσωπικών των ζητημάτων μα και το περισσότερον και μετά του τι όντως συμβαίνει με την μεγάλη εικόνα, κινητοποιούν ορισμένους εξ αυτών των ενεργών πολιτών, ώστε να αρθρώσουν την άποψιν των, άποψιν οχι πάντοτε σύμφωνη μετά των υπολοίπων, ώστε να εκφράσουν την γνώμην των διαμέσου ενός πονήματος, ενός άρθρου ή και εν προκειμενώ πιο συντεταγμένα, μετά της συγγραφής ενός ολάκερου βιβλίου.
Προ ελαχίστων ημερών, έλαβον έν τέτοιον βιβλίον υγειούς θέλω να πιστεύω προβληματισμού εκ του κ. Ιωάννου Μπάκνη, το οποίον εξ όσων διεπίστωσα και οφείλω να καταθέσω αναφερόμενος δημοσίως επί αυτού, ασχολείται τόσο με την κοινωνίαν αλλά το περισσότερον ίσως και το πλέον σημαντικόν, με το άτομο το οποίον αποτελεί την κοινωνίαν της σημερινής σύγχρονης Ελλάδος.
Θεώρησα αίφνης πως τούτο το βιβλίον, χρήζει μίας ιδιαιτέρου αναφοράς, λόγω του οτι αι διατυπούμεναι θέσεις εις αυτό, δεν είναι παρά θέσεις διατυπούμενες απο ολοένα και περισσότερους ανθρώπους και συνέλληνες, οι οποίοι βλέπουν την πατρίδα μας να μην βαδίζει κατά πως θα έπρεπε να βαδίζει. Είναι η ώρα όπου το Μακρυγιαννικόν ΕΜΕΙΣ συναντά το ΕΓΩ και το κατηγορεί ευθέως εμπρός εις το κάτοπτρον της συνειδήσεως. Είναι η ώρα όπου ο προβληματισμός σε υγιή πλαίσια υπερβαίνει το ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως η οποία εκφράζεται πολλάκις διαμέσου της σιωπής δια τα περιβάλλοντα γεγονότα, είναι η ώρα όπου η εσώτερος φωνή και η συνείδησις, λαμβάνει τον λόγον και θεωρεί υποχρέωσιν εκ βαθέων προερχόμενη, το να εκφραστεί κατά το επίσης Μακρυγιαννικόν “Εγώ θα μιλήσω και οτι θέλουν ας μου κάμουν”.
Και δεν βαδίζει τούτο το βιβλίον το οποίον ήλθε εις τον κόσμον της ύλης ως μία ωραιοτάτη, πλήρως επιμελημένη και άρτια έκδοσιν την ατραπόν μίας στείρας διαμαρτυρίας δια τα πράγματα της κοινωνίας μας, αλλά λαμβάνει και μορφήν συμβουλευτικήν, μορφήν αδόλου αγάπης προς τον συνάνθρωπο, μορφήν παραθέσεως σκέψεων θέτουσας προβληματικάς ουσιώδεις περί του ανθρώπου και της πολιτείας του εις την κοινωνίαν, περί όσων προσπαθούν να εξουσιάσουν τον συνάνθρωπον, περί τέλος (και τούτο το πλέον σημαντικόν) της ανατροπής νοοτροπιών αι οποίαι ταλανίζουν την κοινωνίαν μας επί δεκαετίας αν οχι επί αιώνες ολάκερους. Νοοτροπίαι μαστίζουσαι ανηλεώς εμάς, τους προγόνους μα και το χειρότερον αν δεν αλλάξουν και τους απογόνους της νεοελληνικής μας κοινωνίας.
Το βιβλίον τούτο υπο του κ. Μπάκνη, είναι πόνημα μίας ψυχής αδόλου και ελευθέρας, η οποία με ευκολοδιάβαστον ύφος (μου επήρε μόλιε δύο ημέρας αναγνώσεως) ουχί μόνον διαβάζεται ευαρέστως με ύφος απλόν, στρωτόν εις την γλώσσαν και εις την καθομιλουμένην δημοτικήν και με ορθόν τον ειρμόν παραθέσεως των σκέψεων, αλλά καθίσταται πλήρως κατανοητόν απο τον κάθε έναν συνάνθρωπον και συνέλληνα όπου θα λάβει τον κόπον να το αναγνώσει και διατί οχι και να συμφωνήσει εις πολλά εξ όσων θίγονται.
Το συγκεκριμένον βιβλίον επίσης, δεν έχει σκοπόν του να λογοτεχνίσει αναιτίως, δεν είναι ούτος επουδενί, ο βασικός σκοπός, παρά διατηρεί ως αποστολήν την παράθεσιν σκέψεων και προβληματικών, με σκοπόν απώτερον τον προβληματισμόν περί όλων όσων συμβαίνουν εντός της κοινωνίας μας μα και ίσως το περισσότερο εντός του ατόμου μιάς και το άτομο, το κάθε άτομο και όλοι μαζί συναποτελούμε οτι αναφέρουμε συχνώς ως κοινωνία των ανθρώπων.
Οφείλω να σταθώ ιδιαιτέρως εις τας παρατηρήσεις του συγγραφέως περί της ατομικής ευθύνης του ανθρώπου, απο του σημείου του πως θα πρέπει να διατρέφεται και να ασκείται, ως του σημείου του πως και με ποιά κριτήρια οφείλει να συναισθάνεται την βαρύτατην ευθύνην της ψήφου και της επιλογής των πολιτικών ταγών, την ανάγκη αναπτύξεως της διακρίσεως, την ανάγκη της ερεύνης δια το καθετί όπου έχει αντίκτυπον επί του συνόλου και γενικώς την άμεσην ανάγκην του να θεωρουμε τις προσωπικές μας επιλογές και τον αντίκτυπον των εις την κοινωνιαν ως γεγονός δίχως αμφιβολίαν, πως οτι σκεπτόμεθα και πραγματοποιούμε δεν αφορά μόνον εμάς ως ξεχωριστές μονάδες, μα πως αι συνέπειαι των πράξεων μας βαρύνουν το σύνολον.
Και άπασαι ούται αι σκέψεις, πέραν του απλού ύφους εις το οποίον διατυπούνται εις τις ακριβώς διακόσιες σελίδες του βιβλίου τούτου, συμβαίνουν εξ ενός ελευθέρου πνεύματος το οποίον όμως δεν “δασκαλίζει” και δεν κρίνει κανέναν. Όνειρεύεται με έναν έμπρακτον ιδεαλισμόν μα και με την πίστιν του εφικτού, έναν κόσμον καλύτερον, έναν άνθρωπον ανώτερον, ένα άτομον με σκέψιν και κρίσιν, ένα πλάσμα ως οφείλει να ζεί και να πολιτεύεται ως ανώτερος άνθρωπος, ο οποίος σκέπτεται ελεύθερα και δεν διστάζει να διαφωνήσει, να εκφράσει ακόμη και με ύφος καυστικόν την διαφωνίαν του ετούτη, με μοναδικόν γνώμονα την συνολικήν ευημερίαν ατόμων και κοινωνιών, προς ένα καλύτερο μέλλον και έναν κόσμον δίχως καταπίεσην, άγνοιαν, αμορφωσιάν, σωματικήν και πνευματικήν ανεπάρκειαν και ανευθυνουπεύθυνα όντα.
Ο συγγραφεύς τούτου του έργου, δεν είναι παρά η φωνή της λογικής, η φωνή του αυτονόητου, η φωνή της αντιθέσεως εάν χρειαστεί η οποία παροτρύνει και άλλους να συντρέξουν εναντίον εις οτι συμβαίνει γύρω προκειμένου να αποτρέψουν την καταστροφήν η οποία δεν μέλλει βαρύνει έναν, μα το σύνολον. Θιασώτης ως προείπα του Μακρυγιάννη της νοοτροπίας του ΕΜΕΙΣ όπου καταπατά το ΕΓΩ όταν χρειάζεται, αν και δεν αναφέρεται εκείνος ο οπλαρχηγός ο τιμημένος (και κατά την άποψην του υποφαινόμενου εις εκ των αγνότερων αγωνιστών της εθνικής μας παλιγγεσίας εις ουδέν σημείον του βιβλιου), το πνεύμα, η νοοτροπία ταύτη, διατρέχει όλο ετούτο το πόνημα, κάτι το οποίον είναι προφανές εις όποιον έχει την διάθεσιν να το παρατηρήσει.
Καλείται ο καθείς εξ ημών εις προσωπικήν επ – ανάστασιν. ΕΙς αλλαγήν νοοτροπίας, εις αλλαγήν πρίσματος απο όπου παρατηρεί τον κοσμον, εις πνευματικήν ανάτασιν η οποία και εάν συμβεί, θα αλλάξει άρδην τα πράγματα δια το σύνολον αίφνης.
Το πνεύμα του Μακρυγιάννη ζεί εντός τούτου του απλού εις διατυπούμενην γλώσσαν βιβλίου. Εξ άλλου ημπορεί ο παλαιός εκείνος αγωνιστής να υπέγραφε ως “πατριοτις” Μακρυγιάννης μα ποιός δύναται να ισχυριστεί περί του πατριωτισμού του.
Εν ολίγοις και εν κατακλείδι, θεωρώ πως τούτο το βιβλιον υπο κ. Ιωάννου Μπάκνη, οφείλει να εισέλθει εις όσο το δυνατόν περισσότερες ψυχές, εις όσο δυνατόν περισσότερες ψυχές αι οποίαι όμως διαθέτουν την ειλικρινήν διάθεσιν της αλλαγής. Διότι μόνον η εσωτερική αλλαγή μας δύναται να αλλάξει τα πράγματα επί της ουσίας.
Τούτη θεωρώ πως είναι η ευγενική, η άδολη, η πατρωτική έκκλησις τούτου του βιβλίου. Η αλλαγή της νοοτροπίας μας, η αλλαγή δρομολογίου, το νοιάξιμο περί του συνανθρώπου, η ανάπτυξις της ενσυναίσθησης δια τους γύρω μας, η αγάπη προς τον εαυτόν μας και προς την πατρίδαν.
Και όλα τούτα σαφώς διατυπούμενα εις την απλήν δημοτικήν, την γλώσσαν του λαού μας η οποία αγγίζει τις περισσότερες των ελληνικών ψυχών και τις φλογίζει ενίοτε με αξίες που κάποιοι ενδεχομένως μέσα σε αυτόν τον κόσμο της υλιστικής αντιμετωπίσεως της ζωής, προσπαθούν να μας κάνουν να λησμονήσουμε. Ίσως δε ούτοι, να είμεθα ενίοτε και εμείς οι ίδιοι “εκπαιδευόμενοι” απο του λίκνου εώς του τάφου…
Αναμφιβόλως, συστήνω το βιβλίον τούτο εις κάθε υγειώς σκεπτόμενον αναγνώστη. Αναγνώστην ο οποίος κρίνει και το κυριότερον έχει την διάθεσιν να αλλάξει στάση ζωής, μιάς και πέραν των βιβλίων και των διατυπούμενων σκέψεων, η επί της ουσίας αλλαγή στάσης της ζωής είναι πάντοτε το ζητούμενον.
«ΟΠΟΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΣΥΛΛΟΓΑΤΑΙ, ΣΥΛΛΟΓΑΤΑΙ ΚΑΛΑ»
ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ