Δύο Ουκρανοί πρόσφυγες που κατάφεραν να διαφύγουν από τις περιοχές που επλήγησαν ιδιαίτερα από τον πόλεμο στα περίχωρα του Κιέβου, μίλησαν στην DW για την ιστορία τους.Φοβισμένοι, σοκαρισμένοι και εξαντλημένοι: Αυτές είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούν οι ψυχολόγοι για να περιγράψουν την κατάσταση των κατοίκων στις περιοχές λίγο έξω από το Κίεβο, οι οποίες εκκενώθηκαν τον Μάρτιο. Οι μικρές πόλεις στα βορειοδυτικά του Κιέβου είναι από τις περιοχές των σκληρών συγκρούσεων από τις πρώτες ημέρες του πολέμου στην Ουκρανία. Δύο άνθρωποι που κατάφεραν να διαφύγουν, μίλησαν στην DW.

Χαλίνα, συνταξιούχος

Η Χαλίνα έφυγε στις 11 Μαρτίου έφυγε από το Χοστόμελ με τον σύζυγό της. «Δεχόμασταν πυρά για δύο εβδομάδες και βρισκόμασταν υπό ρωσική κατοχή. Δεν ξέραμε τίποτα για ανθρωπιστικούς διαδρόμους. Στις 27 Φεβρουαρίου, το ρεύμα κόπηκε. Το κινητό δούλευε μόνο ανά διαστήματα, ενώ η φόρτισή του έγινε τελικά μέσω μιας μπαταρίας αυτοκινήτου. «Καταφέραμε έτσι να πούμε στους συγγενείς μας ότι ήμασταν ζωντανοί. Μετά όμως το δίκτυο κατέρρευσε εντελώς. Είχαμε βενζίνη μέχρι τις 7 Μαρτίου, αλλά τότε έφτασε και ο παγετός. Τις πρώτες μέρες του πολέμου είδαμε ρωσικά ελικόπτερα να πετούν προς το αεροδρόμιο Αντόνοφ, το οποίο δεν είναι μακριά από το σπίτι μας, βρίσκεται ακριβώς πίσω από το δάσος. Τότε ξεκίνησαν τα πυρά. Ρουκέτες και χειροβομβίδες πετούσαν από πάνω μας, προς όλες τις κατευθύνσεις και δίχως σταματημό. Στο Χοστόμελ, όπου είναι και το σπίτι μας, δεν έχουμε υπόγεια για να προστατευτούμε από τις βόμβες. Δεν ξέραμε που ήταν το επόμενο καταφύγιο, οπότε όταν δεχτήκαμε τα πυρά απλά ξαπλώσαμε στο πάτωμα της κουζίνας.

Λίγες μέρες αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους οι Ρώσοι στρατιώτες. Μπήκαν στην αυλή μας και έσπασαν τις πόρτες. Ο ένας ήρθε στο σπίτι, ποδοπάτησε τα λουλούδια μου, έσπασε το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας και με σημάδεψε με το όπλο του. Άνοιξα την πόρτα και ρώτησα στα ρωσικά ποιους πολεμούσαν εδώ και γιατί ήρθαν σε εμάς. Ο ένας είπε ότι θα μας απαλλάξουν από τους «Ναζί» και τους «Ουκρανούς φασίστες». Ρώτησα ποιους Ναζί έψαχναν να βρουν στο σπίτι ενός καθηγητή ρωσικής γλώσσας και λογοτεχνίας στην οδό Πούσκιν, γιατί μας σημάδεψαν με τα όπλα τους, απάντηση όμως δεν πήρα. Στις 9 Μαρτίου, μια γειτόνισσα μας είπε ότι ξεκίνησε η εκκένωση της περιοχής και ότι έπρεπε να βιαστούμε. Ο σύζυγός μου, βαριά άρρωστος, δεν ένιωθε καλά και δεν ήταν σε θέση να περπατήσει – με έσπρωξε κυριολεκτικά με το ζόρι στο δρόμο για να φύγω μόνη μου. Περπάτησα γύρω στα 40 λεπτά μόνη μου μέχρι το σημείο συγκέντρωσης. Τα όσα είδα στη διαδρομή μου δημιούργησαν τρόμο: κατεστραμμένα σπίτια, πεσμένοι φράχτες, ο σκελετός μιας πολυκατοικίας… Στο σημείο συγκέντρωσης κατέφθαναν άνθρωποι όλων των ηλικιών – πολλοί από εκείνους δεν είχαν προλάβει να ντυθούν ζεστά, ένα κορίτσι φορούσε μόνο πιτζάμες κάτω από ένα μπουφάν…

Ολεξάντερ, κάτοικος Ιρπίν

«Μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι υπήρχε περίπτωση να γίνει κανονικός πόλεμος, επομένως ήμασταν εντελώς απροετοίμαστοι. Όταν μας ξύπνησαν τα αεροπλάνα εκείνη την ημέρα, δεν ήμασταν πανικόβλητοι, αλλά σοκαρισμένοι. Μέχρι τις 5 Μαρτίου, όλοι, η γυναίκα μου, ο 15χρονος γιος μου κι εγώ, είμασταν στο σπίτι. Η νύχτα της 5ης Μαρτίου ήταν εξαιρετικά ταραχώδης, πράγμα που οδήγησε τον γείτονά μου στην απόφαση να εγκαταλείψει την πόλη. Πήρε μαζί του τη γυναίκα και τον γιό μου. Θα του είμαι για πάντα ευγνώμων για αυτό. Μετά την αποχώρησή τους άρχισαν να συμβαίνουν τρομερά πράγματα, οι πιο βίαιες επιθέσεις μέχρι και σήμερα.

Από το παράθυρο του διαμερίσματός μου είδα τους Ρώσους στρατιώτες να μπαίνουν στο Iρπίν. Μιάμιση ώρα αργότερα βρισκόμουν ήδη στο υπόγειο – είδα περίπου 300 Ρώσους στρατιώτες, όλοι μεταξύ 19 και 21 ετών, στην αυλή της πολυκατοικίας μας. (…) Από το υπόγειο επιχείρησα να φύγω με τα χέρια ψηλά, αμέσως όμως βρέθηκα ανάμεσα σε πολυβόλα που με σημάδευαν. Προφανώς, κανείς δεν περίμενε να βρει αμάχους εκεί. Με τη συνοδεία ενός στρατιώτη, μου επέτρεψαν να πάω στο διαμέρισμά μου για να πάρω μια κουβέρτα και κεριά. Περάσαμε δύο νύχτες στο υπόγειο. Που και που οι στρατιωτικοί εμφανίζονταν με έναν μασκοφόρο. Πάντα διάλεγαν έναν άντρα από τους κατοίκους και τον έπαιρναν μακριά. Τους ανάγκασαν να γονατίσουν και τους ανέκριναν. Οι περισσότεροι άντρες επέστρεψαν, ωστόσο ένας από εκείνους δεν επέστρεψε ποτέ. Μετά την πρώτη νύχτα είδαμε τέσσερις νεκρούς κατοίκους να κείτονται στο δρόμο, δύο άνδρες και δύο γυναίκες. Ένας από αυτούς ήταν ο καταστηματάρχης από το λεηλατημένο μαγαζί απέναντι. Δεν μας επέτρεψαν καν να τους θάψουμε. Όσες μέρες ήμουν εκεί, τα πτώματα κείτονταν στο δρόμο.

Γνωρίζαμε ότι υπήρχαν ανθρωπιστικοί διάδρομοι, αλλά δεν ήταν ρεαλιστικό να φτάσουμε στα σημεία συγκέντρωσης. Οι Ρώσοι άλλωστε δεν μας άφηναν να βγούμε έξω. Όμως μαζί με έναν γείτονά μου και άλλους 12 κατοίκους καταφέραμε κάποια στιγμή να διαφύγουμε. Αυτό που είδαμε έξω ήταν τρομερό: ένας σκοτωμένος ποδηλάτης, βομβαρδισμένες καφετέριες, ένα τανκ στεκόταν σχεδόν σε κάθε αυλή, κατεστραμμένα σπίτια και αυτοκίνητα… Όσοι δεν είχαν αυτοκίνητο έπρεπε να τραπούν σε φυγή με τα πόδια. Το θέαμα με έκανε να κλάψω. Ήταν εικόνες βγαλμένες από το 1941. Όταν τελικά φτάσαμε στο ουκρανικό σημείο ελέγχου, δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Μόλις μέσα σε πέντε μέρες προφανώς είχα συνηθίσει την καταστροφή – τώρα όμως βρισκόμασταν μπροστά σε ανοιχτά καταστήματα, με ανθρώπους να χαμογελούν και να παρέχουν βοήθεια στον κόσμο. Μπορούσαμε να κάνουμε ντουζ, να πιούμε ένα ζεστό τσάι και κατάφερα να μιλήσω τηλεφωνικώς με τη γυναίκα μου. Και όλο αυτό δεν ήταν απλώς μια ανακούφιση για μένα, αλλά μια επιστροφή στη ζωή. Κατά κάποιο τρόπο επέζησα αυτές τις πέντε μέρες, αλλά δεν θα συγχωρήσω ποτέ καμία από αυτές».

Α. Σαβίτσκι, Α. Σεπέλεβα, Ντ. Νίνκο

Επιμέλεια: Χρύσα Βαχτσεβάνου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ