Μάριος Μιχαηλίδης

Μάριος Μιχαηλίδης 

Μάχαιρα πνιγμένη στο αίμα

Ο διάκονος  Ανδρόνικος είδε καθ’ ύπνους

Μάχαιρα πνιγμένη στο αίμα και

Σπουργίτια με σφαγμένους λαιμούς

Να γυροφέρνουν στα στενά της Λευκωσίας

Μα το ’πε κι ο λοξίας γέροντας Θεόδουλος

Δραγάτης ο ύπνος και τα σεντόνια μια θηλιά στο

Ικρίωμα του ονείρου

Γρηγορείτε  ότι  ολοφύρεται η νύχτα και

Στεναγμός βρυχιέται ανείπωτος

 

Τον παρηγορούσε όμως που  ο παπά Γεώργιος

Του ’λεγε πως όπου να ’ναι θα φανεί ένα

Τρικάταρτο που το λαλούν Ελλάδα …

 

Σήμερον εν έτει 1821 και μηνί Ιουνίω, εγώ ο ελάχιστος Γεώργιος, ιερέας εις τον Άγιον Ευλάλιο Λαπήθου, ανέβλεψα φωτί μεγάλω, γιατί πάλε ήρτασιν απού την Ελλάδαν ο Κανάρης τζαι οι εδικοί του αράξοντας κάτω εις του Γιαλού την Πέτραν. Ότι την αρμάταν των Τούρκων την εβάλασιν ομπρός τζαι ύστερις που το φευγιόν της είπασιν να πάρουν μιτά τους σιτάρκα τζαι ζα. Επέψαν δκυό νομάτους, μα το χωρκόν αντίρρησεν εις την πλερωμήν τζαι κατεβήκαν στον γιαλόν ούλλοι οι χωρκανοί  με ρίφκια, σιτάρκα  τζαι καμπόσα που τους κήπους. Εγώ εκράτουν το Ευαγγέλιον τζαι με τους ψαλτάες εψάλλαμεν Τη Υπερμάχω. Οι γεναίκες εστέκουνταν μαζί με τα παιθκιά τους τζαι εκλαίασιν οπού είμαστον ούλλοι στην σκλαβκιάν χρόνους πολλούς τζαι η Ελλάδα ήτουν πολλά μακριά μας. Εφκήκεν έξω ο Κανάρης τζαι μιτά του άλλοι ναύτες κλαίοντα με τα που ’θωρούσαν. Τότες επήαν οι χωρκανοί τζαι  εμπήκασιν στο πλοίον με τα πράματα που εκουβαλούσαν τζαι εγένηκεν σαν να’τουν παναΐριν.

Ήρτεν η ώρα τους να φύουσιν τζαι εμείς εστεκούμαστον περίλυποι εν ταις καρδίαις ημών. Ετραβήσασιν την άγκυραν, εσηκώσαν τα πανιά τζαι φευγόντα, έναν κομμάτιν της καρκιάς τζαι του μυαλού μας έφευκεν μιτά τους.  Τέσσερις δικοί μας, ο Κωστής του Σάββα, ο Στυλλής του Αντρέα, ο Νίκος του Παυλή τζι’ ο Βαρνάβας του Αδάμου, είπαν το τζ’εκάμαν το. Εχωστήκαν μες στ’ αμπάριν τζ’ επηαίναν να πολεμήσουν τον Τούρκο στην Ελλάδαν.

 

Άκουγε ο διάκονος Ανδρόνικος κι ένιωθε στα

Σπλάχνα του  ελευθεριάς λαλήματα   μα

Σαν  έριχνε η νύχτα  βαρύ  ένα πέπλο

Ένιωθε πάλι  που μια μαύρη  σπάθα  ορθωνόταν…

 

Ξημερώματα του μηνός Ιουλίου ημέρα ενάτη τζαι πριχού να βκει ο ήλιος, έστειλεν ο τριασκατάρατος Κιουτσιούκ Πασάς τζαι επιάσασιν τον Αρχιεπίσκοπον τζαι ούλλους του Δεσποτάες που τάχατες εξεσηκώνασιν τον κόσμον τζαι εδκιούσαν τους όπλα να κάμουν επανάστασιν. Λόγια τούτα του Κιουτσιούκ που εφουσκώσασιν τα μυαλά της Πόρτας. Τζαι εφέραν τους στη Χώραν, στο Σαράιν, τζ’ εσφάξαν τους οι άπιστοι. Τότες ήτουν που εμαύρισεν ο ουρανός τζαι σ’ ούλλην την Κύπρον εγένηκεν χαλασμός Κυρίου που τα αστραπόβροντα τζαι την ανεμοζάλην.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ