Της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου* – (Ομιλία στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου).

Μήπως στο λογοτεχνικό παλίμψηστο της ιστορίας τα «Ανατολικά της Αττάλειας» είναι μια ακόμη αριστοτεχνική τοιχογραφία που ευελπιστεί να φωτίσει αλλιώς τα χρόνια των ιστορικών συγκυριών που δοκίμασαν τον ελληνισμό; Προτίθεται άραγε ο συγγραφέας τους να αναπαραστήσει το μέτωπο των πολεμικών επιχειρήσεων μιας ταραγμένης εποχής αναθέτοντας στην ιστορία τον ρόλο του πρωταγωνιστή ή μήπως του αρκεί να την τοποθετήσει ως σκηνικό και φόντο; Διαβάζουμε μία νουβέλα αμιγώς ιστορική που αναμεταδίδει τον ήχο ή μήπως το αφηγηματικό υπόστρωμα αρδεύει από την ιστορία και εκβάλλει σε αυτήν ηχογραφώντας τον απόηχο;

Έχω την αίσθηση πως πρόκειται για μιαν αφήγηση, όπου η προσωπική μικρή ιστορία μιας οικογένειας εντάσσεται στην ευρύτερη συλλογική ιστορική μνήμη μιας περιόδου που την καθόρισαν αρχικά τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής του ’22 και καταληκτικά όλα όσα διαδραματίστηκαν το δραματικό καλοκαίρι του ’74. Πρόκειται λοιπόν για ένα αφήγημα που ο κύριος άξονάς του είναι το τραύμα το οποίο, διατρέχοντας χρονολογίες και περιόδους, γεγονότα και βλάβες ανήκεστες καταλήγει σε ένα χρονικό και τοπικό πλαίσιο, όπου η εθνικότητα και η θρησκευτική συνείδηση αρνούνται να στήσουν συρματοπλέγματα διαχωρισμού και απόρριψης αλλά εγείρουν ως φωτεινό μετέωρο το πιο αγνό και άδολο στοιχείο του ανθρωπισμού, την εμπιστοσύνη.

Η αξία της ανθρώπινης ζωής λοιπόν απέναντι στη βαρβαρότητα, η εκδίωξη και ο ξεριζωμός, η καταρράκωση του πρόσφυγα και ο διασυρμός του αιχμαλώτου δεν είναι παρά μια μοίρα που τη βιώνει ο άνθρωπος σε διαφορετικές εκδοχές με μιαν επαναληπτική πολλαπλότητα που εξουθενώνει, καθώς διεκτραγωδείται η πλέον αβάσταχτη αντίφαση. Αυτή που αντιβαίνει στη μοναδικότητα της κάθε ύπαρξης ξεχωριστά ισοπεδώνοντας και εξισώνοντας τις φωτεινές οντότητες με προϊόντα ανταλλαγής. Είναι η στιγμή που το δημιούργημα του Θεού ξάφνου μεταμορφώνεται σε εμπορεύσιμη πραμάτεια. Ο Μάριος Μιχαηλίδης εμφιλοχωρεί στην ευρύτερη εθνική περιπέτεια την ατομική εμπειρία εντάσσοντας και εξελίσσοντας το συγκινησιακό και βιωματικό στην αδιαφιλονίκητη ένταση ενός παράλογου διωγμού που συνεχίζει να υφίσταται το έθνος. Το αέναο του κατατρεγμού κι ο κατ’ εξακολούθηση ξεριζωμός εκτυλίσσουν μπροστά στα μάτια μας τη μοίρα των ηττημένων, που η στέρησή τους συνίσταται σε απώλεια πολυεπίπεδων ατομικών και άλλων κεκτημένων. Μιλώ για μια διπλά βιωμένη προσφυγιά λαών, εξαιτίας αποφάσεων που πάρθηκαν ερήμην τους, αναποδογυρίζοντας μεμιάς ολόκληρες ζωές και επεμβαίνοντας βάναυσα και οριστικά στην όποια εξέλιξή τους.

Η ηρωίδα του έργου, η Μαρία, μαζί τα τρία παιδιά της τον Παντελή, την Αγγελική και την Αναστασία αλλά και με όλους τους γενάρχες «ν’ ανταλλάσσουν υπόγεια μηνύματα με τα μάτια» και να παρηγορούν τους Αλαγιώτες πως σύντομα θα επιστρέψουνε στα σπίτια και στα περιβόλια τους, περιμένει στο μικρό λιμάνι της Αλάγιας την άφιξη του καραβιού του Λόρμπεη από την Αττάλεια που θα τους μεταφέρει από την πατρίδα τους στην Κύπρο. Εκεί είχαν ακούσει πως οι Τούρκοι κι οι Ρωμιοί ζούσαν μονιασμένοι. Ο Λόρμπεης, αδελφοποιτός του Ιορδάνη, του άνδρα της Μαρίας που σκότωσαν οι Τσέτες κι έμεινε άθαφτος μέσα σ’ ένα φαράγγι, ήταν ερωτευμένος κρυφά με τη Μαρία απ’ τα δεκαεφτά του. Την ενημερώνει μόλις φτάνει το καράβι του πως θα τραβήξουν για τη Φαμαγκούστα. Έτσι κι έγινε. Ο τόπος όπου έμειναν βρίσκονταν έξω απ’ την πόλη, κοντά στη Σαλαμίνα και έμοιαζε με την Αλάγια. Η συγκεκριμένη ιστορία να σημειωθεί πως αναφέρεται αποκλειστικά στους Αλαγιώτες που αναζήτησαν την τύχη τους στην Κύπρο, σε αντίθεση με άλλους πρόσφυγες που κατευθύνθηκαν προς την Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά, στο Πέραμα, στη Φιλαδέλφεια, στη Νέα Ιωνία και στην Καλογρέζα.

Η Μαρία με έναν μποξά στα χέρια της γεμάτο ρούχα, παξιμάδια και εικονίσματα εγκαθίσταται με τα παιδιά της αρχικά στα Βαρώσια, όπου μπαίνουν όλοι για λόγους υγιεινής σε καραντίνα. Στη συνέχεια, καταλήγει οριστικά στη Λευκωσία, όπου από αξιοπρέπεια αρνείται τη βοήθεια της Φιλοπτώχου και επιλέγει να εργαστεί ως καθαρίστρια στην εκκλησία. Ο Παντελής πηγαίνει βοηθός στον φούρναρη και ξεφουρνίζει Αλαγιώτικο ψωμί, ενώ τα κορίτσια πηγαίνουν στο σχολείο. Ο συγγραφέας δεν ακολουθεί τη γραμμική αφήγηση. Η ιστορία ως εκ τούτου φτάνει σ’ εμάς με μια πλειάδα μεθόδων αφήγησης άλλοτε πρωτοπρόσωπης κι άλλοτε τριτοπρόσωπης καθώς και με το τέχνασμα της άγνωστης αποσπασματικής φωνής που εγκιβωτίζει έναν άλλο λόγο πλάγιο μέσα στον λόγο. Εν τέλει, πρόκειται για τη φωνή της Αγγελικής που με τις ευρηματικές της παρεμβάσεις μάς αποκαλύπτεται σταδιακά πως δεν είναι άλλη από τη μάνα του αφηγητή και συγγραφέα, εγγονού της προσφυγοπούλας Μαρίας.

«Στα 1942 ήρθε το πρώτο παιδί, ο Νίκος και δυο χρόνια μετά ήρθε το δεύτερο, ο Ιορδάνης. Ονόματα και τα δυο των πατεράδων τους. Μετά γεννήθηκε ο Τάσος. Αναστάσης, γιατί ήταν Πάσχα. Κόρη δεν ερχότανε, η Αγγελική στενοχωριόταν, και η Μαρία φώναξε τον παπά Μιχαήλ να τη διαβάσει. Μα και τότε ήταν πάλι γιος. Τον βαφτίσαν Μάριο, για τη γιαγιά Μαρία. Τελευταίος γεννήθηκε ο Αντρέας. Πέντε αγόρια».

Αυτοβιογραφικός λοιπόν ο χαρακτήρας του αφηγήματος, όπου με όχημα τη μνήμη και την αναδιήγηση συγκατοικούν τα όντως πραγματικά με τη μυθοπλασία.

Η σωτήρια ένταξη του παλίνδρομου χρόνου με τις ευκίνητες αναδρομές στο παρελθόν κατορθώνει να μας παρουσιάσει τόσο την περασμένη ζωή των ηρώων όσο και το χρονικό μιας επαναλαμβανόμενης προσφυγιάς που εκκινεί από το ’22 και καταλήγει στον Ιούλη του ’74, στο Πραξικόπημα της Χούντας. Στο μεταξύ, αναφέρεται η Γερμανική κατοχή και ο Εμφύλιος, ενώ γινόμαστε μάρτυρες μιας σειράς άλλων ιστορικών ορόσημων όπως του Αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου κατά των Άγγλων την περίοδο του ’55 ως το ’59.

Ωστόσο, δεν πρέπει να μας διαφεύγει κάτι πολύ σημαντικό. Δεν είναι οι ήρωες αυτοί που πρωταγωνιστούν στις σελίδες του βιβλίου. Δεν είναι η Μαρία, ο Παντελής, ο Λόρμπεης και η Αγγελική ούτε η Μεγαλύνη, η Φαρέν, ο Ερπίλ και ο παπά Μιχάλης. Είναι η μνήμη που πρωταγωνιστεί. Και φυσικά μιλώ για μία μνήμη προσωπική αλλά και δανεισμένη, μια μνήμη που πρέπει εξάπαντος, αφού διασωθεί, να μεταφερθεί με προσοχή, σαν τα κειμήλια που μας εμπιστεύεται πριν να πεθάνει η μάνα μας ή η γιαγιά μας. Άθιχτα πρέπει να μείνουν κατά τη μεταφορά, για να μη σπάσουν μήτε να διασκορπιστούν. Μνήμες, όμοιες με χειρόγραφα ξεθωριασμένα και σχισμένα σε χίλιες δυο μεριές αλλά εμπιστευμένα στα χέρια μας από άλλα χέρια αγαπημένα. Η μνήμη λοιπόν, αυτή η «επισφαλής αθανασία», όπως την αποκαλεί ο Άθως Δημουλάς, είναι ο μοχλός και το καύσιμο, το άρμα και το πλήρωμα σε τούτη την παρέλαση, όπου με το πρόσχημα – όχημα της ατομικής ιστορίας βλέπουμε να παρελαύνει μπροστά μας η άλλη Ιστορία. Κι όχι δεν είναι μόνο οι τίτλοι των υποενοτήτων που με κάνουν να μιλώ για αυτό:

«Η μνήμη αντιζυγιάζει τον καημό…», «Ο παιδεμός της μνήμης», «Το μαστίγωμα της μνήμης».

Ούτε και η καίρια διαπίστωση του συγγραφέα, όταν αναρωτιόταν η γιαγιά Μαρία για την τύχη του άταφου άνδρα της, του Ιορδάνη.

«Άραγε τα κόκαλα τα αφάνισαν η βροχή και το λιοπύρι; Άραγε τα καταθρυμμάτισαν τα όρνεα με τα σκληρά τους ράμφη; Το σίγουρο είναι πως τίποτε δεν αφανίζεται. Η μνήμη διασώζει όσα οι άνθρωποι καταστρέφουν και η φύση αποδομεί…»

Είναι μάλλον αυτή η πρωτόγνωρη ευχέρεια της ευκίνητης μνήμης να εισβάλλει και να εισχωρεί, να κυριεύει κατά κράτος την τωρινή ζωή μας, να τη χλευάζει σύροντάς την σε ένα χτες πιο λαμπερό κι από το τώρα, να μας εξαπατά αναποδογυρίζοντας συμβάντα, χρονολογίες και εποχές και να μεταμορφώνει σε παρόν το παρελθόν μας. Η δυνατότητά της να χωρά όρκους, γεννήσεις, επετείους και ζωές σε ένα απλό μεταλλικό κουτί που, όταν το ανοίγει η γιαγιά Μαρία, ξάφνου «γεμίζει το δωμάτιο μυρωδιές. Δαχτυλίδια, σταυροί και θυμήματα και ανάσες μιας άλλης ζωής… Όλα μέσα σ’ ένα κουτί». Είναι αυτή η ίδια μνήμη της χαμένης πατρίδας, που κάνει και τον τυφλό ακόμα να ξαναβρίσκει για μια στιγμή το φως του.

«Απέναντι από την Κερύνεια, λοξά άμα δεις, το πρωινό, φαίνονται τα βουνά μας. Εγώ όταν τα βλέπω, κλαίω. Το ίδιο και ο θείος ο Νικηφόρος. Τυφλώθηκε ο καημένος. Μα τα βουνά τα βλέπει. Και κλαίει…»

Κάποτε πάλι στις σελίδες του βιβλίου βλέπουμε να επιπλέει μια άλλη μνήμη. Πρόκειται για τη μνήμη-σωσίβιο. Αναφέρομαι στην ασυναίσθητη ανάγκη της γιαγιάς Μαρίας να επιστρέφει στο παρελθόν και να το αναβιώνει, όταν τριγύρω της ο κλοιός των γεγονότων έσφιγγε πιεστικά. Κι άλλωστε, δεν ήταν λίγα όσα την είχαν βρει, με την κόρη της να παλεύει τη θανατηφόρα ασθένειά της, τον γιο της να το ρίχνει στο ποτό κι άλλοτε άδικα να τον σέρνουν νυχτιάτικα στο κρατητήριο. Δεν ήταν λίγα όλα αυτά, μα πιότερο κι από αυτά ήταν η απειλή μιας νέας προσφυγιάς που αιωρούνταν. Επέστρεφε, λοιπόν, στο παρελθόν για να σωθεί, ταξιδεύοντας σε ένα πέλαγος εικόνων και περιστατικών της προηγούμενης ζωής με πρωταγωνιστή πολύ συχνά τον άνδρα της.

«Ο Ιορδάνης ήταν παντού. Είχε περάσει στο δέρμα της. Είχε εισχωρήσει βαθιά στο νου και στην ψυχή της, ήταν το ίδιο το είναι της. Ένιωθε πως τα δεσμά της προσωπικής της αιχμαλωσίας, την πότιζαν μια γλυκόπικρη γεύση, που της ήταν αδύνατο να περιγράψει και να μοιραστεί με άλλον».

Η μνήμη λοιπόν και η σωτήρια παρουσία της, που φυγαδεύει τη σκέψη και την κρύβει ασφαλή σε μέρες φωτεινές του παρελθόντος. Αλλά και η μνήμη που σώζει, όταν απουσιάζει. Μια μνήμη, δηλαδή, επιλεκτική που διαχωρίζει την ήρα από το στάρι, μνήμη υπάκουη και πειθαρχική που υποχωρεί, όταν τη διατάζουν. Είναι η στιγμή που ένα σοφό αίσθημα αυτοσυντήρησης την καθιστά ανενεργή, την παροπλίζει, για να αντέξει η ψυχή τα αβάσταχτα που βιώνει.

«Πού να θυμάμαι… πάνε τόσα χρόνια από τότε…» Ύστερα με κάρφωνε με το βλέμμα της και μου έλεγε σιγανά: «Πάψε πια… Τι τα θυμάσαι; Πάνε αυτά». Έτσι  ήταν η μάνα μου. Κοίταγε μπροστά. Το ίδιο και η γιαγιά. Αλλιώς πώς θ’ άντεχαν τόση πίκρα, τόσο καημό…»

Η μνήμη ως όχημα άλλωστε παρέχει μια άλλη ελευθερία. Σου επιτρέπει να οδηγείς ανάποδα στον χρόνο, να συναιρείς πρόσωπα, τόπους και εποχές, να ζωντανεύεις πεθαμένους, κι όλα όσα χάθηκαν οριστικά στο χτες να τα επαναφέρεις σώα και αρτιμελή σε ένα αέναο τώρα.

Στην Κύπρο, ωστόσο, όλα φαίνονταν πως κυλούν αρμονικά. Τούρκοι και Έλληνες και Αλαγιώτες πρόσφυγες ζουν συμφιλιωμένα, κάνουν φιλίες, ερωτεύονται Τουρκάλες αλλά και Τούρκοι αγωνίζονται να μάθουν καλά ελληνικά κι είναι έτοιμοι ακόμα και να βαφτιστούνε Χριστιανοί σαν ερωτεύονται Ελληνίδες. Τουρκάλες ανάβουνε κεριά και στέλνουν τάματα στην Παναγία ή δίνουν κρυφά μια λίρα χρυσή, για να εξασφαλίσουν λίγο λαδάκι απ’ το καντήλι της, ενώ κάθε Κυριακή σχεδόν προσμένουν με αγωνία ένα κομμάτι αντίδωρο απ’ τον Απόστολο Ανδρέα.

Όντως όμως όλα κυλούν αρμονικά;

Η Κύπρος δεν ήταν παρά ένα καζάνι που έβραζε. Στο Παγκύπριο Γυμνάσιο τα παλικάρια επαναλάμβαναν τα παράξενα λόγια του ποιητή από τη Σμύρνη και τα οποία ο δάσκαλος της τέχνης, ο Διαμαντής, τα έλεγε και δάκρυζε:

«Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ / δε χρειάζεται μακρύ καιρό / για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι…» […] «Μας διάβαζε κι άλλα ποιήματα. Γιώργος Σεφέρης. Έτσι τον λέγανε τον ποιητή».

Ώσπου, μέσα από συνθήματα κρυφά κι αμέσως μετά το «άνω σχώμεν τας καρδίας, αδελφοί» τα παλικάρια άρχισαν μια Κυριακή να ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο ξεσηκώνοντας το εκκλησίασμα, που άπλωνε τα χέρια του να πάρει τα χαρτιά που πέφταν σαν βροχή απ’ τον γυναικωνίτη. «Ήταν η προκήρυξη του Αγώνα …»

Οι αντάρτες κατεβαίνουν στη Λευκωσία με τις στολές και το Ε.Ο.Κ.Α. κεντημένο με κίτρινη κλωστή στα μαύρα μπερέ τους. Κι όμως… γράφει ο Μιχαηλίδης:

«Λυγμοί και φόνοι, βασανιστήρια, αγχόνες και κλάματα, όλα μα όλα, γίναν καπνός και τα ρούφηξε ο καταποτήρας. Κι εκείνο το «Ε.. Ε… Ένω… ση», χάθηκε κι αυτό μες στην ηχώ που χρόνια πλανιόταν ζωντανή στον αέρα, από τις φωνές των παιδιών με τα κοντά παντελονάκια και τις τεράστιες ελληνικές σημαίες… Τώρα κοντά στη γαλανόλευκη, υψώθηκε μια κίτρινη Κύπρος μ’ ένα κλωνάρι ελιάς από κάτω. Πάλι καλά».

Στις σελίδες του βιβλίου αυτού ωστόσο πέρα απ’ τον τρόμο και τη φρίκη, την αγωνία και τον κατατρεγμό, τους ξεσηκωμούς και τη συγκίνηση κυκλοφορεί κι ο ίδιος ο Μιχαηλίδης όχι όμως με την ιδιότητα του άμεσα εμπλεκόμενου αφηγητή αλλά με την ιδιότητα του ποιητή που δεν μπορεί να κρύψει τον ρυθμό και την κατακτημένη γλώσσα απ’ τα γραφόμενά του. Με τρυφερή γραφή και άριστη γνώση του μέτρου και της εικονοπλασίας κατορθώνει να υποβάλλει τη συγκινησιακή φόρτιση μέσω ενός λόγου ευλύγιστου και συνάμα τραγικού που, χωρίς να δραματοποιεί, σταλάζει την πίκρα και τον καημό στις σωστές τους δόσεις. Δεν εξαντλούνται όμως εδώ τα συναισθήματα που προκαλεί η γραφή του. Αποφεύγοντας τους σκοπέλους του μελοδραματισμού και της ευκολίας μεταγγίζει με υποδόριους χειρισμούς την αγανάκτηση και τον θυμό, την ταραχή και την αγωνία, την ασφυξία της ψυχής για το άδικο και τις ποικίλες ματαιώσεις.

«Ο χρόνος σαν οδοστρωτήρας πέρασε πάνω της, της άσπρισε τα μαλλιά, της πέτρωσε την καρδιά, σχεδόν ξεθωριάζοντας όλα εκείνα που συχνά ξεπετάγονταν σαν κλέφτες, έριχναν αγκίστρια στο χτες κι έκαναν το μυαλό να βουίζει κι αυτή να χάνεται…»

Κι αλλού:

«Με τα χρόνια η γιαγιά Μαρία έμοιαζε σαν πουλί που μαραζώνει, κλείνει το ράμφος του και περιμένει το τέλος. Το σώμα της συρρικνώθηκε. Τα μάτια της έγιναν βαθιά, σχεδόν ανέκφραστα, το φως της λιγόστεψε απελπιστικά, το βήμα της ήταν σαν το σύρσιμο μιας σκιάς που μάταια προσπαθούσε να αποδεσμευτεί και να περάσει στην αντίπερα όχθη».

Και πώς αλλιώς; Όλα τα είχε ζήσει. Ήταν καιρός πια να αναπαυτεί. Να ξεκουράσει όχι τόσο το γερασμένο σώμα της όσο τα λυπημένα μάτια της. Γιατί η Μαρία στα χρόνια αυτά που πέρασαν δεν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να βλέπει.

Βλέπει τον εαυτό της το ’22 ν’ αφήνει τα κλειδιά στους επιστάτες του σπιτιού και να ξεκινά το πικρό ταξίδι της προσφυγιάς. Βλέπει εκτός απ’ τα κλειδιά ν’ αφήνει πίσω της έναν άνδρα νεκρό και μιαν ελπίδα ζωντανή. Την ελπίδα της επιστροφής ξανά στο πατρικό της. Βλέπει τα ανατολικά της Αττάλειας και βλέπει και τα βόρεια της Λευκωσίας. Βλέπει τα παιδιά της να κάνουν οικογένειες και να γεννούν κι αυτά παιδιά. Βλέπει την κόρη της ανύπαντρη να πεθαίνει. Βλέπει τον εαυτό της να καθαρίζει την εκκλησία, να περιποιείται σπίτια, να περιποιείται μνήμες, να περιποιείται των παιδιών της τα παιδιά μα κι ένα τραύμα να περιποιείται που πάνω που επουλώνονταν ξανάρχιζε ν’ ανοίγει. Βλέπει το ’22 και το ’55, βλέπει επαναστάσεις και ξεσηκωμούς, κατατρεγμούς και φυλακίσεις… Μα κάποτε κουράζεται κι αυτή να βλέπει και παίρνει την απόφαση την όραση να ξεκουράσει. Ανήμερα της εισβολής, στις 20 του Ιούλη, και την ώρα που «η Τουρκία από τα ξημερώματα ξερνούσε ατσάλι και σίδερο στην απογυμνωμένη Κύπρο», η γιαγιά Μαρία κλείνει οριστικά τα μάτια της και σταματά να βλέπει. Μια σοφία πανάρχαιη μέσα στα κύτταρά της ανέλαβε να την προστατέψει, για να μη δει για δεύτερη φορά ό,τι πολύ φοβόταν. Μια δεύτερη βίαιη προσφυγιά.

«Έμοιαζε να κοιμάται έναν ύπνο μακάριο αδιαφορώντας για ό,τι συνέβαινε γύρω της. Το πρόσωπό της ήταν γαληνεμένο. Μόνο το δεξί της μάτι άφηνε μια χαραμάδα. Ακόμα κι όταν κοιμόταν κανονικά, αυτό το μάτι έμενε κάπως ανοιχτό. Να ήταν, άραγε, η έγνοιά της για τα παιδιά; Να της είχαν μείνει οι παλιοί φόβοι, που τότε δεν την άφηναν να ησυχάσει;»

Στα 1974, η ίδια οικογένεια τούτη τη φορά χωρίς τη γιαγιά Μαρία, παίρνει ξανά τον δρόμο της προσφυγιάς, έχοντας προσθέσει κι άλλους νεκρούς στο πλούσιο παθητικό της. Οι νεκροί, φυσικά, νεκροί παραμένουν. Μα η ελπίδα; Μήπως πεθαίνει και αυτή; «Μα ποιος ζει χωρίς ελπίδα τζάνουμ;», μοιάζει ν’ ακούω να μου λέει η δική μου η γιαγιά, που έζησε μαζί με τους γονείς μου μιαν άλλη προσφυγιά, αυτήν του ’64, όταν άφηναν το Καντίκιοϊ κι απελαθέντες έρχονταν από την Πόλη να εγκατασταθούν στη Σαλονίκη. Έχει και η δική μου η ψυχή ακουστά το άδικο του διωγμού και τη βεβιασμένη εγκατάλειψη στρωμένων σπιτικών και ονείρων.

Σμύρνη, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη. Αλάγια, Αμμόχωστος, Βόρεια Λευκωσία. Μια επανάληψη. Δύο ξεριζωμοί. Η Αγγελική, η κόρη της Μαρίας, πεθαίνει τον Οκτώβριο του 2009 και το βιβλίο κλείνει με μία μόνο λέξη, λίγο πιο κάτω από τις άλλες τις σειρές, τρισύλλαβη και μόνη της. Είναι ένα ρήμα παθητικής φωνής και πρώτου προσώπου που ξεστομίζει διά στόματος του συγγραφέα η Κύπρος ολόκληρη: «Πνίγομαι…»

Κλείνοντας την αποψινή μου ομιλία σκέφτηκα να αντικαταστήσω το ρήμα ασφυξίας του βιβλίου με μιαν εικόνα ανάσας που δανείζομαι από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη με τον τίτλο «’55». Εκεί, μια άλλη γιαγιά συνονόματη με τη Μαρία, η πολίτισσα Μαρίκα, λέει σ’ ένα παραλήρημα απόγνωσης και ελπίδας:

«-Ναι θα ξαναγυρίσουν όλοι πίσω. Και θα πιάσουν τα πόστα τους. Θα έλθουν να δουλέψουνε οι γιατροί, οι φαρμακοποιοί, οι διδάσκαλοι, οι έμποροι, οι δικηγόροι. Θα επιστρέψουν όλοι σου οι γείτονες, οι μανάβηδες, οι κασάπηδες, οι τσαγκάρηδες, οι ποτοποιοί. Θα πάρουν πίσω τα σπίτια τους, που τους τα δέσμευε το κράτος. Θα αγοραστούν και θα ενοικιαστούν καινούργια. Παντού θα ακούς τον ήχο της αγαπημένης σου λατέρνας. Θα ξαναγεμίσουν τα σχολεία με παιδιά και το εκκλησίασμα θα ξεχειλίζει απ’ τους ναούς. Όταν κατεβαίνεις στο Πέρα, θα χαίρεσαι τα ελληνικά τραγούδια απ’ το στόμα των μαθητών στα διαλείμματα του Ζαππείου και του Ζωγραφείου. Σε όλη την Πόλη, παντού, θα ακούγεται ξανά η ελληνική λαλιά. Δεν πεθαίνει το ρωμαίικο!»

Φαντάστηκα λοιπόν τις δύο ηρωίδες των βιβλίων, τις δυο Μαρίες, να επιστρέφουν ικανοποιημένες στις δικές τους πλατείες κι εκκλησιές, να ξαναβρίσκουν τα σπίτια τους, τα μαγαζιά και τους γειτόνους. Φαντάστηκα μια νοητή γραμμή να διατρέχει τον χάρτη της ανθρωπιάς και να ενώνει τη Σμύρνη, την Πόλη και την Κύπρο. Αλάγια, Καντίκιοϊ και βόρεια Λευκωσία. Αμμόχωστος, Μόρφου και Κερύνεια. Καρπασία, Πενταδάκτυλος. Φαντάστηκα νεκρούς και ζωντανούς να επιστρέφουν με δάκρυα στα μέρη τους. Να ξαναβρίσκουν το δίκιο τους.

 

*Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου είναι ποιήτρια και δοκιμιογράφος

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ